Εδώ και περίπου δύο χρόνια, δηλαδή από τις αρχές του 2022, κάθε προγραμματισμένη συνεδρίαση της επιτροπής της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας (Federal Reserve Bank, Fed) που είναι αρμόδια για τον ορισμό των επιτοκίων αναφοράς και για τη χάραξη της νομισματικής πολιτικής (Federal Open Market Committee, FOMC) προκαλεί το ενδιαφέρον και πολύ συχνά την αγωνία των αγορών.
Η χθεσινοβραδινή όμως συνεδρίαση είναι σίγουρο πως δεν προκάλεσε αγωνία σε κανένα επενδυτή ή οικονομολόγο. Δεν υπήρχε κανείς να περιμένει οποιαδήποτε αλλαγή στο ύψος των επιτοκίων αναφοράς. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως έλειπε το ενδιαφέρον, το αντίθετο μάλιστα.
Οι απορίες για το πώς θα κινηθεί τους επόμενους μήνες η Fed είναι αρκετές, όπως επίσης οι προβληματισμοί και οι ενστάσεις απέναντι σε κάθε πιθανό σενάριο. Πριν λοιπόν ασχοληθούμε με το τι τελικά διαβάσαμε στο επίσημο ανακοινωθέν και τι ακούσαμε από τον διοικητή Πάουελ κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου που παραδοσιακά έπεται της επίσημης ανακοίνωσης, θα αναφερθούμε σε ορισμένες απορίες, εκτιμήσεις και προβληματισμούς των αγορών σχετικά με τις μελλοντικές κινήσεις της Fed.
Ξεκινώντας, πρέπει να επισημάνουμε πως σχεδόν όλες οι πρόσφατες ανακοινώσεις των αρμόδιων αμερικανικών (αλλά και των ευρωπαϊκών) αρχών σχετικά με τον πληθωρισμό έχουν δείξει σαφώς πως υποχωρεί σταθερά και μάλλον πιο γρήγορα απ’ όσο ανέμενε η Fed και μεγάλο μέρος των επενδυτών και των αναλυτών. Στην περίπτωση των ΗΠΑ μάλιστα, η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού συνοδεύεται και από την απουσία ενδείξεων για ουσιαστική υποχώρηση του επίπεδου οικονομικής ανάπτυξης και για χαλάρωση της κατάστασης στην αγορά εργασίας. Αυτός ο συνδυασμός δεν γίνεται δεκτός με τον ίδιο τρόπο από όλους τους παράγοντες των αγορών.
Διαβάζοντας το σχετικό χθεσινό άρθρο του Bloomberg ενόψει των ανακοινώσεων και της συνέντευξης Τύπου βλέπουμε πως μεγάλο μέρος των οικονομολόγων των επενδυτικών τραπεζών ανέμενε κάποιου τύπου παραδοχή από τη μεριά της Fed σχετικά με την καλύτερη από το αναμενόμενο πορεία του πληθωρισμού. Ελάχιστοι όμως περίμεναν κάποια θριαμβευτική σχετική δήλωση, καθώς είναι γνωστό πως οι αξιωματούχοι της κεντρικής τράπεζας προσπαθούν γενικά να αποφύγουν δηλώσεις που θα ενθουσιάζουν ή θα τρομοκρατούν τις αγορές.
Σχετικά με το πότε θα ξεκινήσει η διαδικασία μείωσης των επιτοκίων, οι περισσότεροι πίστευαν πως στην επίσημη ανακοίνωση δεν θα περιλαμβάνεται κάτι που να μας δίνει να καταλάβουμε με βεβαιότητα πότε θα αρχίσει. Στο ίδιο άρθρο είδαμε αρκετές αναφορές σε κάτι που φοβίζει τη Fed, και αυτό είναι ένα σενάριο κατά το οποίο μία βιαστική μείωση των επιτοκίων ακολουθείται από μία επανεμφάνιση του πληθωρισμού η οποία θα φέρει την κεντρική τράπεζα σε πολύ δύσκολη θέση.
