Αγορές: Outlook 2024
Shutterstock
Shutterstock

Αγορές: Outlook 2024

Το 2024 ξεκινά με υψηλές αποτιμήσεις, υψηλή προσδοκία μείωσης των επιτοκίων, υψηλή γεωπολιτική ένταση σε κομβικά για το εμπόριο σημεία του πλανήτη και υψηλές εκτιμήσεις για τα εταιρικά κέρδη.

Το σημείο εκκίνησης της νέας χρονιάς λοιπόν εξ’ορισμού αποτελεί μια δυνατή πρόκληση για την επενδυτική κοινότητα, καθώς μετά από πολλά «χρυσά» χρόνια μιας ομαλής και δυναμικής παγκοσμιοποίησης, δυο τεράστια σοκ, η πανδημία της Covid-19 και η σύγκρουση Ρωσίας και Ουκρανίας, άλλαξαν τα δεδομένα προκαλώντας σημαντικές διαρθρωτικές αλλαγές στην παγκόσμια οικονομία.

Οι αλλαγές αυτές μας επηρέασαν όλους. Ο χρόνος όμως και το μέγεθος της νομισματικής και δημοσιονομικής ανταπόκρισης διέφεραν από χώρα σε χώρα, με αποτέλεσμα η ανάπτυξη το 2024 να αναμένεται να ειναι σαφώς λιγότερο συγχρονισμένη από ό,τι άλλες εποχές.

Η διάμεσος των αναλυτών λοιπόν αναμένει για το 2024 μια ήπια παγκόσμια επιβράδυνση με λιγότερο συγχρονισμένη δυναμική ανάπτυξης και πληθωρισμού.

Οι ΗΠΑ θα συνεχίσουν να ηγούνται της ανάπτυξης και να υπαγορεύουν τον ρυθμό των κινήσεων των επιτοκίων παγκοσμίως, η ανάκαμψη της Ευρώπης θα παραμείνει αναιμική, ενώ η Κίνα θα εξακολουθήσει να έρχεται αντιμέτωπη με τον αποπληθωρισμό και έναν πιο ασταθή βηματισμό, που πιθανότατα θα την αφήνει ελαφρώς πίσω από τις προσδοκίες, αποτελώντας και το βαρίδι της Ένωσης Εθνών Νοτιανατολικής Ασίας, γνωστής με το ακρωνύμιο ASEAN.

Το στοίχημα θα είναι μεγάλο και για τις αναδυόμενες οικονομίες, με την Ινδία πρωτίστως και εν συνεχεία τη Βραζιλία και το Μεξικό να αναμένεται να συνεχίσουν να έχουν καλύτερη απόδοση.

Φεύγοντας από τη γεωγραφική διασπορά με την υποσημείωση ότι η Ελλάδα αξίζει και φέτος μια δυνατή στάθμιση στα χαρτοφυλάκια, σε επίπεδο assets το 2024 αναμένουμε να εξελιχθεί σε ένα έτος όπου το σταθερό εισόδημα θα παρέχει επιτέλους εισόδημα, οι μετοχές θα παρέχουν ανάπτυξη και τα μετρητά θα παρέχουν ταμειακές ροές. Η πτήση αυτής της χρονιάς όμως αναμένεται να έχει αρκετά «κενά αέρος», γι’αυτό και πρόκειται για μια χρονιά που πραγματικά η διαλογή ομολόγων και μετοχών θα είναι αυτή που θα κάνει τη διαφορά.

Οι κίνδυνοι για τη νέα χρονιά

1. Εντεινόμενες γεωπολιτικές αναταραχές

Με έναν πόλεμο να εξακολουθεί να διαδραματίζεται στην Ανατολική Ευρώπη, τις εντάσεις να φουντώνουν στον Ινδο-Ειρηνικό και μια πιθανή εμπλοκή του Ιράν στον πόλεμο μεταξύ Ισραήλ και Χαμάς να μην έχει ακόμη αποκλειστεί, είναι αξιοπερίεργο ότι οι χρηματοοικονομικοί κύκλοι αναλώνονται μόνο στους προβληματισμούς γύρω από τον πληθωρισμό και τη νομισματική πολιτική.

Σε έρευνα της KPMG, οι διευθύνοντες σύμβουλοι κατέταξαν τη γεωπολιτική και πολιτική αβεβαιότητα ως τον νούμερο 1 κίνδυνο για την οικονομική ανάπτυξη τα επόμενα τρία χρόνια. Το 2022 οι δύο αυτοί κίνδυνοι ήταν στην έβδομη θέση.

Η εποχή της παγκοσμιοποίησης έχει δώσει τη θέση της σε μια εποχή που κυριαρχεί ο πολυπολικός ανταγωνισμός για ισχύ και επιρροή σε εμπόριο, τεχνολογία και εδάφη.

Τη νέα αυτή εποχή ο Γερμανός καγκελάριος Όλαφ Σολτς, την ονόμασε πρόσφατα «Zeitenwende», ήτοι τεκτονική μετατόπιση εποχής, στην οποία ο φασισμός, ο αυταρχισμός και ο ιμπεριαλισμός βρίσκονται σε νέα άνοδο και η παγκοσμιοποίηση υποχωρεί.

Αν και θεωρούμε λίγο υπερβολικές τις απόψεις όπως εκείνη του Jamie Dimon της JPMorgan Chase ότι διανύουμε την πιο επικίνδυνη εποχή που έχει δει ο κόσμος εδώ και δεκαετίες, εντούτοις θα συμφωνήσουμε με τον πρόεδρο της Παγκόσμιας Τράπεζας Ajay Banga ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια επικίνδυνη συγκυρία για την παγκόσμια οικονομία.

Η γεωπολιτική ανησυχεί ολοένα και περισσότερους ηγέτες επιχειρήσεων, χρηματοοικονομικών οργανισμών και κυβερνήσεων και κάνει πολλούς, όπως τον Larry Fink της BlackRock να βλέπουν έναν μέλλον με λιγότερη ελπίδα και πολύ περισσότερο φόβο.

Ο Mark Wiseman, πρόεδρος του συνταξιοδοτικού προγράμματος 115 δισεκατομμυρίων δολαρίων της Αλμπέρτα του Καναδά, σε πρόσφατη συνέντευξη του απέδωσε την παρούσα συγκυρία μέσα σε μια παράγραφο με τον πιο παραστατικό τρόπο: «Ο κόσμος αντιμετωπίζει ένα νέο μοντέλο με άδηλα αποτελέσματα. Δεν υπάρχουν μόνο συγκρούσεις στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή, αλλά και εμφύλιοι πόλεμοι, εξεγέρσεις και πραξικοπήματα σε δεκάδες χώρες στην Αφρική, την Ασία και τη Λατινική Αμερική, καθώς και αυξανόμενη συχνότητα και κόστος κλιματικών καταστροφών, μαζικών μεταναστεύσεων, διαφαινόμενη απειλή για περισσότερες πανδημίες. Προσθέστε τον επίμονο πληθωρισμό, τις τρομακτικές δυνατότητες της τεχνητής νοημοσύνης, την υποχώρηση της πίστης στη δυτική δημοκρατία και την πολιτική παράλυση στην Ουάσινγκτον, συν την πραγματική πιθανότητα πολέμου για τον έλεγχο της Ταϊβάν. Αυτό είναι μακράν το πιο δύσκολο και πολύπλοκο επενδυτικό περιβάλλον που έχω δει τα τελευταία 30 χρόνια – πολύ πιο περίπλοκο από την παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση».

Θα σκεφτείτε βέβαια ότι ο κόσμος μας έχει επιβιώσει από πολλές κρίσεις και καταστροφές στο παρελθόν, όπως εκείνες του Ψυχρού Πολέμου, της επιδημίας του AIDS, της ανόδου της ισλαμιστικής τρομοκρατίας, της χρηματοοικονομική κρίσης του 2008 και της πανδημίας της Covid-19. Αυτό που είναι τρομακτικό όμως σήμερα είναι ότι κατά κάποιον τρόπο έχουμε να αντιμετωπίσουμε μια εκδοχή όλων των παραπάνω κρίσεων ταυτόχρονα.

Αν και η στήλη θέλει να πιστεύει ότι η εξέλιξη του ανθρώπινου είδους δεν αναλώνεται μόνο στην τεχνολογική πρόοδο, εντούτοις αναγνωρίζουμε ότι οι γεωπολιτικές ισορροπίες έχουν αλλάξει, με αποτέλεσμα να αλλάξουν και τα οικονομικά δεδομένα.

Οι νέες γεωπολιτικές συμμαχίες άλλαξαν τις ροές κεφαλαίων με τις Άμεσες Ξένες Επενδύσεις να μετατοπίζονται πλέον από την Κίνα στις ASEAN και τη Λατινική Αμερική.

Την ίδια στιγμή οι εξαγωγές της Κίνας απομακρύνονται από τη Δύση και το Μεξικό κερδίζει μερίδιο στις εισαγωγές των ΗΠΑ.

Αν ανοίξει όμως κανείς το κάδρο μεταξύ των προσωρινών χαμένων και κερδισμένων θα δει ότι στο τέλος της ημέρας όλες αυτές οι ανακατατάξεις έχουν έναν κοινό παρονομαστή:Υψηλότερα κόστη για όλους.

