Το ανοιξιάτικο σιτάρι σπέρνεται την άνοιξη, σε περιοχές που ο χειμώνας είναι πολύ βαρύς και η επιβίωση των σιτηρών αδύνατη από το κρύο, ενώ η συγκομιδή του γίνεται το φθινόπωρο. Είναι πιο ευαίσθητο στις καιρικές μεταβολές απ’ ότι το αντίστοιχο χειμωνιάτικο, λόγω του ότι έχει μικρότερο ριζικό σύστημα.
Παρά το γεγονός ότι το χειμωνιάτικο σιτάρι αποτελεί τουλάχιστον το 80% της ετήσιας παραγωγής, τουλάχιστον στις ΗΠΑ, τα προβλήματα που μπορεί να εμφανιστούν στο ανοιξιάτικο μερικές φορές επηρεάζουν έντονα τη χρηματιστηριακή τιμή του σιταριού. Μία από αυτές τις φορές εξελίσσεται μπροστά μας τις τελευταίες εβδομάδες.
Μέσα σε λιγότερο από δύο εβδομάδες, η τιμή του σιταριού στο χρηματιστήριο του Σικάγου (του χειμωνιάτικου σιταριού) ανέβηκε κατά 15% και από τα 6,10 δολάρια/μπούσελ στις 9 του μηνός έφθασε τα 7,10 στις 21 του μηνός, πριν σημειώσει μία μικρή πτώση προς τα 6,8 την Παρασκευή 23 Ιουλίου.
Η μεγάλη άνοδος ξεκίνησε με την ανακοίνωση, στις 12 Ιουλίου, των πολύ μειωμένων εκτιμήσεων του υπουργείου Γεωργίας των ΗΠΑ για το ύψος της σοδειάς του ανοιξιάτικου σιταριού, λόγω της μεγάλης ξηρασίας που έχει πλήξει τις βορειοδυτικές πολιτείες όπως η Μοντάνα και η Βόρεια Ντακότα.
Η έλλειψη νερού έχει πλήξει σοβαρά την ανάπτυξη των φυτών, που σε ορισμένες περιπτώσεις δεν έχουν φθάσει ακόμα ούτε το 20% του φυσιολογικού για την εποχή ύψους τους. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του υπουργείου, η μείωση στη σοδειά του ανοιξιάτικου σιταριού θα είναι η μεγαλύτερη τα τελευταία 33 χρόνια. Χαρακτηριστικό είναι πως στην έκθεση του υπουργείου αναφέρεται πως μόνο το 16% των καλλιεργειών βρίσκεται σε καλή ή άριστη κατάσταση.
Οι προβλέψεις για την εξέλιξη των καιρικών συνθηκών είναι αρκετά απαισιόδοξες, με τους ειδικούς να εκτιμούν πως και την επόμενη εβδομάδα θα συνεχιστούν οι πολύ υψηλές θερμοκρασίες. Τα πράγματα είναι τόσο σοβαρά που πολλοί αγρότες τα έχουν ήδη «παρατήσει» και καταστρέφουν τις καλλιέργειές τους, πουλώντας τις σαν ζωοτροφές καθώς υπολογίζουν πως η οικονομική τους ζημιά θα είναι μικρότερη με αυτό τον τρόπο.
Άλλοι ζητούν άδεια από τις αρχές για να διαθέσουν τα χωράφια τους σαν βοσκοτόπια για τα κοπάδια βοοειδών που αυτή τη στιγμή δεν μπορούν να βρουν φυσικό χορτάρι λόγω της ξηρασίας. Αρκετοί κτηνοτρόφοι έχουν αρχίσει να πουλάνε, πρόωρα, ζώα από τα κοπάδια τους, φοβούμενοι πως τα πράγματα θα χειροτερέψουν και τα ζώα τους δεν θα μπορούν πλέον να τραφούν.
Την ίδια στιγμή, παρόμοιες συνθήκες επικρατούν στον Καναδά, οι δυτικές πολιτείες του οποίου, όπως η Μανιτόμπα, διαθέτουν μεγάλες καλλιέργειες σιταριού. Και εκεί η σοδειά κινδυνεύει με μεγάλη καταστροφή, όπως και η αντίστοιχη σοδειά της canola (ελαιοκράμβη) από την οποία παράγεται το ομώνυμο λάδι που χρησιμοποιείται ευρύτατα στη μαγειρική σε πολλές χώρες.
Η μειωμένη παραγωγή, σε συνδυασμό με τις μεγάλες καθυστερήσεις στη σιδηροδρομική μεταφορά σιτηρών που έχουν ήδη θεριστεί (από χειμωνιάτικο σιτάρι) λόγω των εκτεταμένων δασικών πυρκαγιών που κάνουν ορισμένες γραμμές απροσπέλαστες, απειλούν τις σημαντικές εξαγωγές που κάνει η χώρα, κυρίως προς την Κίνα. Εκτός απροόπτου, το κενό αυτό θα προσπαθήσουν να καλύψουν οι Αυστραλιανοί παραγωγοί, που μάλλον τρίβουν τα χέρια τους.