Κάτι άλλο στο οποίο αναφερόταν το άρθρο ήταν η πιθανότητα να ακούσουμε κάτι σχετικά με το πότε θα σταματήσει η διαδικασία της μείωσης της χαρτοφυλακίου ομολόγων της Fed, αυτό δηλαδή που αποκαλούμε ποσοτική σύσφιξη (quantitative tightening, QT) και έχει ξεκινήσει από τον Ιούνιο του 2022. Σε αυτό το ζήτημα αναφερόταν εκτενώς το σχετικό άρθρο του Barron’s, το οποίο υπενθύμισε πως κάθε μήνα αποσύρεται από τις αγορές, μέσω του QT, ρευστότητα 95 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Σύμφωνα με το Barron’s, οι περισσότεροι αναλυτές εκτιμούν πως σύντομα η κεντρική τράπεζα θα πρέπει να αρχίσει τη σταδιακή απόσυρση του προγράμματος QT.
Όσο πιο γρήγορα ξεκινήσει αυτή η διαδικασία, και όσο πιο γρήγορα έρθει ένα σχετικό μήνυμα από την μεριά της Fed τόσο πιο θετική θα είναι η αντίδραση των αγορών, καθώς το QT είναι περιοριστικός παράγων για την οικονομία και για την ρευστότητα των αγορών.
Στο Breakingviews του Reuters ο προβληματισμός ήταν άλλου τύπου: ο αρθρογράφος Francesco Guerrera αναρωτιέται πότε ο διοικητής Πάουελ θα αποφασίσει να μοιάσει πλέον στον πασίγνωστο προκάτοχό του Alan Greenspan, ο οποίος ήξερε πότε θα πρέπει να χαμηλώσει τα επιτόκια προκειμένου να μην κάνει ζημιά στην οικονομία. Μέχρι τώρα, κατά τον αρθρογράφο τουλάχιστον, ο διοικητής Πάουελ προτιμά να μοιάζει στον ακόμα παλαιότερο Paul Volcker, ο οποίος έμεινε στην ιστορία ως ο άνθρωπος που κατατρόπωσε τον πληθωρισμό.
Ο Guerrera εκτιμά πως η παρούσα κατάσταση, με τον πληθωρισμό σε άτακτη υποχώρηση, την οικονομία σε καλή κατάσταση και την ανεργία σε πολύ χαμηλό επίπεδο, είναι ιδανική για αυτή τη μεταμόρφωση του Πάουελ. Βλέποντας τα πράγματα από μία εντελώς διαφορετική οπτική γωνία, η Jeanna Smialek των New York Times αναρωτιέται για ποιόν λόγο θα πρέπει η Fed να βιαστεί να αρχίσει την μείωση των επιτοκίων αφού η οικονομία είναι πολύ δυνατή την ίδια στιγμή που αυξάνεται η παραγωγικότητα των Αμερικανών εργαζομένων, κάτι που συνήθως συνοδεύεται από αδύναμο πληθωρισμό.
Ερχόμενοι στην επίσημη ανακοίνωση της κεντρικής τράπεζας και σε όσα είπε ο διοικητής Πάουελ, μπορούμε να πούμε με λίγα λόγια πως αναγνώρισαν χωρίς ενδοιασμούς τη μεγάλη πρόοδο που έχει επιτευχθεί τους τελευταίους έξι μήνες αλλά θα ήθελαν να δουν αυτή την πρόοδο να συνεχίζεται για λίγο ακόμα πριν αποφασίσουν το ξεκίνημα της μείωσης των επιτοκίων.
Σε ό,τι αφορά το μέλλον, ο διοικητής ήταν πολύ προσεκτικός αλλά ταυτόχρονα και ξεκάθαρος. Είπε πως όλα θα εξαρτηθούν από τα οικονομικά στοιχεία που θα έρθουν το επόμενο διάστημα, κάτι που βέβαια επαναλαμβάνει εδώ και χρόνια. Όταν ρωτήθηκε σχετικά με το αν η μείωση των επιτοκίων θα αρχίσει τον Μάρτιο απάντησε πως με βάση ό,τι γνωρίζει αυτή τη στιγμή αυτό δεν του φαίνεται ως το επικρατέστερο σενάριο αλλά τόνισε πως είναι κάτι που δεν μπορεί να αποκλείσει αν το επιβάλουν τα στοιχεία που θα δημοσιοποιηθούν μέχρι τότε. Αυτό ίσως να μην άρεσε πολύ στις αγορές μετοχών που ήταν ούτως ή άλλως κάπως πιεσμένες λόγω της πτωτικής κίνησης των μεγάλων τεχνολογικών μετοχών.