Αυτός είναι ο λόγος που οι Κεντρικοί Τραπεζίτες εκτιμούν ότι οι κίνδυνοι πληθωρισμού είναι ανοδικοί και διακηρύσσουν ότι θα διατηρήσουν τα επιτόκια υψηλά για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.

Και κάπως έτσι περνάμε στον δεύτερο κίνδυνο για το 2024.

2. Η παραμονή των επιτοκίων σε υψηλά επίπεδα για όλο το πρώτο εξάμηνο του 2024

Η ανθεκτικότητα της οικονομίας των ΗΠΑ μπορεί να εξηγηθεί ουσιαστικά από δύο παράγοντες: την ταχύτερη από την αναμενόμενη ανάκαμψη των επιχειρηματικών επενδύσεων και την ισχυρή ιδιωτική κατανάλωση, που τροφοδοτείται από τα σταθερά οικονομικά των νοικοκυριών και μια ισχυρή αγορά εργασίας.

Και όλα αυτά χάρη στη δημοσιονομική ώθηση η οποία ήταν υψηλότερη από την αναμενόμενη.

Μεγάλο ρόλο έπαιξε επίσης ότι τόσο τα νοικοκυριά όσο και οι επιχειρήσεις τα προηγούμενα χρόνια αναχρηματοδοτούσαν στεγαστικά δάνεια και χρέη με εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια.

Ο κίνδυνος λοιπόν για το 2024 είναι ο εξής: Όταν ο Πάουελ και η Λαγκάρντ υποστηρίζουν ότι απαιτείται η παραμονή των επιτοκίων στα τρέχοντα υψηλά επίπεδα για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, πόσο μεγάλο εν τέλει θα είναι αυτό το διάστημα και πόσο θα πιέσει τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά με τις επόμενες αναχρηματοδοτήσεις;

Αν και η πορεία του πληθωρισμού είναι η μόνη που θα κρίνει το διάστημα που μας χωρίζει από τις πρώτες μειώσεις, ωστόσο η ΕΚΤ και η Fed μας έχουν δώσει ένα άτυπο χρονοδιάγραμμα: Ο Πάουελ τον Δεκέμβριο τόνισε ότι η αποστολή της επιστροφής του πληθωρισμού στον στόχο του 2% έχει «πολύ δρόμο μπροστά της», ενώ η Λαγκάρντ δήλωσε ξεκάθαρα σε συνέντευξη της στους FT ότι ο πληθωρισμός της Ευρωζώνης θα μειωθεί στον στόχο του 2%, αν τα επιτόκια διατηρηθούν στα τρέχοντα επίπεδα για «αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα» και αυτό «δεν είναι κάτι που σημαίνει ότι στα επόμενα δύο τρίμηνα θα δούμε μια αλλαγή. ...Το αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα πρέπει να είναι αρκετά μεγάλο».

Τουτέστιν, σύμφωνα με τις παραπάνω δηλώσεις όλο το πρώτο εξάμηνο του 2024 τα επιτόκια θα παραμείνουν άθικτα, άσχετα αν οι αγορές πιέζουν για ταχύτερη δράση, στοιχηματίζοντας ότι οι πρώτες μειώσεις επιτοκίων θα γίνουν από τον φετινό Μάρτιο.

Τελικά ποιον πρέπει να ακούσουμε, τις αγορές ή τους Κεντρικούς Τραπεζίτες;

Η γνώμη της στήλης είναι ότι η δημοσιοποίηση της πρόθεσης για παραμονή των επιτοκίων στα τρέχοντα επίπεδα για όλο το πρώτο 6μηνο του 2024 αποτελεί αυτή καθαυτή ένα εργαλείο πολιτικής.

Βλέπετε, αν οι αγορές πιστεύουν ότι τα χαμηλότερα επιτόκια θα έρθουν σύντομα, είναι πιθανό να ανεβάσουν τις τιμές των ομολόγων, μειώνοντας στην ουσία τα επιτόκια και χαλαρώνοντας τις νομισματικές συνθήκες. Εν ολίγοις, το στοίχημα των αγορών για μειώσεις επιτοκίων τον Μάρτιο υπομονεύει τις σημερινές αυστηρές χρηματοπιστωτικές συνθήκες και αυτό είναι κάτι που δεν θέλουν οι Κεντρικές Τράπεζες δεδομένης της αβεβαιότητας σχετικά με τις προοπτικές και την πορεία του πληθωρισμού.

Η αλήθεια όμως είναι ότι σύμφωνα με τους αναλυτές η απειλή του πληθωρισμού περνάει μάλλον πιο γρήγορα από ό,τι υποδεικνύουν οι Κεντρικές Τράπεζες.

Σχετικά με τις ΗΠΑ, ο δομικός πληθωρισμός έχει μειωθεί απότομα από την πανδημική του κορύφωση και αναμένεται να αρχίσει την τελική του κάθοδο το 2024. Είναι επίσης εξαιρετικά σημαντικό ότι η αύξηση των μισθών έχει υποχωρήσει στο μεγαλύτερο μέρος της προς τον διατηρήσιμο ρυθμό του 3,5%.

Πολύ φοβόμαστε όμως ότι ο δομικός πληθωρισμός των προσωπικών καταναλωτικών δαπανών -PCE- δύσκολα θα φτάσει το 2% μέχρι τον Δεκέμβριο του επόμενου έτους.

Αναμένουμε η πρόοδος στη μείωση του πληθωρισμού να συνεχιστεί, αλλά σε αυτόν τον κύκλο που αναδύεται τώρα, το σημείο προσγείωσης πιθανότατα να είναι υψηλότερο σε σύγκριση με το παρελθόν.

Πρώτον, η βιομηχανική πολιτική και η ενεργειακή μετάβαση θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε υψηλότερο επίπεδο τις τιμές των εμπορευμάτων.

Δεύτερον, η διαδικασία του «nearshoring» και οι παγκόσμιες προσαρμογές της εφοδιαστικής αλυσίδας μπορούν επίσης να περιορίσουν το τελικό ύψος της πτώσης των τιμών των αγαθών.

Τρίτον, οι προσδοκίες των καταναλωτών και των επενδυτών για τον πληθωρισμό θα μπορούσαν επίσης να ωθήσουν τον πληθωρισμό υψηλότερα.

Το πιο πιθανόν λοιπόν είναι ο πληθωρισμός να «σταθεί» λίγο πιο πάνω, πέριξ του 2,3-2,5% και η Fed να αποδεχθεί ένα ελαφρώς πιο αυξημένο επίπεδο ως στόχο.

Στην Ευρώπη επίσης παρά τη ρητορική της Λαγκάρντ θα υπάρξει πίεση να μειωθούν τα επιτόκια πέριξ της άνοιξης, καθώς οι κίνδυνοι είναι διαφορετικού τύπου.

Η Γηραιά Ήπειρος παρουσιάζει χαμηλές επιδόσεις σε σχέση με τις ΗΠΑ και ο πληθωρισμός παραμένει πιο επίμονος. Η υποαπόδοση είναι τόσο δομική όσο και κυκλική για τους εξής λόγους:

  • Το ενεργειακό σοκ έπληξε την Ευρώπη πολύ περισσότερο από τις ΗΠΑ.
  • Η Ευρώπη είναι πολύ περισσότερο εκτεθειμένη στην επιβράδυνση της Κίνας από ό,τι οι ΗΠΑ.
  • Το μέγεθος και η σύνθεση της δημοσιονομικής απάντησης στους κραδασμούς ήταν μικρότερο σε σχέση με το αντίστοιχο στις ΗΠΑ.

3. Περιορισμένες δυνατότητες δημοσιονομικής πολιτικής σε περίπτωση νέου μαύρου κύκνου

Η δημοσιονομική απάντηση και από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού τόσο στην πανδημία όσο και στο ενεργειακό σοκ λόγω της ρωσοουκρανικής σύγκρουσης φέρει ένα σημαντικό κόστος το οποίο μπορεί να το βρούμε φέτος μπροστά μας.

Μετά την πανδημία τα τεράστια πακέτα δημοσιονομικής στήριξης επιβάρυναν τους κρατικούς προϋπολογισμούς με αποτέλεσμα η αύξηση των επιτοκίων που ακολούθησε να απειλεί τη βιωσιμότητα του χρέους εν τη απουσία σημαντικής δημοσιονομικής εξυγίανσης.

Με τη δημοσιονομική εξυγίανση λοιπόν να έρχεται στην πρώτη γραμμή των προτεραιοτήτων, γίνεται κατανοητό ότι η φαρέτρα της δημοσιονομικής πολιτικής θα είναι αρκετά αποδυναμωμένη για να αντιμετωπίσει μια πιθανή επόμενη κρίση.

Οι αναλυτές της BofA φοβούνται ότι η δημοσιονομική πολιτική μπορεί να καταλήξει να εξαρτάται από την άσκηση της νομισματικής πολιτικής. Ως στήλη πιστεύουμε ότι ήδη έχουμε φτάσει σε αυτό το σημείο.

