Του Απόστολου Σκουμπούρη
Με συνοπτικές διαδικασίες που από μόνες τους επιβεβαιώνουν ότι το –μακροχρόνιο– momentum του ελληνικού χρηματιστηρίου είναι αμετάκλητα ανοδικό, η αγορά χθες αναρριχήθηκε σε υψηλά τρεισήμισι μηνών, «ακουμπώντας» το ρεκόρ τεσσεράμισι ετών και τις 900 μονάδες που ο Γ.Δ. είδε στα τέλη του περασμένου Ιουλίου.
Πλέον, η αγορά είναι αντιμέτωπη με το (πρωτίστως ψυχολογικό) όριο των 900 μονάδων, το οποίο αργά ή γρήγορα θα ξεπεράσει, έχοντας ως επόμενο στοίχημα την υπέρβαση των 1.000 μονάδων.
Επίπεδα που κάθε άλλο παρά... υπερβάσεις θα πρέπει να θεωρούνται για μια αγορά που έχει «λιώσει» στην απαξίωση επί σειρά ετών, με τις τράπεζες σε πρωτοφανές ολοκαύτωμα τα περασμένα έτη, με τη χώρα στο «γύψο» των μνημονίων και της κρίσης και τις επιχειρήσεις μακριά από την τεράστια ρευστότητα του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Πλέον, η κατάσταση έχει αλλάξει, η χώρα βρίσκεται σε ρότα βελτίωσης των οικονομικών της, οι επιχειρήσεις αποκτούν πρόσβαση στη διεθνή ρευστότητα, οι αποδόσεις των ομολόγων «συμπλέουν» με τις κανονικές χώρες του εξωτερικού, deals ξεμπλοκάρουν, funds δημιουργούνται, ενώ – το κυριότερο – οι τράπεζες βρίσκονται σε δρόμο σταδιακής επιστροφής στην... κανονικότητα.
Οι τράπεζες είναι αυτές που ισοπεδώθηκαν – και χρηματιστηριακά – τα προηγούμενα χρόνια, με τη διοίκηση του Χ.Α. να υποχρεώνεται σε δύο reverse split στον τραπεζικό δείκτη για να μη... μηδενίσει, ενώ σε αλλεπάλληλα reverse split προχώρησαν και ξεχωριστά οι μετοχές! Όμως, τώρα ο κλάδος βρίσκεται σε σταδιακή... επιστροφή, κάτι που αντανακλάται στην πορεία των μετοχών στο Χρηματιστήριο.
Ο κλάδος κερδίζει άνω του 105% εντός του 2019, ενώ χθες ο τραπεζικός δείκτης υπερκέρασε και τις 900 μονάδες για πρώτη φορά από τον Ιούνιο του 2018. Παράλληλα, οι τρεις από τις τέσσερις τραπεζικές μετοχές πλησιάζουν τις τιμές που είχαν κάνει τις ΑΜΚ το 2015, με την Εθνική να έχει ήδη ανέλθει πάνω από αυτή την τιμή.
Τρεις από τις τέσσερις μεγάλες τραπεζικές μετοχές έχουν πλασαριστεί στην πρώτη 6άδα των κεφαλαιοποιήσεων του Χ.Α., έχοντας ανεβάσει εύλογα και τη στάθμισή τους στον επηρεασμό του Γενικού Δείκτη. Οι τράπεζες λοιπόν, μπορούν να σύρουν το Γενικό Δείκτη όχι μόνο πάνω από τις 900 μονάδες, αλλά και πολύ υψηλότερα στο εγγύς μέλλον.
Η «γεμάτη» χθεσινή συνεδρίαση και η συνέχεια
Χθες είχαμε την καλύτερη, πιο πλουραλιστική και «γεμάτη» συνεδρίαση των τελευταίων μηνών, με την αγορά «επιστρέφει» με εμφατικό τρόπο, επιβεβαιώνοντας ότι οι long ελέγχουν απόλυτα την κατάσταση και με ελάχιστες κινήσεις, μπορούν να οδηγήσουν σε νέα υψηλά πολλών ετών.
Το θετικό είναι ότι υπήρξε συγχορδία συμμετοχής στην άνοδο όχι μόνο των τραπεζών που ηγήθηκαν με νέο ράλι, αλλά και των blue chips του FTSE 25 αλλά και αρκετών τίτλων του Mid Cap.
Ο Γ.Δ. έκλεισε στις 889,84 μονάδες βάζοντας πλώρη πλέον για την υπέρβαση και των 900 μονάδων. Σημειώνεται ότι το υψηλότερο κλείσιμο έτους αλλά και των τελευταίων 4,5 ετών ήταν στις 31 Ιουλίου 2019 όταν ο Γ.Δ. έκλεισε στις 899,95 μονάδες, ενώ εκείνη την ημέρα ενδοσυνεδριακά έφτασε έως τις 901,57 μονάδες. Ο τραπεζικός δείκτης έκλεισε πάνω από τις 900 μονάδες, που σημαίνει ότι βρίσκεται σε υψηλό 17 μηνών.
Κύριο ποιοτικό στοιχείο της χθεσινής συνεδρίασης ήταν η ενίσχυση του τζίρου στα 90 εκατ. ευρώ, εξέλιξη που επίσης εν πολλοίς οφείλεται στην... επιστροφή επενδυτών στις τράπεζες, που διακίνησαν το 60% ήτοι 50 εκατ. ευρώ.
Ένα στοιχείο που επιβεβαιώνει πως το ελληνικό χρηματιστήριο παραμένει ακραία τραπεζοκεντρικό, ασχέτως αν ο κλάδος... εξαϋλώθηκε, καθώς από τις 13 εισηγμένες προ οκταετίας έχουν απομείνει μόλις τέσσερις συστημικές τράπεζες και η Attica Bank.
Η κινητικότητα που υπάρχει στο θέμα του σχεδίου «Ηρακλής» και η επίσπευση των διαδικασιών, οι συμφωνίες των τραπεζών με ξένα funds για πακέτα ακινήτων και μια σειρά άλλων θετικών νέων όπως το ξεμπλοκάρισμα επιχειρηματικών εξελίξεων (Attica Πολυκαταστήματα), ξύπνησαν το αγοραστικό ενδιαφέρον της αγοράς.
Η μεγάλη εικόνα της αγοράς λοιπόν δεν έχει αλλάξει, το φίλτρο των τριών ημερών θα μας δείξει την «ποιότητα» και ανθεκτικότητα της χθεσινής σημαντικής κίνησης, ενώ απαιτείται παγίωση της αξίας συναλλαγών σταθερά στην περιοχή των 70-80 εκατ. ευρώ. Βραχυπρόθεσμα, το φίλτρο των τριών ημερών, θα μας δείξει τα υπόλοιπα, πάντα με γνώμονα και το διεθνές κλίμα.