Η περίπτωση της Arm Holdings (ARM NASDAQ) είναι μία από τις πιο χαρακτηριστικές της αδυναμίας των ευρωπαϊκών χρηματιστηρίων να προσελκύσουν μεγάλες επιχειρήσεις και να τις πείσουν να εισαγάγουν τις μετοχές τους σε αυτά. Παρά το γεγονός πως η εταιρεία ιδρύθηκε και εδρεύει στο Ηνωμένο Βασίλειο, η διοίκησή της προτίμησε το αμερικανικό χρηματιστήριο Nasdaq όταν πέρυσι το φθινόπωρο αποφάσισε να προχωρήσει σε αρχική δημόσια εγγραφή για την εισαγωγή της σε μία χρηματιστηριακή αγορά.
Ο λόγος για τον οποίον η Arm επέλεξε το Nasdaq και όχι αυτό που θα θεωρείτο η πρώτη επιλογή, δηλαδή το χρηματιστήριο του Λονδίνου, ήταν πολύ απλός. Η διοίκηση της επιχείρησης, όπως και η ιαπωνική Softbank που κατέχει την πλειοψηφία των μετοχών της, έκριναν πως στο Nasdaq η χρηματιστηριακή αξία της εταιρείας θα ήταν μεγαλύτερη από αυτή που θα μπορούσε να πετύχει στο Λονδίνο.
Παρά τη μεγάλη προσπάθεια του λονδρέζικου χρηματιστηρίου και την παρέμβαση του πρωθυπουργού Ρίσι Σούνακ, η απόφαση δεν άλλαξε. Κάτι αντίστοιχο έγινε λίγο αργότερα όταν η γερμανική εταιρεία Birkenstock (BIRK NYSE), γνωστή από τα πολύ δημοφιλή σανδάλια της, αποφάσισε και αυτή να εισαχθεί σε ένα χρηματιστήριο. Αντί να διαλέξει αυτό της Φρανκφούρτης ή το παρισινό λόγω της σχέσης της με τον Γάλλο μεγιστάνα των ειδών πολυτελείας Μπερνάρ Αρνό, διάλεξε το χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης, το NYSE. Και εδώ, η απόφαση είχε σχέση με το ότι στα αμερικανικά χρηματιστήρια ήταν πιο πιθανό να πετύχει υψηλότερη αποτίμηση.
Αυτό δεν είναι φυσικά τυχαίο και έχει άμεση σχέση με το γεγονός πως η ρευστότητα στα αμερικανικά χρηματιστήρια είναι πολύ πιο μεγάλη από αυτή των ευρωπαϊκών, όπως βέβαια και η χρηματιστηριακή αξία των εταιρειών που είναι εισηγμένες σε αυτά.
Όπως διαβάζουμε σε άρθρο της Lisa Jucca που δημοσιεύθηκε στις 12 Φεβρουαρίου στο Breakingviews του Reuters, η συνολική χρηματιστηριακή αξία των εισηγμένων εταιρειών στα χρηματιστήρια των ΗΠΑ ήταν περίπου 49 τρισ. δολάρια στο τέλος του 2023 και αντιπροσώπευε το 45% περίπου του συνόλου των χρηματιστηριακών αξιών των εταιρειών σε όλο τον κόσμο. Η αντίστοιχη αξία στα χρηματιστήρια της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν 12 τρισ.
Ακόμα και αν προσθέσουμε και την αντίστοιχη αξία για το Ηνωμένο Βασίλειο, φθάνουμε στα 15,2 τρισ. δολάρια, δηλαδή στο 13,9% του παγκοσμίου συνόλου, το οποίο σύμφωνα με τα στοιχεία της SIFMA Research ήταν 109 τρισ. δολάρια στο τέλος του 2023 (η SIFMA είναι η επαγγελματική ένωση των επαγγελματιών και των επιχειρήσεων που ασχολούνται με τις παγκόσμιες αγορές κεφαλαίου και είναι μέλος της παγκόσμιας GFMA).