4. Εκλογές

Το επόμενο έτος, έχουμε εκλογές σε χώρες που αντιπροσωπεύουν το 63% του παγκόσμιου ΑΕΠ, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ, του Μεξικού, της Ινδίας και της Ταϊβάν. Με την πόλωση να αυξάνεται, πολλοί αναλυτές αναμένουν αύξηση της αβεβαιότητας και έλλειψη ορατότητας όσον αφορά το μελλοντικό πολιτικό τοπίο.

Η ιστορία όμως υποδεικνύει μια αντίθετη άποψη, τουλάχιστον για τις ΗΠΑ.

Παρά το γεγονός ότι η κοινή γνώμη φοβάται ότι ένα έτος εκλογών φέρνει αστάθεια στις κεφαλαιαγορές, εντούτοις η Wall έδωσε θετικές αποδόσεις στα 19 από τα τελευταία 23 εκλογικά έτη, ήτοι στο 83% των περιπτώσεων.

Σύμφωνα μάλιστα με τα στατιστικά, όταν ένας Δημοκρατικός ήταν στην εξουσία και ένας νέος Δημοκρατικός εξελέγη, η συνολική απόδοση για το έτος ήταν κατά μέσο όρο 11%, ενώ όταν ένας Δημοκρατικός ήταν στην εξουσία και ένας Ρεπουμπλικανός εξελέγη, η συνολική απόδοση για το έτος ήταν κατά μέσο όρο 12,9%.

5. Εξελίξεις που μπορεί να οδηγήσουν σε ασθενέστερα εταιρικά κέρδη

Η αλήθεια είναι ότι οποιαδήποτε οικονομική νωθρότητα σε ένα περιβάλλον υψηλών αποτιμήσεων όπως αυτό που διανύουμε θα μπορούσε να εκτροχιάσει την άνοδο.

Η αναλογία P/E για τον S&P 500 είναι 22x και ο προθεσμιακός λόγος P/E είναι 20X, σύμφωνα με τη Fidelity. Αυτό δεν είναι φθηνό και τοποθετεί το τρέχον ασφάλιστρο κινδύνου στο 3,9% , ένα επίπεδο που θα κάνει τους προσεκτικούς επενδυτές ακόμα πιο προσεκτικούς.

Αν δε συνυπολογίσουμε και την γεωπολιτική ένταση σε πολλά κομβικά σημεία του πλανήτη για το εμπόριο και τις εφοδιαστικές αλυσίδες, τότε αυτή η προσοχή θα υψωθεί στον «κύβο».

Βλέπετε, εάν οι εταιρείες διαπιστώσουν ότι οι πωλήσεις τους επιβραδύνονται και τα περιθώρια κέρδους συμπιέζονται, θα μπορούσαν να μειώσουν τις προβλέψεις για τα κέρδη, να μειώσουν τις επαναγορές μετοχών, να μειώσουν τα μερίσματά τους και να απολύσουν περισσότερους εργαζομένους.

6. Αναχρηματοδότηση αμερικανικού χρέους και όχι μόνο

Τους επόμενους 12 μήνες ωριμάζουν περί τα 8,3 τρις δολάρια ομολόγων του αμερικανικού δημόσιου χρέους. Πρόκειται για το μεγαλύτερο ποσό ωρίμανσης ιστορικά, το οποίο είναι διπλάσιο από αυτό που ωρίμαζε κάθε χρόνο μια τετραετία νωρίτερα.

Τώρα σκεφτείτε το εξής: Οι ΗΠΑ ξεκίνησαν το οικονομικό έτος τον Οκτώβριο με αύξηση 87% στο κόστος των τόκων σε σύγκριση με τον Οκτώβριο του 2022!

Πάμε στο έλλειμμα τώρα. Με βάση την πορεία του δημοσίου ελλείμματος, στους επόμενους μήνες θα προστεθούν άλλα 2 τρις δολάρια. Στα παραπάνω θα πρέπει να προσθέσουμε και άλλο 1 τρις δολάρια δαπάνες για τόκους.

Στο επόμενο 12μηνο λοιπόν το αμερικανικό Δημόσιο θα χρειαστεί να αντλήσει πάνω από 11 τρις δολάρια, πόσο που αντιπροσωπεύει πάνω από το 30% του αμερικανικού δημόσιου χρέους.

Επιπλέον, πρέπει να έχουμε πάντα στο νου μας ότι είναι μακρύς ο δρόμος προκειμένου ο ισολογισμός της Fed να επιστρέψει στα προ πανδημίας επίπεδα- πέριξ των 4 τρις δολαρίων- παρά το γεγονός ότι από τον Ιούνιο του 2022 τον έχει μειώσει πάνω από ένα τρις δολάρια, περιορίζοντάς τον στα 7,8 τρις δολάρια.

Σε μια περίοδο κατά την οποία αντί νομισματικής χαλάρωσης υπάρχει νομισματική σύσφιξη, τα κεφάλαια αυτά θα πρέπει να απορροφηθούν από τις αγορές. Το ερώτημα κλειδί λοιπόν είναι το εξής: Με τι επιτόκια θα εξασφαλισθεί αυτή η τεράστια αναχρηματοδότηση και κατά πόσον θα στεγνώσει από ρευστότητα το διεθνές σύστημα.

Οι ΗΠΑ δεν είναι οι μόνες με δύσκολους και δαπανηρούς στόχους αναχρηματοδότησης το 2024.

Η Ιταλία θα πρέπει να βρει αγοραστές για μια καθαρή προσφορά χρέους περίπου 135 δις ευρώ το 2024, περίπου 20 δις ευρώ περισσότερα από το 2023 σύμφωνα με τη Unicredit.

Εν τω μεταξύ 210 δις ευρώ ομολόγων λήγουν και χρειάζονται αναχρηματοδότηση.

Το χρέος που ωριμάζει, έχει αυτή τη στιγμή επιτόκιο κατά μέσο όρο πέριξ του 2%. Σήμερα, η μέση απόδοση του 10ετους ομολόγου φτάνει το 3,68%, κάτι που σημαίνει πως η αναχρηματοδότηση θα είναι πολύ πιο ακριβή.

Επιπλέον, το έλλειμμα του ιταλικού προϋπολογισμού για το 2023 έφτασε τα 100 δις ευρώ, ενώ η ιταλική κυβέρνηση πρόσφατα αναθεώρησε υψηλότερα την εκτίμησή της για το έλλειμμα στο 5,5% του ΑΕΠ. Το 2024 οι προβλέψεις για το ιταλικό έλλειμμα είναι στο 4,5%, πολύ υψηλότερα από το υποτιθέμενο όριο του 3% της Ευρωζώνης.

Όλα αυτά πιθανότατα να οδηγήσουν σε πιέσεις όσον αφορά την πιστοληπτική αξιολόγηση της Ιταλίας, η οποία σημειωτέον από την S&P είναι στο BBB, ήτοι δύο βαθμίδες πάνω από την απώλεια της επενδυτικής βαθμίδας...

Ωστόσο, εως το 2023 τα ιταλικά ομόλογα προσέλκυσαν ισχυρή ζήτηση, όχι μόνο χάρη στις ελκυστικές αποδόσεις αλλά και χάρη στο γεγονός ότι η Ρώμη διέψευσε τις προσδοκίες, ξεπερνώντας μια σειρά από δυνητικά επικίνδυνες αξιολογήσεις από τους οίκους αξιολόγησης.

Μάλιστα ενώ οι S&P Global, DBRS και Fitch άφησαν τη θέση της Ιταλίας αμετάβλητη, ο οίκος Moody’s, ο οποίος αξιολογεί την Ρώμη μόλις μία βαθμίδα πάνω από την κατηγορία junk, αναβάθμισε τις προοπτικές της τον Νοέμβριο σε σταθερές από αρνητικές.

Ήταν σαφώς μια καλή εξέλιξη με την επόμενη πρόκληση να καραδοκεί πέριξ του φετινού Ιουνίου, το χρονικό ορόσημο της έναρξης της σταδιακής κατάργησης των αγορών κρατικών ομολόγων από την ΕΚΤ και των νέων δημοσιονομικών κανόνων της ΕΕ.

Η ΕΚΤ από τις 30 Ιουνίου θα τερματίσει την πλήρη επανεπένδυση των τίτλων που αγοράζονται στο πλαίσιο του προγράμματος αγοράς τίτλων έκτακτης ανάγκης για την πανδημία –PEPP- κάτι που θα μπορούσε να έχει σημαντικές επιπτώσεις στην Ιταλία, τον κύριο δικαιούχο του προγράμματος.

Με το ιταλικό χρέος θα πρέπει να είμαστε επίσης ιδιαίτερα προσεκτικοί και τις κάτωθι περιόδους:

  • μετά τις 6-9 Ιουνίου, όπου θα λάβουν χώρα οι εκλογές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Αν αναδειχθούν κόμματα λιγότερο προσηλωμένα στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, τα δημοσιονομικά ασθενέστερα μέλη όπως η Ιταλία θα βρεθούν σε ιδιαίτερα ευάλωτη θέση,
  • μετά το καλοκαίρι, όπου η ιταλική κυβέρνηση ίσως χρειαστεί να κάνει κάποιες δύσκολες επιλογές για τον προϋπολογισμό του 2025.

