Μεγάλη πισίνα κρατικών ομολόγων με πιστοληπτική διαβάθμιση Α+ που πληρώνει περίπου 3% και έχει πολύ χαμηλή μεταβλητότητα; Για τα συνταξιοδοτικά ταμεία της Ευρώπης που κολυμπούν σε νερά με υπό το μηδέν αποδόσεις ακούγεται δελεαστικό.
Η κινεζική αγορά ομολόγων των $16 τρισ. αποκτά μέγεθος και δίνει στίγμα που δεν μπορεί να αγνοηθεί από τα επενδυτικά ραντάρ ακόμη και των συντηρητικών συνταξιοδοτικών ταμείων της Δύσης που διακρίνονται για την απέχθεια ρίσκου.
Με τη γήρανση των πληθυσμών να δοκιμάζει τις χρηματοοικονομικές αντοχές τους, αρκετά ταμεία έχουν αρχίσει να τοποθετούνται στα ομόλογα της Κίνας ή να το εξετάζουν σοβαρά, διαπιστώνοντας ότι τα οφέλη υπερτερούν του πολιτικού ρίσκου, σύμφωνα με διαχειριστές που συμβουλεύουν η διαχειρίζονται κεφάλαια συνταξιοδοτικών funds.
Σύμφωνα με τον επικεφαλής της APG, εταιρείας που διαχειρίζεται περίπου το ένα τρίτο των συνολικών αποθεματικών 1,5 τρισ. ευρώ των συνταξιοδοτικών ταμείων της Ολλανδίας, δεν επενδύουν όλοι οι πελάτες σε κινεζικά ομόλογα αλλά είναι κάτι που όλοι σκέπτονται. Η εικόνα στην Ολλανδία είναι αντιπροσωπευτική και για την υπόλοιπη Ευρώπη. Τα 10ετή ομόλογα της Ολλανδίας προσφέρουν απόδοση -0,4%, δηλαδή ζημιές για όσους τα διακρατήσουν μέχρι τη λήξη τους.
Για το Πεκίνο που επιθυμεί να διεθνοποιήσει την αγορά του και να προσελκύσει μεγάλους παίκτες το ενδιαφέρον των συνταξιοδοτικών funds είναι ευπρόσδεκτο.
Η αγορά ομολόγων της Κίνας είναι η δεύτερη μεγαλύτερη του κόσμου μετά από αυτή των ΗΠΑ. Ο κλάδος συνταξιοδοτικών ταμείων της Ευρώπης διαχειρίζεται κεφάλαια ύψους $4 τρισ. Παρόλο που ξένοι επενδυτές διακρατούν περίπου το ένα τρίτο της αμερικανικής αγοράς ομολόγων, η έκθεση τους σε κινεζικά ομόλογα είναι μόλις 9,7% και τα συνταξιοδοτικά ταμεία της Δύσης αποτελούν ακόμα μικρότερο κλάσμα με τάση όμως αυξητική.
Σύμφωνα με στοιχεία της eVestment, από την παγκόσμια πίτα των $9,5 τρισ. που διαχειρίζονται ιδιωτικά και δημόσια συνταξιοδοτικά ταμεία μόνο το 0,26% ήταν τοποθετημένο σε κινεζικά ομόλογα το τρίτο τρίμηνο του 2020, έχοντας ωστόσο αυξηθεί από 0,04% το 2015.
Η ένταση στις σχέσεις Κίνας-ΗΠΑ πρόσφατα, η διαγραφή κινεζικών εταιρειών από χρηματιστηριακούς δείκτες των ΗΠΑ και οι περιορισμοί στα αμερικανικά συνταξιοδοτικά funds να επενδύουν στην Κίνα, έπληξαν την επιθυμία του Πεκίνου να προσελκύσει ξένο χρήμα στις αγορές του.
Υπάρχουν βέβαια και επιφυλάξεις που έχουν να κάνουν με ζητήματα διαφάνειας, ρευστότητας και capital control. Παρόλο που τα εμπόδια στον επαναπατρισμό κεφαλαίων από την Κίνα έχουν χαλαρώσει σε μεγάλο βαθμό, δεν υπάρχει εγγύηση οτι αποκλείεται να ξανασφίξουν.
Οι επαγγελματίες στην ολλανδική APG, ωστόσο, έχουν αρχίσει να υλοποιούν μία στρατηγική τοποθετήσεων σε κινεζικά ομόλογα, εκτιμώντας ότι οι επιφυλάξεις θα καμφθούν καθώς το ξένο χρήμα θα συνεχίσει να ρέει προς την Κίνα.
Στις επενδυτικές επιτροπές των ταμείων της Δύσης, οι διαχειριστές που επιλέγουν τοποθετήσεις στην Κίνα σήμερα πρέπει να δώσουν εξηγήσεις. Όχι όμως όταν δεν επενδύουν στην Κίνα. Στις επόμενες δεκαετίες αυτό αναμένεται να αντιστραφεί, οι διαχειριστές θα πρέπει να εξηγούν γιατί δεν επενδύουν εκεί.
Στην ελβετική Pictet που διαχειρίζεται κεφάλαια $600 δισ. οι εισροές σε ομολογιακό της αμοιβαίο κεφάλαιο που επενδύει στην Κίνα αυξήθηκαν στα 770 εκατ. πέρυσι από 144 εκατ. το 2019. Όπως σχολιάζουν στελέχη της, βρισκόμαστε ακόμη στην αρχή της τάσης.
Σύμφωνα με στοιχεία της κεντρικής τράπεζας της Ολλανδίας, τα συνταξιοδοτικά ταμεία της χώρας είχαν επενδύσει 22 δισ. ευρώ στην Κίνα το τρίτο τρίμηνο του 2019, κυρίως σε μετοχές, και μόνο 300 εκατ. ευρώ σε κινεζικά κρατικά ομόλογα.
Στη Γερμανία, σύμφωνα με στοιχεία της Bundesbank, τα συνταξιοδοτικά και επενδυτικά ταμεία της χώρας τοποθέτησαν 2,5 δισ. ευρώ σε κινεζικά ομόλογα τον Νοέμβριο του 2020, αύξηση 62% σε ετήσια βάση.
Στη Σουηδία το κρατικό συνταξιοδοτικό ταμείο AP2 διατηρεί το ποσοστό κατανομής των κεφαλαίων του σε ομόλογα Κίνας σταθερό στο 1% από το 2017.
Σύμφωνα με στοιχεία του κεντρικού αποθετηρίου της Κίνας (CCDC), περίπου 200 ξένα funds είχαν επενδύσει σε κινεζικά ομόλογα τον Σεπτέμβριο του 2020 μέσω της διατραπεζικής αγοράς ομολόγων της χώρας, αύξηση 42% σε ετήσια βάση.