Οι αγορές ομολόγων όμως αντέδρασαν θετικά και οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων έπεσαν, κάτι που δείχνει πως στην πραγματικότητα δεν υπάρχει μεγάλη ανησυχία. Προφανώς, υπήρχε μία σχετική απογοήτευση από όσους είχαν πιστέψει πως σήμερα θα ακούγαμε κάτι πιο ξεκάθαρα θετικό σχετικά με την πολυπόθητη για πολλούς μείωση του Μαρτίου αλλά είναι δύσκολο να υποστηρίξει κανείς πως πρόκειται για κάποιου είδους σοκ. Σχετικά με το θέμα του QT, ο διοικητής ερωτήθηκε από τους δημοσιογράφους και επιβεβαίωσε τις εκτιμήσεις πως το ζήτημα απασχολεί τον διοικητή και τους συνεργάτες του.
Ο Τζέι Πάουελ είπε πως το θέμα θα συζητηθεί μάλλον στην επόμενη συνεδρίαση της FOMC, χωρίς να δώσει λεπτομέρειες, είναι βέβαιο όμως πως οι μέρες του QT πρέπει πλέον να θεωρούνται μετρημένες. Όσο αφορά στις απόψεις, αρκετά διαφορετικές μεταξύ τους, των αρθρογράφων του Reuters και των New York Times, μπορούμε να πούμε πως και οι δύο μεριές κέρδισαν πόντους αλλά οι New York Times μάλλον κέρδισαν στα σημεία. Όπως εκτίμησε στο Bloomberg ο παρουσιαστής Tom Keene μιλώντας με τον γνωστό μας από παλαιότερα σημειώματά μας Bill Dudley, η δυνατή κατάσταση της οικονομίας δίνει στον Πάουελ και την ομάδα του τη δυνατότητα να περιμένουν ακόμα την ακόμα πιο ξεκάθαρη επιβεβαίωση της υποχώρησης του πληθωρισμού πριν δώσουν το πράσινο φως για τη μείωση των επιτοκίων.
Ο Dudley εκτίμησε πως αυτό θα γίνει μάλλον τον Μάιο, εκτός αν (όπως είπε και ο διοικητής) τα οικονομικά στοιχεία επιβάλουν μία πιο γρήγορη κίνηση. Ακούγοντας και άλλους σχολιαστές, υποθέτουμε πως αυτό θα μπορούσε να γίνει αν η οικονομία και η αγορά εργασίας δείξουν σημάδια απότομης αδυναμίας. Αν τα πράγματα συνεχίσουν όπως τους τελευταίους έξι μήνες, το πιθανότερο είναι να δούμε τη μείωση των επιτοκίων να μην ξεκινά τόσο γρήγορα όσο θα ήθελαν οι βιαστικοί της χρηματιστηριακής αγοράς αλλά σίγουρα πριν την έλευση του καλοκαιριού.
Αν πρέπει να συνοψίσουμε το τι έγινε χθες το βράδυ με τη Fed, τον διοικητή Πάουελ και τις αγορές, μπορούμε να πούμε πως ο διοικητής στάθηκε ένα βήμα πριν την κήρυξη της επιτυχημένης λήξης της αντιπληθωριστικής εκστρατείας που ξεκίνησε πριν δύο χρόνια.
Ορισμένοι θα προτιμούσαν να ακούσουν και κάτι περισσότερο, αλλά η συνολική αντίδραση των αγορών, οι οποίες πρέπει να θυμίσουμε πως ανεβαίνουν σχεδόν συνεχώς εδώ και εβδομάδες, ήταν αρκετά μετρημένη και δεν προκαλεί ανησυχία, αφού η πτώση των χρηματιστηριακών δεικτών δεν μπορεί να αποδοθεί μόνο στην «απογοήτευση» των βιαστικών επενδυτών αλλά και στην πτώση κάποιων μεγάλων τεχνολογικών μετοχών που μάλλον έχουν τρέξει λίγο παραπάνω από όσο θα έπρεπε και αποφάσισαν να πάρουν μία ανάσα.