Ο άλλος αδύναμος κρίκος του διεθνούς συστήματος είναι η Τουρκία. Ο πληθωρισμός κινείται πάνω από το 60% και η λίρα πηγαίνει από υποτίμηση σε υποτίμηση.

Όπως πολύ σωστά παρατηρεί το Bloomberg, αν στους επόμενους 12 μήνες οι ΗΠΑ στραγγίσουν το διεθνές σύστημα από τα διαθέσιμα δολάρια, η Τουρκία είναι σαφώς μια από τις χώρες που θα «στεγνώσουν» πρώτες.

Μεγάλα προβλήματα μπορούν να προκύψουν και για την Αίγυπτο, κυρίως λόγω της αύξησης των διεθνών τιμών των τροφίμων.

Η διαλογή λοιπόν μεταξύ των μετοχών είναι πολύ πιο σημαντική από άλλες χρονιές, καθώς η δυναμική της αγοράς δεν αποκλείεται να επιβραδυνθεί. Η γεωγραφική και κλαδική διασπορά με την αυστηρή πάντα προϋπόθεση της ποιότητας ισολογισμού είναι οι αυστηρές συνισταμένες που πρέπει να πληρούνται για όσους φέτος συμμετέχουν στην αγορά, ενώ την ίδια στιγμή οι επενδυτές θα πρέπει να είναι με «το δάκτυλο στην σκανδάλη» αν εντοπίσουν ότι ενεργοποιείται κάποιος εκ των παραπάνω κινδύνων.

Όσον αφορά τους λάτρεις των ομολόγων, η αλήθεια είναι ότι το 2024 έχει όλες τις προϋποθέσεις να εξελιχθεί στην χρυσή χρονιά τους, καθώς θα έχουν τη δυνατότητα να «κλειδώσουν» καλές αποδόσεις για αρκετά χρόνια. Η βασική απαίτηση της χρονιάς όμως αναφέρεται πρωτίστως στη φερεγγυότητα του εκδότη.

Τα ομόλογα επιστρέφουν δυναμικά στο χαρτοφυλάκιο

Φέτος πληρούνται οι τρεις σημαντικοί παράγοντες που θέλει να βλέπει ένας επενδυτής ομολόγων:η νομισματική πολιτική παραμένει σφιχτή, ο πληθωρισμός μειώνεται και η οικονομική ανάπτυξη επιβραδύνεται.

Ο συνδυασμός των υψηλών επιτοκίων, με έναν μέτριο αποπληθωρισμό και άνιση ανάπτυξη, θα φέρει πιθανόν μεταβλητότητα στην αγορά, αλλά οι υψηλότερες αποδόσεις θα είναι ένα εξαιρετικό «μαξιλάρι» για το 2024.

Βέβαια μια περίοδο μεγάλης αβεβαιότητας, με δύο πολέμους εν εξελίξει, αρκετά καυτά επόμενα μέτωπα και τεράστιους πολιτικούς κινδύνους γύρω από τις εκλογές στις ΗΠΑ και σε άλλες περιοχές, οι επενδυτές θα πρέπει και εδώ να είναι προνοητικοί.

Μια προσεκτική επιλογή του εκδότη και μια καλή διαφοροποίηση ως προς τη διάρκεια των ομολόγων είναι μια συνετή προσέγγιση, καθώς όταν οι αποδόσεις είναι υψηλές, καλό είναι να έχουμε στο χαρτοφυλάκιό ομόλογα πολύ υψηλής ποιότητας με κάποια διάρκεια.

Μέσα από αυτή την οπτική γωνία, στην περίπτωση των ομολογιακών αμοιβαίων κεφαλαίων είναι απαρραίτητος ο έλεγχος του εκάστοτε καλαθιού ομολόγων ώστε να είμαστε σίγουροι ότι οι εκδότες πληρούν βασικές προϋποθέσεις.

Όπως και να έχει, το 2024 πιστεύουμε ότι θα είναι η χρονιά κατά την οποία οι επενδυτές θα απολαύσουν μετά από πολύ καιρό τα κλασικά θεμέλια της παραδοσιακής κατανομής περιουσιακών στοιχείων, όπου το σταθερό εισόδημα παρέχει εισόδημα και διαφοροποίηση και η καμπύλη αποδόσεων γίνεται πιο φυσιολογική, πιθανότατα στο δεύτερο εξάμηνο του έτους.

Βασικό δόγμα λοιπόν για τη νέα χρονιά είναι ότι επανέρχεται ο βασικός ρόλος της κατοχής ομολόγων υψηλής ποιότητας και επενδυτικής ποιότητας σε ένα διαφοροποιημένο χαρτοφυλάκιο, που δεν είναι άλλος από την επίτευξη σταθερού και προβλέψιμου εισοδήματος.

Μια χρονιά σαν το 2024 είναι εξαιρετικά σημαντικό ότι θα μπορούμε να λάβουμε και να κλειδώσουμε για τα επόμενα χρόνια αξιόπιστα κουπόνια και πληρωμές κεφαλαίου με σχετικά μικρό πιστωτικό κίνδυνο.

Εξίσου σημαντικός για το νέο έτος είναι και ο δεύτερος ρόλος των ομολόγων, που είναι να κάνουν ένα χαρτοφυλάκιο λιγότερο ασταθές. Τα κρατικά ομόλογα μπορούν να έχουν καλύτερη απόδοση κατά τη διάρκεια περιόδων γεωπολιτικού κινδύνου, όπως διαφαίνεται ότι θα είναι το 2024.

Υπάρχει επίσης χώρος για βραχυπρόθεσμα ομόλογα, ειδικά δεδομένης της αβεβαιότητας για το 2024. Οι επενδυτές μπορούν να προετοιμαστούν για τις «εκπλήξεις» στις εξελίξεις της αγοράς μέσω ομολόγων μικρής διάρκειας. Για επενδυτές λοιπόν που είναι προσεκτικοί και έχουν έναν σύντομο χρονικό ορίζοντα επένδυσης, τα βραχυπρόθεσμα ομόλογα σίγουρα είναι ελκυστικά.

Ο ρόλος των μετρητών

Με απόδοση 4% και 5%, τα μετρητά δεν μπορούν να αγνοηθούν. Όμως δεν λαμβάνουμε μακροπρόθεσμες αποδόσεις σε μετρητά. Στην καλύτερη περίπτωση, πιθανότατα να συμβαδίσουμε μόνο με τον πληθωρισμό.

Αντίθετα, μια αυξημένη στάθμιση ενός χαρτοφυλακίου σε ομόλογα με τις σημερινές αποδόσεις και η μακροπρόθεσμη διατήρησή τους, μπορεί να προσφέρουν αξιόπιστο εισόδημα με αξιοπρεπή επιτόκια για πρώτη φορά εδώ και χρόνια

Επιπλέον, τα μετρητά λειτουργούν αρκετά καλά όταν οι Κεντρικές Τράπεζες πρέπει να αυξήσουν περισσότερο τα επιτόκια και όταν οι προσδοκίες για τον πληθωρισμό κινούνται υψηλότερα, όπως είδαμε τα τελευταία δύο χρόνια.

Σήμερα όμως, λίγοι εξακολουθούν να συζητούν αν η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ θα αυξήσει άλλη μια φορά τα επιτόκια. Η εστίαση έχει μετατοπιστεί ουσιαστικά στο πότε και κατά πόσο οι Κεντρικές Τράπεζες θα περικόψουν τα επιτόκια. Αυτό σημαίνει ότι τα μετρητά στο επόμενο στάδιο του κύκλου θα έχουν μεγαλύτερο κόστος.

Ως εκ τούτου, η στάθμιση τους έχει τη λογική της πισίνας ρευστότητας έκτακτης ανάγκης. Μια χρονιά δε αυξημένης μεταβλητότητας όπως αναμένεται να είναι η φετινή, η στάθμιση αυτή ενίοτε καλό είναι να είναι αυξημένη, προκειμένου να έχουμε τη δυνατότητα να εκμεταλλευτούμε τις διακυμάνσεις της αγοράς.

Χρυσός: Παραμένει ήρεμη δύναμη

Ο χρυσός πρόσφερε κέρδη πέριξ του 13% το 2023, ενώ μια χρονιά γεωπολιτικών προκλήσεων και αναμενόμενης μείωσης των επιτοκίων όπως το 2024, πολλοί αναλυτές τοποθετούν τον πήχη ακόμα υψηλότερα.

Η JP Morgan μάλιστα προβλέπει ένα ράλι για το πολύτιμο μέταλλο πέριξ των 2300 δολαρίων/ουγγιά εως το πρώτο εξάμηνο του 2024, υπό την προϋπόθεση της μείωσης των επιτοκίων, ενώ η UBS πιο συγκρατημένη βλέπει τον χρυσό στα 2150 δολάρια/ουγγιά στα τέλη του 2024.

Το Παγκόσμιο Συμβούλιο Χρυσού στο outlook του 2024 ήταν επίσης πολύ συγκεκριμένο: Μια πτώση 50 μονάδων βάσης στις αποδόσεις μεγαλύτερης διάρκειας μετά από περικοπές επιτοκίων κατά 75 εως 100 μονάδες, θα μπορούσε να μεταφραστεί σε κέρδος 4% για τον χρυσό.