Σύμφωνα με την Jucca, η απροθυμία των ευρωπαϊκών και παγκόσμιων επιχειρήσεων να εισαχθούν σε ευρωπαϊκά χρηματιστήρια δεν είναι το μοναδικό πρόβλημα για τις αγορές της ηπείρου μας. Σοβαρό είναι και το πρόβλημα της εξόδου πολλών αξιόλογων επιχειρήσεων σαν συνέπεια της εξαγοράς τους από άλλες όπως και αυτό της απόφασης κάποιων άλλων οι οποίες διαπραγματεύονται παράλληλα και στις ΗΠΑ να εγκαταλείψουν χρηματιστηριακά την Ευρώπη.
Η τωρινή κατάσταση είναι πολύ ανησυχητική γιατί στην ουσία πρόκειται για έναν σταδιακό μαρασμό, με πολλές εταιρείες να φεύγουν, πολύ λιγότερες να έρχονται και ακόμα λιγότερες να βάζουν σαν στόχο τους τη μελλοντική είσοδο σε κάποια από τα χρηματιστήρια της Ευρώπης.
Κατά την άποψη της Jucca, η μοναδική διαθέσιμη λύση αυτή τη στιγμή είναι η δημιουργία πολύ πιο ισχυρών χρηματιστηρίων μέσα από την ένωση των υπαρχόντων.
Όπως επισημαίνει η αρθρογράφος, μνημονεύοντας και πρόσφατες σχετικές αναφορές της προέδρου της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ, παρά το πολύ μικρότερο μέγεθος της ευρωπαϊκής αγοράς σε σχέση με αυτές των ΗΠΑ, στην Ευρωπαϊκή Ένωση υπάρχει τριπλάσιος αριθμός επιχειρήσεων που λειτουργούν χρηματιστήρια και εικοσαπλάσιος αριθμός επιχειρήσεων που ασχολούνται με την εκκαθάριση των συναλλαγών και παρεμφερείς δραστηριότητες.
Η πιο λογική λύση κατά την Lisa Jucca είναι η ένωση των δύο πιο μεγάλων χρηματιστηριακών οργανισμών στην Ε.Ε., δηλαδή του Euronext (ENX PARIS) και του Deutsche Boerse (DB1 XETRA). Η ένωση τους θα δημιουργούσε έναν χρηματιστηριακό οργανισμό με εισηγμένες εταιρείες συνολικής χρηματιστηριακής αξίας 10 τρισ. δολαρίων, ο οποίος θα μπορούσε να σταθεί με πολύ μεγαλύτερες αξιώσεις απέναντι στους υπερατλαντικούς ανταγωνιστές του. Η ίδια όμως μας θυμίζει πως το 2012 είχε γίνει μία παρόμοια προσπάθεια η οποία σταμάτησε λόγω των αντιρρήσεων των αντιμονοπωλιακών αρχών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είναι μάλλον προφανές πως αν η ηγεσία της ΕΕ θέλει ένα ανταγωνιστικό χρηματιστηριακό περιβάλλον θα πρέπει να αλλάξει κάπως και το ρυθμιστικό περιβάλλον, και μάλιστα γρήγορα.