Δεν ξέρουμε πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα για τη χρηματιστηριακή τιμή του σιταριού, είναι γεγονός όμως πως τα πράγματα είναι αρκετά οριακά. Αν εμφανιστεί κάποιο άλλο σημαντικό πρόβλημα στη συγκομιδή, σε οποιαδήποτε χώρα, δεν μπορούμε να αποκλείσουμε καθόλου την προσέγγιση των υψηλών του Μαΐου, στα 7,6 δολάρια/μπούσελ, ακόμα και την υπέρβασή τους και την πορεία προς τα υψηλά των 9 δολαρίων/μπούσελ, που είχαν σημειωθεί το καλοκαίρι του 2012.
Ένα πιθανό πρόβλημα μπορεί να προέλθει από τις πλημμύρες που έπληξαν πολλές ευρωπαϊκές χώρες και έχουν αφήσει τα χωράφια σε ημιβαλτώδη κατάσταση και τα τρακτέρ κολλημένα μέσα στη λάσπη. Ακόμα δεν έχουν γίνει αξιόπιστες εκτιμήσεις για την πιθανή ζημιά στη σοδειά, αλλά ήδη ακούγονται φόβοι για μεγάλη χειροτέρευση της ποιότητας της συγκομιδής, που αναμενόταν να είναι πολύ καλή.
Μιλώντας για πλημμύρες, στην Κίνα έχουν πληγεί πολλές περιοχές, που μπορεί να μην παράγουν πολλά σιτηρά η καλαμπόκι, αλλά έχουν εκτεταμένα χοιροστάσια, τα οποία υπάρχουν φόβοι πως μπορεί να αποτελέσουν εστία μόλυνσης και εξάπλωσης ασθενειών, όπως της αφρικανικής πανώλης που είχε πλήξει πολύ ισχυρά την κινεζική χοιροτροφία το 2018 και το 2019.
Η περίπτωση του καφέ
Δεν υπάρχουν όμως μόνο ξηρασία και πλημμύρες, στο νότιο ημισφαίριο έχουμε χειμώνα, και ο χειμώνας φέρνει παγετό. Το τελευταίο θύμα του παγετού είναι η Βραζιλία, και συγκεκριμένα οι καλλιέργειες καφέ, οι οποίες φαίνεται πως έχουν υποστεί ισχυρό πλήγμα από την παγωνιά της περασμένης εβδομάδας. Υπάρχουν φόβοι για μεγάλη ζημιά ή ολοκληρωτική καταστροφή πολλών νέων δένδρων, με πιθανότατο αποτέλεσμα την υποβάθμιση της παραγωγικής δυνατότητας πολλών φυτειών καφέ για την επόμενη διετία.
Δεδομένου από τη Βραζιλία προέρχεται το 40% περίπου της ετήσιας παγκόσμιας συγκομιδής καφέ, δεν προκαλεί καμία έκπληξη η εκτίναξη της τιμής του καφέ, η οποία από τα 1,6 δολάρια/λίβρα την Τρίτη 20 Ιουλίου, έφθασε τα 2,07 δολάρια την Παρασκευή 23 του μηνός, πριν υποχωρήσει λίγο προς τα 1,91 δολάρια. Έτσι, φαίνεται πως το, πολύ επίκαιρο όπως αποδείχθηκε, ερώτημα που έθεσε πριν δέκα μέρες ο Κωνσταντίνος Χαροκόπος (Θα είναι πικρός ή γλυκός ο καφές και για ποιους;), μάλλον βρήκε την απάντησή του.
Ξηρασία, πυρκαγιές, πλημμύρες, παγετός, όλα αυτά μας θυμίζουν αυτό που ξέρουν όλοι οι αγρότες του κόσμου από την πρώτη ημέρα της ζωής τους. Κουμάντο κάνει πάντα η φύση και, τουλάχιστον μέχρι αυτή τη στιγμή, δεν έχει βρεθεί τρόπος να αλλάξουμε αυτό.
Αν τα καπρίτσια που βλέπουμε αυτό το καλοκαίρι έχουν συνέχεια, είτε είναι αποτέλεσμα της κλιματικής αλλαγής είτε όχι, πρέπει να είμαστε έτοιμοι για ακόμα μεγαλύτερη αναταραχή στις χρηματιστηριακές αγορές αγροτικών προϊόντων, περισσότερη απογοήτευση για πολλούς αγρότες σε όλο τον κόσμο, και βέβαια ψηλότερες τιμές στα τρόφιμα, για τους ανθρώπους αλλά και τα ζώα.
Αποποίηση Ευθύνης
Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, ουδεμία διασφάλιση δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.