Δεν είναι όμως μόνο οι αναμενόμενες μειώσεις επιτοκίων και οι γεωπολιτικές ανησυχίες που πριμοδοτούν το πολύτιμο μέταλλο. Οι Κεντρικές Τράπεζες συνεχίζουν να αγοράζουν φυσικό χρυσό με σταθερό ρυθμό, ενώ σύμφωνα με τη Saxo Bank έχει ανανεωθεί η ζήτηση και από επενδυτές ETFs.

Σύμφωνα με πρόσφατο άρθρο του Reuters, το διαπραγματεύσιμο αμοιβαίο κεφάλαιο SPDR Gold Shares, σημείωσε τον Νοέμβριο του 2023 καθαρές εισροές άνω του 1 δις δολαρίων.

Τέλος, αναμένεται μεγαλύτερη ζήτηση φέτος στην Κίνα για χρυσά κοσμήματα.

Στους κινδύνους είναι μια σοβαρή αναζωοπύρωση των πληθωριστικών πιέσεων, εξέλιξη που θα ανάγκαζε τις Κεντρικές Τράπεζες να παγώσουν τα σχέδια τους για μειώσεις επιτοκίων επ’αόριστον.

Μετοχές: Εν αρχή είναι η διαφοροποίηση

Φέτος μπορεί να είναι η χρονιά που τα ομόλογα ξαναπαίρνουν την δίκαιη στάθμιση τους στα χαρτοφυλάκια, αλλά κακά τα ψέματα, οι μετοχές παραμένουν οι δυνατοί μοχλοί της μακροπρόθεσμης ανατίμησης του κεφαλαίου μας.

Το 2023 στις αγορές των μετοχών ηγήθηκε ένας πολύ στενός όμιλος εταιρειών με βασικό επίκεντρο τις γνωστές «Magnificent 7».

Φέτος, πιστεύουμε ότι η βεντάλια θα πρέπει να διευρυνθεί κατόπιν σοβαρής μελέτης σε μετοχές της μικρής και μεσαίας κεφαλαιοποίησης που έχουν ελεύθερες ταμειακές ροές και περιθώρια κέρδους 20% ή και μεγαλύτερα. Σε σχέση με την αντίστοιχη ομάδα εταιρειών μεγάλης κεφαλαιοποίησης, πολλές αξιόλογες εταιρείες διαπραγματεύονται με discount 25%.

Και εδώ όμως η επιλογή φέτος δεν θα είναι εύκολη υπόθεση. Βλέπετε, ακόμα και οι εταιρείες που έχουν κάνει καλή δουλειά στη διαχείριση των ισολογισμών τους, φέτος είναι πιθανόν να αρχίσουν να αισθάνονται πίεση.

Λιγότερο από το 20% του εταιρικού χρέους λήγει τα επόμενα δύο χρόνια, πράγμα που σημαίνει ότι αρκετές από τις εταιρείες που μέχρι τώρα είχαν ωφεληθεί από τα χαμηλά επιτόκια, φέτος θα βρεθούν αντιμέτωπες με μεγαλύτερα χρηματοδοτικά κόστη.

Την ίδια στιγμή, οι καταναλωτές που βοηθήθηκαν από μια ισχυρή αγορά εργασίας και ένα μαξιλάρι αποταμίευσης 2 τρισεκατομμυρίων δολαρίων κατά την εποχή της πανδημίας, φέτος θα βρεθούν και αυτοί αντιμέτωποι με διαφορετικές συνθήκες, καθώς το μαξιλάρι αυτό έχει ως επί το πλείστον μειωθεί.

Ως εκ τούτου, αν και οι δαπάνες των νοικοκυριών ήταν εξαιρετικά ανθεκτικές το 2023, τη νέα χρονιά αναμένουμε μια ομαλοποίηση στο μοτίβο των καταναλωτικών δαπανών. Ειδικά λοιπόν οι μετοχές διακριτικής ευχέρειας καταναλωτών θα μπορούσαν να έχουν χαμηλότερη απόδοση το 2024, ακριβώς λόγω ότι η πίεση στους καταναλωτές θα αρχίσει να αυξάνεται σταδιακά.

Λαμβάνοντας υπόψιν τα παραπάνω και προκειμένου να ελαχιστοποιηθεί ο αντίκτυπος των παγκόσμιων συγκρούσεων, οι επενδυτές θα πρέπει να επιστρέψουν στις κλασικές αρχές της επένδυσης, αυξάνοντας τη διαφοροποίηση μεταξύ των κατηγοριών περιουσιακών στοιχείων - μετοχές, ομόλογα και μετρητά, χρυσός και κάποια εμπορεύματα- και για τους ειδικευμένους επενδυτές, εναλλακτικές επενδύσεις και ιδιωτικές αγορές.

Στο πλαίσιο της κατανομής μετοχών η διαφοροποίηση μεταξύ κλάδων και γεωγραφικών περιοχών έχει επίσης σημασία. Όπως υποστηρίζει και ο αγαπημένος μας Marci McGregor: «Το κλειδί είναι να είσαι πραγματικά πειθαρχημένος και διαφοροποιημένος, ενώ παρακολουθείς τους κινδύνους».

Στην αρχή της ανάλυσης αναφέραμε την οπτική μας γωνία για τη γεωγραφική διασπορά, ενώ στη συνέχεια αναλύσαμε τους κινδύνους για την πιθανή ανάδυση των οποίων οφείλουμε να είμαστε σε εγρήγορση.

Ας δούμε τώρα τους κλάδους που πιστεύουμε ότι θα μας εξασφαλίσουν θετικές αποδόσεις μετοχών, είτε έχουμε ήπια προσγείωση, είτε ύφεση και τους κλάδους που θα μας δώσουν ωραίες ευκαιρίες εισόδου ώστε να χτίσουμε ένα χαρτοφυλάκιο προσανατολισμένο στις εξελίξεις του μέλλοντος.

Στην πρώτη κατηγορία εντάσσονται η αμυντική βιομηχανία, η υγειονομική περίλθαψη, τα βασικά καταναλωτικά αγαθά και τα δομικά υλικά.

Στη δεύτερη κατηγορία εντάσσονται οι ημιαγωγοί, η ΑΙ-με επίκεντρο τη ρομποτική και την αυτοματοποίηση που βοηθούν την παραγωγικότητα σε εταιρείες που εξακολουθούν να δυσκολεύονται να βρουν εργαζομένους- το Cybersecurity, η φαρμακοβιοτεχνολογία και για τους ακόμα πιο μακροπρόθεσμους, ο κλάδος επεξεργασίας νερού.

Οι τιμές του πετρελαίου, είναι πιθανό να παραμείνουν εντός του εύρους διακύμανσης του 2023 εν μέσω συνεχιζόμενων παγκόσμιων συγκρούσεων, κάτι που θα βοηθήσει τις ενεργειακές εταιρείες οι οποίες έχουν δώσει και μια καλή διόρθωση εντός του 2023.

Αν και κατά τη διάρκεια της χρονιάς θα καλύψουμε διεξοδικά τους παραπάνω κλάδους και τις πιο ενδιαφέρουσες εταιρείες που τους εκπροσωπούν, σήμερα θα δώσουμε εν συντομία μια μικρή γεύση των προοπτικών τους.

Πριν όμως θα υπογραμμίσουμε μια νέα συνθήκη που είναι εν ισχύ: Από τις αρχές του 20ού αιώνα, ποτέ η παγκόσμια ισχύς δεν ήταν τόσο πολυδιασπασμένη.

Εκτός από τις ΗΠΑ, την Κίνα, την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη Ρωσία, η Βραζιλία, η Ινδία, η Βόρεια Κορέα, το Πακιστάν, η Τουρκία και τα κράτη του Κόλπου, όπως η Σαουδική Αραβία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και το Κατάρ, ασκούν όλοι τους ουσιαστικό έλεγχο σε κάποιο συνδυασμό στρατιωτικών, οικονομικών, διαδικτυακών, ενεργειακών και περιβαλλοντικά κρίσιμων πόρων.

Σύντομα, η τεχνητή νοημοσύνη και οι κβαντικοί υπολογιστές θα επαναπροσδιορίσουν αυτές τις ισορροπίες.

Την ίδια στιγμή, ενώ μεγάλο μέρος της εστίασης μέχρι σήμερα ήταν στο πώς μπορούν να επωφεληθούν οι εταιρείες με τα δικά τους μοντέλα ΑΙ -μόλις πριν λίγες εβδομάδες η Google ανακοίνωσε το δικό της μοντέλο τεχνητής νοημοσύνης, Gemini, για να ανταγωνιστεί το ChatGPT του Open AI- εταιρείες σε ένα ευρύ φάσμα βιομηχανιών κάνουν μεγάλες επενδύσεις AI, αλλάζοντας το μοντέλο λειτουργίας τους και τα περιθώρια κερδοφορίας τους. Η αναζήτηση αυτών των εταιρειών είναι ίσως η πιο μεγάλη πρόκληση του 2024 για την κοινότητα των διαχειριστών.