Είναι όμως αυτό κάτι εύκολο; Διαβάζοντας ένα άρθρο του Bloomberg από την 25η του μηνός προσγειωνόμαστε απότομα στην ευρωπαϊκή πραγματικότητα. Ο τίτλος του άρθρου μας λέει πως «τα μέλη της ένωσης συγκρούονται γύρω από τις προσπάθειες για την κεντρική άσκηση της εποπτείας των αγορών». Όπως επισημαίνει στη συνέχεια ο αρθρογράφος Jorge Valero, η ενοποίηση της εποπτείας των εθνικών κεφαλαιαγορών είναι ένα πολύ σημαντικό βήμα προς την επίτευξη του σκοπού της δημιουργίας μίας ενιαίας κεφαλαιαγοράς μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Όπως δήλωσε πολύ χαρακτηριστικά ο πρόεδρος του Eurogroup Pacschal Donohoe, οι απόψεις γύρω από το θέμα είναι πολλές και πολύ ισχυρές. Ο ίδιος πρόσθεσε πως πρέπει να γίνει πολλή δουλειά προκειμένου να καταλήξουμε σε μία δήλωση που να στηρίζεται από όλα τα κράτη. Κατά την άποψή του όμως, αυτό τελικά θα γίνει μέχρι το τέλος του Μαρτίου. Όπως φαίνεται, υπάρχουν σοβαρές διαφωνίες για το αν η εποπτεία θα γίνεται κυρίως σε πανευρωπαϊκό επίπεδο ή αν θα γίνεται κυρίως σε εθνικό επίπεδο με αυξημένη συνεργασία μεταξύ των εθνικών εποπτικών αρχών.
Το θέμα είναι προφανώς πολύ σημαντικό, γιατί αν δεν υπάρχει ένας κεντρικός εποπτικός έλεγχος θα είναι πολύ δύσκολη η συγκρότηση ενός πολύ ισχυρού, υπερεθνικού κατά κάποιον τρόπο, χρηματιστηρίου. Πέρα από αυτό όμως, το ζήτημα της ενίσχυσης των ευρωπαϊκών κεφαλαιαγορών έχει αρχίσει να αποκτά διαφορετική σημασία την τελευταία διετία, και δεν είναι πλέον αμιγώς οικονομικού χαρακτήρα.
Ο Valero επισημαίνει πως η πιθανή ενοποίηση των ευρωπαϊκών κεφαλαιαγορών θα μπορεί να αποτελέσει ένα ισχυρό όπλο για την ενίσχυση των ιδιωτικών επενδύσεων σε ορισμένους τομείς ιδιαίτερα κρίσιμους για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο αρθρογράφος αναφέρεται σε δύο από αυτούς, την πράσινη μετάβαση και την άμυνα. Και οι δύο θα απαιτήσουν τεράστιες επενδύσεις, ύψους αρκετών εκατοντάδων δισεκατομμυρίων ευρώ, τα επόμενα χρόνια και μία ισχυρή κεφαλαιαγορά θα δίνει τη δυνατότητα στις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις να χρηματοδοτηθούν χωρίς να πρέπει να καταφύγουν σε λύσεις εκτός Ευρώπης. Δεδομένων των γεωπολιτικών προκλήσεων, αυτό είναι κάτι που μπορεί να αποδειχθεί πολύ σημαντικό.
Όπως και να εξετάσουμε το ζήτημα, είναι γεγονός πως η ενδυνάμωση της ευρωπαϊκής κεφαλαιαγοράς, με ή χωρίς τη συμμετοχή και του Ηνωμένου Βασιλείου, είναι κάτι απαραίτητο για την ήπειρό μας. Και για αμιγώς οικονομικούς λόγους αλλά και για λόγους που σχετίζονται με τα γενικότερα μακροπρόθεσμα συμφέροντα των ευρωπαϊκών κρατών.
Μία αδύναμη ευρωπαϊκή χρηματιστηριακή αγορά συντελεί στη σταδιακή μεταφορά του κέντρου βάρους της οικονομικής δραστηριότητας έξω από την Ευρώπη, είτε αν μιλάμε για τα σανδάλια της Birkenstock είτε για τους πυραύλους που θα πρέπει να κατασκευάσουν οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις. Αν όμως κινηθούμε με τους γνωστούς ρυθμούς διαπραγμάτευσης μέσα στην Ε.Ε., κινδυνεύουμε να μείνουμε για άλλη μία φορά στη θεωρία και να μας ξεπερνούν όλοι οι άλλοι στην πράξη.