Αμυντική και αεροδιαστημική Βιομηχανία

Οι επίμονες γεωπολιτικές εντάσεις έχουν οδηγήσει σε υψηλότερες αμυντικές δαπάνες, όχι μόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά και στην Ταϊβάν, την Ιαπωνία και την Ευρώπη, με όλες τις αμυντικές δαπάνες να πλησιάζουν τώρα το 2% του ΑΕΠ.

Αυτό ωφελεί τις παγκόσμιες αμυντικές εταιρείες, αλλά και τους ηγέτες στον τομέα της κυβερνοασφάλειας, καθώς οι εταιρείες αεροδιαστημικής και αμυντικής βιομηχανίας θα πρέπει να αγκαλιάσουν τις νέες τεχνολογίες και την καινοτομία προκειμένου να αξιοποιήσουν τις ευκαιρίες ανάπτυξης.

Στον τομέα της αεροδιαστημικής, τα έσοδα από τις εγχώριες εμπορικές αερομεταφορές ξεπέρασαν τα προπανδημικά επίπεδα στις περισσότερες χώρες. Αυτή η αύξηση των αεροπορικών ταξιδιών οδήγησε σε αυξημένη ζήτηση για νέα αεροσκάφη και προϊόντα και υπηρεσίες aftermarket.

Στον αμυντικό τομέα, οι νέες γεωπολιτικές προκλήσεις, μαζί με την ιεράρχηση του εκσυγχρονισμού του στρατού, οδήγησαν σε ισχυρή ζήτηση το 2023 ιδιαίτερα για όπλα και δυνατότητες οπλικών συστημάτων επόμενης γενιάς.

Η ζήτηση για προϊόντα και υπηρεσίες A&D αναμένεται να συνεχιστεί το 2024. Από εμπορική πλευρά, τα ταξίδια είναι πιθανό να συνεχίσουν την ανοδική τους τροχιά. Στον τομέα της άμυνας, η ζήτηση για προϊόντα αναμένεται να συνεχίσει να αυξάνεται καθώς αυξάνεται η γεωπολιτική αστάθεια.

Η Rheinmetall είναι μια εκ των βασικότερων επιλογών στον κλάδο, που φέτος θα λέγαμε ότι έχει κυρίως ευρωπαϊκό προφίλ, ενώ δεν θα μπορούσε να λείπει και η Lockheed Martin η οποία έχει πλέον μεγάλο ρόλο και στο διαστημικό πρόγραμμα των ΗΠΑ.

Βέβαια όσον αφορά τις αμερικανικές μετοχές του κλάδου, ένας αστάθμητος παράγοντας που θέλει προσοχή καθότι μπορεί να οδηγήσει σε διακυμάνσεις-και άρα καλύτερα σημεία εισόδου- είναι τι θα κάνει τελικά το Κογκρέσο όσον αφορά τις έκτακτες δαπάνες των 106 δις δολαρίων πέραν του βασικού προϋπολογισμού για τις αμυντικές δαπάνες.

Κυβερνοασφάλεια

Οι εταιρικές δαπάνες για την ασφάλεια στον κυβερνοχώρο αναμένεται να αυξηθούν κατά 14% το επόμενο έτος στα 215 δις δολάρια. Το μέγεθος της αγοράς αυτής προβλέπεται να αυξηθεί στα 425 δις δολάρια το 2030, παρουσιάζοντας CAGR 13,8%.

Ο αυξανόμενος αριθμός πλατφόρμων ηλεκτρονικού εμπορίου και οι τεχνολογικές εξελίξεις όπως η ΑΙ, το Cloud και το Blockchain αυξάνουν κάθετα τις ανάγκες για λύσεις ασφαλείας σε έναν ολοένα και πιο συνδεδεμένο κόσμο.

Δείτε μόνο τις επενδύσεις που κάνουν πολλές κυβερνήσεις όπως εκείνες της Ινδίας, της Βραζιλίας, της Γερμανίας, της Γαλλίας, του Ισραήλ και άλλες, προκειμένου να εξασφαλίσουν την ασφάλεια του τεράστιου όγκου των εμπιστευτικών δεδομένων και πληροφοριών τους.

Συμφωνούμε δε με την Barclays που βλέπει την ασφάλεια στο Cloud και την ασφαλή πρόσβαση στην υπηρεσία Edge (SASE) ως κορυφαία επενδυτικά θέματα για το 2024.

Στον κυβερνοχώρο σήμερα εφαρμόζονται βασικές τεχνολογίες όπως η μηχανική εκμάθηση, το Διαδίκτυο των Πραγμάτων –ΙοΤ-, το Cloud και τα Big Data. Με την αυξανόμενη ανάπτυξη στην αγορά, οι λύσεις ΙοΤ κερδίζουν δημοτικότητα σε διάφορες εφαρμογές ασφάλειας πληροφοριών. Κατά συνέπεια η υιοθέτηση προηγμένων τεχνολογιών στην ασφάλεια του Διαδικτύου θεωρείται μια ταχέως αναδυόμενη τάση της αγοράς.

Τα ETFs Cibr και Hack με λίγη extra ενδυνάμωση στις Palo Alto και CrowdStrike δίνουν μια καλή έκθεση στον κλάδο. Δεδομένης δε της αυξημένης υιοθέτησης του Cloud Computing, οι παίκτες στην αγορά συμπεριλαμβανομένων των Cisco Systems, IBM Corporation και άλλων, επικεντρώνονται στην ανάπτυξη προηγμένων λύσεων ασφάλειας στον κυβερνοχώρο που βασίζονται στο Cloud Computing. (σ.σ: Αυτές οι υπηρεσίες έχουν σχεδιαστεί στην πλατφόρμα Analytics ως υπηρεσία AaaS, βοηθώντας τους χρήστες να εντοπίζουν και να μετριάζουν τις απειλές γρήγορα).

Ημιαγωγοί

Έσοδα της τάξης των 633 δισ. δολαρίων αναμένει το 2024 η παγκόσμια αγορά ημιαγωγών, η οποία αναμένεται να «τρέξει» το επόμενο έτος με ρυθμό ανάπτυξης 20,2%, αν και το 2023 προβλέπεται πως θα κλείσει με μείωση των εσόδων για την αγορά των μικροτσίπ.

Τα παγκόσμια έσοδα από ημιαγωγούς θα κινηθούν το 2023 στα επίπεδα των 526,5 δισ. δολαρίων, ήτοι μειωμένα κατά 12,0%, έναντι των 598 δις του 2022, ενώ για το 2024, η IDC τοποθετεί τον πήχη των εσόδων του τομέα στα 633 δισ. δολάρια από 626 δισ. που ήταν η προηγούμενη πρόβλεψή της. Αναμένει δε ότι τα αυξημένα επίπεδα αποθεμάτων σε βασικούς τομείς, όπως η αυτοκινητοβιομηχανία, αναμένεται να επανέλθουν σε κανονικά επίπεδα το δεύτερο εξάμηνο του 2024.

Η αγορά των ΗΠΑ αναμένεται ότι θα παραμείνει ανθεκτική από την άποψη της ζήτησης και η Κίνα θα αρχίσει να ανακάμπτει από το δεύτερο εξάμηνο του 2024.

Συνολικά, σύμφωνα με τους αναλυτές, η ηλεκτροκίνηση είναι αυτή που θα συνεχίσει να οδηγεί την αγορά των ημιαγωγών την επόμενη δεκαετία. Την ίδια στιγμή, η σταδιακή είσοδος της τεχνητής νοημοσύνης στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές και τα smartphones αναμένεται επίσης να συμβάλει στην περαιτέρω ενδυνάμωση του κλάδου.

Όπως εξηγούν οι αναλυτές, η επιτάχυνση της ζήτησης για διακομιστές τεχνητής νοημοσύνης και συσκευές τελικού σημείου με δυνατότητα ΑΙ, θα οδηγήσει σε άνοδο την αγορά ημιαγωγών για την περίοδο 2024-2026, τροφοδοτώντας έναν νέο κύκλο αναβάθμισης σε όλες τις επιχειρήσεις. Μάλιστα μέχρι το 2026, οι AI ready ημιαγωγοί θα αντιπροσωπεύουν σχεδόν 200 δις δολάρια της συνολικής αγοράς.

Oι αναγνώστες της στήλης έχουν ήδη εμπεδώσει τη σημασία των Nvidia και ASML για τον κλάδο, φέτος όμως θα επανέλθουμε και με πολλά ενδιαφέροντα μικρότερα ονόματα.

Υγειονομική περίλθαψη και φαρμακοβιοτεχνολογία

Φέτος θα ασχοληθούμε εκτενώς με τον κλάδο καθώς επίκεινται μεγάλες αλλαγές. Σε πολλές εταιρείες λήγουν τα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί για το εάν η ανάπτυξη νέων καινοτόμων προϊόντων αντισταθμίσει αυτές τις απώλειες.

Αν και βλέπουμε πολλούς ενδιαφέροντες τομείς καινοτομίας, ιδιαίτερα σε υποκλάδους όπως η ογκολογία και η ανοσολογία, που παραδοσιακά έχουν ισχυρή τιμολογιακή ισχύ, εντούτοις και εδώ χρειάζεται αυξημένη ενημέρωση, καθότι τα πρώτα χρόνια κυκλοφορίας πολλών καινοτόμων φαρμάκων μπορεί να αναδείξουν κρίσιμες παρενέργειες.

Την ίδια στιγμή, η φετινή χρονιά και οι δύο επόμενες θα είναι κρίσιμες για τον κλάδο της φαρμακοβιοτεχνολογίας, καθώς χάρη στην ανάπτυξη της ΑΙ το ερευνητικό στάδιο και η επεξεργασία των αποτελεσμάτων των κλινικών δοκιμών θα προχωρούν πλέον πολύ γρήγορα και αναλόγως των αποτελεσμάτων θα έχουμε εκτοξεύσεις αλλά και... βυθίσεις.

Αν και λοιπόν το καλάθι στον κλάδο φέτος θα έχει πολλές ανακατατάξεις, η Merck & Co η Εli Lilly & Co, η Cardinal Health, η Edward Lifesciences, η Boston Scientific και η UnitedHealth Group παραμένουν μερικές εκ των βασικών συντελεστών του.

Βασικά καταναλωτικά αγαθά

Οι εταιρείες βασικών καταναλωτικών προϊόντων είχαν ένα δύσκολο σχετικά 2023, καθώς οι τζίροι τους επιβραδύνθηκαν και οι επενδυτές έστρεψαν την εστίασή τους σε εταιρείες τεχνολογίας μεγάλης κεφαλαιοποίησης.

Ο πληθωρισμός πίεσε αυτές τις εταιρείες τα τελευταία 2 χρόνια, με ορισμένα επώνυμα ονόματα να χάνουν μερίδιο αγοράς, καθώς οι καταναλωτές κατευθύνθηκαν στις ιδιωτικές ετικέτες (private labels).

Σε μια προσπάθεια να αυξηθεί ο όγκος των πωλήσεων και να προστατευθεί το μερίδιο αγοράς, ορισμένες εταιρείες επιβράδυναν τις αυξήσεις των τιμών τους το 2023 και πρόσφεραν περισσότερες εκπτώσεις. Ωστόσο, αυτό οδήγησε σε επιβράδυνση της αύξησης των εσόδων του κλάδου. Μια επιβράδυνση που επιβάρυνε τις μετοχές, ακόμη και όσες εμφάνισαν κέρδη καλύτερα από τα αναμενόμενα.

Τα συσκευασμένα τρόφιμα και τα κρέατα ήταν από τους υποτομείς που επλήγησαν περισσότερο, λόγω της παρουσίας εναλλακτικών προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας σε χαμηλότερες τιμές. Αντίθετα, οι εταιρείες οικιακών προϊόντων είδαν σημαντικά υψηλότερα μικτά περιθώρια κέρδους, λόγω σημαντικά χαμηλότερου κόστους εισροών και ναύλων.

Ένα άλλο πρόβλημα για το κλάδο το 2023 ήταν ότι τα υψηλότερα επιτόκια παρέσυραν πολλούς επενδυτές προς το σταθερό εισόδημα, απομακρύνοντας τους από τις μετοχές που πληρώνουν μερίσματα.

Ωστόσο, οι αποτιμήσεις του κλάδου έχουν πέσει σε χαμηλά επίπεδα σε σχέση με την ευρύτερη αγορά αλλά και την ιστορία του κλάδου, ενώ την ίδια στιγμή είναι πολύ πιθανόν πολλές εταιρείες να παρουσιάσουν βελτιωμένα περιθώρια κέρδους το 2024.

Άλλωστε πρόκειται για έναν «αμυντικό» τομέα επειδή ακριβώς οι καταναλωτές συνεχίζουν να χρειάζονται καθημερινά προϊόντα ακόμα και όταν οι οικονομικές προοπτικές παραμένουν αβέβαιες, ενώ την ίδια στιγμή ο κλάδος περιλαμβάνει πολλές ώριμες εταιρείες που πληρώνουν μερίσματα. Οποιαδήποτε μείωση των επιτοκίων λοιπόν θα μπορούσε να ενισχύσει περαιτέρω την ελκυστικότητα τους.

Το ζητούμενο λοιπόν για το 2024 είναι να βελτιωθούν οι όγκοι πωλήσεων και οι καταναλωτές να επιστρέψουν σε περισσότερα επώνυμα προϊόντα.

Εάν αυξηθούν οι όγκοι, οι εταιρείες βασικών καταναλωτικών προϊόντων πιθανότατα θα αισθανθούν λιγότερη πίεση να χαλαρώσουν τις τιμές, κάτι που με τη σειρά του θα βοηθήσει τα περιθώρια κέρδους.

Οι εταιρείες οικιακών προϊόντων, οι λιανοπωλήτες και οι εταιρείες με ισχυρή τιμολογιακή ισχύ θα μπορούσαν να βρίσκονται στην καλύτερη θέση για το 2024, ενώ οι εταιρείες που αύξησαν τις δαπάνες προώθησης και διαφήμισης το 2023, ενδέχεται να έχουν έναν πρόσθετο ουράνιο άνεμο.

Μεταξύ των καλύτερων θέσεων για το 2024 λόγω της σταθερής τιμολόγησης, των θετικών τάσεων στους όγκους πωλήσεων και της ευελιξίας των κερδών, αναμένεται να βρεθεί η Procter & Gamble , η οποία χρησιμοποίησε τα ισχυρά κέρδη του δεύτερου και τρίτου τριμήνου του 2023 για να ενισχύσει τη διαφήμιση, γεγονός που σημαίνει ότι στο μέλλον έχει ευελιξία να μειώσει τις δαπάνες διαφημίσεων, εάν χρειαστεί, για να επιτύχει τους μελλοντικούς στόχους κέρδους.

Η Walmart αποτελεί μια κλασική επιλογή, ενώ βλέπουμε με ενδιαφέρον την πτώση της Kenvue, ειδικά αν αυτή συνεχιστεί κατά το πρώτο τρίμηνο του 2024. Πρόκειται για μια αμερικανική εταιρεία υγείας των καταναλωτών που οι περισσότεροι θα τη θυμούνται ως τμήμα Consumer Healthcare της Johnson & Johnson. Η Kenvue είναι ο ιδιοκτήτης γνωστών εμπορικών σημάτων όπως Aveeno, Band-Aid, Benadryl, Zyrtec, Johnson's ®, Listerine, Mylanta, Neutrogena, Tylenol, Visine κ.α.

Οι επώνυμοι κατασκευαστές αναψυκτικών όπως η Coca-Cola η PepsiCo ή η Keurig Dr Pepper μπορεί να έχουν τη δυνατότητα επίσης να διατηρήσουν ή να αυξήσουν τις τιμές, επειδή αντιμετωπίζουν μικρό ανταγωνισμό από εναλλακτικές λύσεις ιδιωτικής ετικέτας.

Δίνουμε όμως σαφώς μικρότερη στάθμιση στους δύο πρώτους- η Keurig Dr Pepper είναι ένας αμερικανικός όμιλος παραγωγών ποτών και καφέ- καθώς ένας κίνδυνος τόσο για το 2024 όσο και πιο μακροπρόθεσμα που ανέδειξε πρόσφατα η Fidelity, είναι ο πιθανός αντίκτυπος των νέων φαρμάκων για την απώλεια βάρους.

Πόσοι άνθρωποι θα πάρουν αυτά τα φάρμακα και ποια θα είναι η επίδρασή τους στις πωλήσεις δεν είναι ακόμη γνωστό. Οι εταιρείες συσκευασμένων τροφίμων και αναψυκτικών ενδέχεται να διατρέχουν τον μεγαλύτερο κίνδυνο.

Κλάδος δομικών υλικών

Οι δαπάνες για κατασκευές στις ΗΠΑ έχουν αυξηθεί άνω του 50% την τελευταία πενταετία. Η τάση αυτή αναμένεται να συνεχιστεί, με την υποτονική κατασκευή κατοικιών στις ΗΠΑ να αντισταθμίζεται από την άνθηση των δημόσιων υποδομών και των μη οικιστικών κατασκευών.

Όμως η αποκατάσταση των υποδομών των ΗΠΑ και η επαναφορά εντός των συνόρων της μεταποίησης της χώρας απαιτεί τεράστια ποσότητα πετρωμάτων.

Οι προμηθευτές λοιπόν τσιμέντου που φτιάχνεται από ασβεστόλιθο και κοκκωδών αδρανών υλικών όπως είναι η άμμος, το χαλίκι και η θρυμματισμένη πέτρα αναμένεται να έχουν πολύ μεγάλα οφέλη από τις επενδύσεις ύψους 2 τρις δολαρίων του πακέτου του Προέδρου Τζο Μπάιντεν.

Προμηθευτές τσιμέντου και αδρανών υλικών με έδρα τις ΗΠΑ όπως η Martin Marietta Materials, η Vulcan Materials ή η Summit Materials λογικά θα έχουν ένα καλό ανάχωμα ακόμα και σε μια ύφεση λόγω του πακέτου για τις δημόσιες υποδομές, ενώ ας μην ξεχνάμε ότι οι εταιρείες αυτές έχουν μια εκπληκτική τιμολογιακή ισχύ που οφείλεται στο γεγονός ότι τα υλικά τους συχνά αντιπροσωπεύουν μόνον ένα μικρό μέρος του συνολικού κόστους μιας κατασκευής, κάτι που διευκολύνει την προσαρμογή των τιμών χωρίς ιδιαίτερες αντιρρήσεις από τους εργολάβους.

Επιπλέον, δεδομένου ότι τα αδρανή παράγονται συνήθως κοντά σε εργοτάξια, επειδή το βάρος τους καθιστά τη μεταφορά μεγάλων αποστάσεων αντιοικονομική, οι εργολάβοι συχνά δεν έχουν πολλές εναλλακτικές επιλογές. Αν προσθέσουμε και το γεγονός ότι υπάρχουν λίγα υποκατάστατα για τα εν λόγω υλικά, κατανοούμε το εύρος της τιμολογιακής ισχύος του κλάδου.

Ήδη οι τιμές των βασικών δομικών υλικών για τις κατασκευές έχουν σημειώσει αύξηση 30% από το 2020.

Μόνο το τρίτο τρίμηνο του 2023, οι τιμές των αδρανών υλικών και του τσιμέντου της Martin Marietta ανέβηκαν κατά 20% σε σύγκριση με την ίδια περίοδο πριν από έναν χρόνο, εξασφαλίζοντας στην εταιρεία μια εντυπωσιακή λειτουργική απόδοση της τάξης του 28% επί των πωλήσεων. Πρόκειται για επίδοση πολύ υψηλότερη απ' ό,τι πριν από την πανδημία.

Ο κλάδος έχει και εξαιρετικούς Ευρωπαίους εκπροσώπους, των οποίων μάλιστα η κεφαλαιοποίηση υπολείπεται σημαντικά της αντίστοιχης των ανταγωνιστών τους από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού.

Βλέπετε, η αγορά υποτιμά προς το παρόν το γεγονός ότι το 80% της παραγωγικής δυνατότητας στο πεδίο του τσιμέντου των ΗΠΑ είναι ξένης ιδιοκτησίας.

Η CRH, η Holcim και η Heidelberg Materials αποτελούν μερικά παραδείγματα με την πρώτη να αποτελεί μάλιστα τη μεγαλύτερη εταιρεία δομικών υλικών στη Βόρεια Αμερική, με πωλήσεις 19 δις δολαρίων στις ΗΠΑ πέρυσι, ήτοι το 58% του συνόλου του τζίρου της.

Επιπλέον, μια πιθανή μελλοντική συμπερίληψη στους χρηματιστηριακούς δείκτες των ΗΠΑ όπως ο S&P 500, μπορεί να βοηθήσει στην ευθυγράμμιση της αποτίμησης της με τους Αμερικανούς ανταγωνιστές της.

Ως εκ τούτου, η CRH με έδρα το Δουβλίνο έχει περιθώρια βελτίωσης της κεφαλαιοποίησης της που ανέρχεται σήμερα πέριξ των 48 δις δολαρίων. H μετοχή της διαπραγματεύεται 17 φορές τα εκτιμώμενα κέρδη της εταιρείας.

Η Holcim με έδρα την Ελβετία και η γερμανική Heidelberg Materials έχουν επίσης σημαντικό αποτύπωμα στις ΗΠΑ με την πρώτη να προσεγγίζει το 40% των εσόδων της στη Βόρεια Αμερική, ενώ για τη Heidelberg, η αναλογία αυτή προσεγγίζει το 25%.

Τέλος, οι Ευρωπαίοι εκπρόσωποι του κλάδου εμφανίζουν τρια πλεονεκτήματα έναντι των Αμερικανών ανταγωνιστών τους.

Πρώτον, πρόκειται για εταιρείες πιο «πράσινες» από τις αντίστοιχες αμερικανικές, κάτι ιδιαίτερα σημαντικό δεδομένου ότι το τσιμέντο είναι μια σημαντική πηγή εκπομπών ρύπων. Επομένως το σκυρόδεμα χαμηλότερης περιεκτικότητας σε άνθρακα είναι ένα από τα ζητούμενα.

Δεύτερον, δεν προσφέρουν απλά βασικά πετρώματα, αλλά και ολοκληρωμένες λύσεις. Για παράδειγμα η CRH κατασκευάζει δρόμους, ενώ η Holcim έχει κατασκευάζει στέγες.

Τρίτον, δίνουν προτεραιότητα στην υψηλή τιμολόγηση αντί για τους υψηλότερους όγκους πωλήσεων με αποτέλεσμα τα κέρδη τους να έχουν παραμείνει σταθερά, παρά τη μείωση της ευρωπαϊκής κατασκευαστικής δραστηριότητας.

Το 2024 επιμένουμε ελληνικά

Δεν θα μπορούσαμε παρά να κλείσουμε το outlook του 2024 με μια από τις πιο υποσχόμενες αγορές. Το ελληνικό χρηματιστήριο το 2023 πήρε το χάλκινο μετάλλιο στον παγκόσμιο χάρτη των αποδόσεων. Το 2024 αναμένουμε να παραμείνει στην χρυσή τριάδα.

Οι περιορισμένες ανάγκες δημόσιας χρηματοδότησης και ένα ανταγωνιστικό πλαίσιο ανάπτυξης μας οδηγούν στο να αναμένουμε ότι η χώρα θα συνεχίσει να έχει καλύτερες επιδόσεις από την Ευρωζώνη και το επόμενο έτος.

Η οικονομία προβλέπεται να επεκταθεί κατά 2,2% έως 2,3% το 2023 και το 2024, προτού να συνεχίσει με αναμενόμενο ρυθμό ανάπτυξης 2,4% το 2025.(σ.σ: η ανάπτυξη σε επίπεδο Ευρωζώνης το 2023 αναμένεται πέριξ του 0,4%).

Ακόμα και για τους πιο απαισιόδοξους όπως για παράδειγμα η Deutsche Bank, για το 2024 ο ρυθμός ανόδου του ΑΕΠ της Ελλάδας θα περιοριστεί σε 1,2% έναντι όμως 0,2% για την Ευρωζώνη, ενώ η χώρα μας εκτιμάται ότι θα επιδείξει τον υψηλότερο ρυθμό από όλες τις χώρες της περιοχής και για το 2025, με την ελληνική ανάπτυξη να ανέρχεται σε 2% έναντι 1,5% της Ευρωζώνης.

Σύμφωνα με τη διάμεσο των αναλυτών, το δημοσιονομικό έλλειμμα του προϋπολογισμού αναμένεται να μειωθεί από 2,2% του ΑΕΠ το 2023 σε 1,2 % το 2024 και 1% το 2025. Επιπλέον, υπάρχει πρόβλεψη για μείωση του δείκτη χρέους προς ΑΕΠ από 160,5% σε 153%, 147,9%, αντίστοιχα.

Ο πληθωρισμός αναμένεται σε 4,3% το 2023 έναντι 5,5% για την ΕΕ, ενώ για το 2024 αναμένεται να κινηθεί πτωτικά σε 2,4% έναντι 2,2% για την ΕΕ και το 2025 στο 2% έναντι 2,3%.

Οι επενδύσεις αναμένεται να διαδραματίσουν κρίσιμο ρόλο στην προώθηση της ανάπτυξης το 2024 και το 2025, σε μεγάλο βαθμό λόγω της αυξημένης εισροής Ξένων Άμεσων Επενδύσεων και των κεφαλαίων ανάκαμψης από την ΕΕ.

Αυτό θα βοηθήσει στην αντιστάθμιση των επιπτώσεων της σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής και της αύξησης των δαπανών δανεισμού.

Δεν θα ήταν λοιπόν υπερβολικό να υποστηρίξουμε ότι για όσο χρονικό διάστημα η οικονομία υπεραποδίδει των οικονομιών της Ευρωζώνης, τα ελληνικά περιουσιακά στοιχεία είναι λογικό να «κινούνται» και αυτά με υπεραπόδοση.

Ας μην ξεχνάμε ότι σε αντίθεση με τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, η Ελλάδα βρίσκεται σε μια μοναδική θέση, καθώς μπορεί να βασίζεται σε στήριξη από το Ταμείο Ανάκαμψης, η οποία είναι περίπου 1,5% του ΑΕΠ υψηλότερη από ό,τι στην υπόλοιπη Νότια Ευρώπη.

Με μέσο κόστος χρέους κάτω από τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά επίπεδα και ενώ τα ελληνικά κρατικά ομόλογα θα επανέλθουν στους διεθνείς δείκτες αναφοράς χρέους από τον Ιανουάριο του 2024, η χώρα μας έχει την ευκαιρία να καλύψει το χάσμα κεφαλαιουχικών δαπανών σε σχέση με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, διατηρώντας παράλληλα μια σταθερή πορεία προς τη μείωση του χρέους.

Θα κλείσουμε το φετινό outlook με την παρότρυνση να παραμείνετε αφοσιωμένοι στους μακροπρόθεσμους οικονομικούς σας στόχους και να μην ξεχνάτε πώς η δύναμη των αγορών μπορεί να σας βοηθήσει να γίνουν πραγματικότητα. Αρκεί να τις προσεγγίζετε με σύνεση, μελέτη και μεθοδικότητα, χωρίς αισθήματα απληστίας ή ανυπομονησίας.

Καλή χρονιά να έχουμε!

Aποποίηση Ευθύνης

Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, καμία διασφάλιση δε δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.