Ακόμα και ο μεγαλύτερος εξαγωγέας αργού πετρελαίου στον κόσμο χρειάζεται να προσφεύγει στις διεθνείς αγορές. Μιλάμε βέβαια για τη Σαουδική Αραβία, η οποία δανείστηκε 11 δισεκατομμύρια δολάρια την προηγούμενη εβδομάδα, σύμφωνα με τις πληροφορίες του Bloomberg. Όπως αναφέρεται στο ρεπορτάζ του διεθνούς πρακτορείου, η συγκεκριμένη δανειακή σύμβαση είναι η μεγαλύτερη στην οποία έχει προχωρήσει μέσα στο 2023 οποιοδήποτε ανεξάρτητο κράτος στον κόσμο (αυτό δε σημαίνει πως η Σαουδική Αραβία έχει δανειστεί φέτος συνολικά τα περισσότερα χρήματα).
Η έκδοση καλύφθηκε από περίπου 18 διεθνείς τράπεζες και οι λεπτομέρειές της θα γίνουν γνωστές την επόμενη εβδομάδα. Όπως φαίνεται όμως, ένα πολύ σημαντικό μέρος της, περίπου 5 δισεκατομμύρια δολάρια, έχει καλυφθεί από κινεζικές τράπεζες, ενώ ενεργό ρόλο είχαν ιαπωνικές και αραβικές τράπεζες. Οι διεθνείς τράπεζες που συμμετείχαν στο σχήμα που δάνεισε το σαουδαραβικό δημόσιο, δηλαδή η Citigroup, η JPMorgan, η HSBC και η Standard Chartered δε φαίνεται να έχουν παίξει τόσο πρωταγωνιστικό ρόλο.
Το δάνειο είναι δεκαετούς διαρκείας και, όπως προείπαμε, περισσότερες λεπτομέρειες για τους όρους του θα δημοσιοποιηθούν τις επόμενες μέρες. Το γεγονός πως, σε αντίθεση με ό,τι βλέπουμε πολύ συχνά, οι διεθνείς αγγλοσαξωνικές τράπεζες δεν έχουν παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο μας δείχνει για άλλη μία φορά τα τελευταία χρόνια πως η Σαουδική Αραβία έχει αποφασίσει να μετατοπίσει το κέντρο βάρος της οικονομίας της προς την Ασία. Δείχνει επίσης και τον δυναμισμό της οικονομίας της Ασίας εν γένει.
Γιατί όμως δανείζεται από τις αγορές η Σαουδική Αραβία τη στιγμή που τα έσοδά της από τις εξαγωγές πετρελαίου ξεπέρασαν για το 2022 τα 300 δισεκατομμύρια δολάρια και φέτος, παρά την αναμενόμενη πτώση τους κατά τουλάχιστον 15%, θα είναι της τάξης των 250 δισεκατομμυρίων; Πολύ απλά γιατί τα έξοδα της χώρας είναι πιο πολλά από τα έσοδα, όχι μόνο φέτος αλλά εδώ και πολλά χρόνια. Σύμφωνα με στοιχεία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου που είδαμε στο Bloomberg, το δημοσιονομικό ισοζύγιο της χώρας ήταν ελλειμματικό για κάθε χρόνο από το 2015 μέχρι και το 2021, ενώ πέρυσι ήταν η πρώτη φορά που το αποτέλεσμα ήταν θετικό, με πλεόνασμα της τάξης του 4% του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος.
Η χρηματοδότηση αυτών των ελλειμμάτων γίνεται από τις διεθνείς αγορές, με αποτέλεσμα το δημόσιο χρέος της χώρας να ανέρχεται (στο τέλος Σεπτεμβρίου 2023) στα 265 δισεκατομμύρια δολάρια. Η αλήθεια είναι πως ο προϋπολογισμός της Σαουδικής Αραβίας για το 2023 προέβλεπε πλεόνασμα της τάξης του 0,4% του ΑΕΠ, κάτι που θα ήταν πολύ θετικό για τα δημοσιονομικά πράγματα του βασιλείου και θα είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση των αναγκών για δανεισμό. Αυτές όμως οι εκτιμήσεις έχουν ήδη αποδειχθεί ιδιαίτερα αισιόδοξες, αφού στις αρχές Οκτωβρίου το αρμόδιο υπουργείο παραδέχθηκε πως το δημοσιονομικό αποτέλεσμα του 2023 θα είναι ελλειμματικό κατά περίπου 1,1% του ΑΕΠ.
Όχι μόνο αυτό, αλλά πρόβλεψε παρόμοιες επιδόσεις για το 2024 και το 2025. Παρά το ότι όλοι γνωρίζουμε πως η προσπάθεια πρόβλεψης των διακυμάνσεων της τιμής του αργού πετρελαίου (άρα και των κρατικών εσόδων του βασιλείου της Σαουδικής Αραβίας) είναι πάντα εξαιρετικά δύσκολη και τις περισσότερες φορές χωρίς ιδιαίτερο νόημα, είναι βέβαιο πως για το 2023 οι αρχικοί υπολογισμοί του υπουργείου οικονομικών έχουν πέσει έξω. Και έχουν πέσει έξω γιατί τα πετρελαϊκά έσοδα θα μειωθούν αρκετά παραπάνω από τα αρχικώς αναμενόμενα, καθώς η τιμή αυτού του ορυκτού καυσίμου έχει μειωθεί περισσότερο από όσο εκτιμούσαν οι αρμόδιοι της Σαουδικής Αραβίας παρά τις προσπάθειες της ίδιας και της Ρωσίας να κρατήσουν την τιμή ψηλά μειώνοντας σημαντικά την παραγωγή.
Οι περικοπές του ΟΠΕΚ + δεν έχουν φέρει το επιθυμητό αποτέλεσμα και έτσι η χώρα όχι μόνο πουλάει το πετρέλαιο σε χαμηλότερη τιμή από την επιθυμητή αλλά και σε πολύ μικρότερες ποσότητες από πέρυσι, σχεδόν κατά 10% (η ημερήσια παραγωγή ανέρχεται στα περίπου 9 εκατομμύρια βαρέλια από 10 εκατομμύρια βαρέλια στις αρχές του 2022). Από την άλλη μεριά, δε φαίνεται – τουλάχιστον μέχρι στιγμής – να υπάρχει πρόθεση της ηγεσίας της χώρας να μειώσει κατά αντίστοιχο ποσοστό τις δημόσιες δαπάνες προκειμένου να ισοσκελίσει το δημοσιονομικό αποτέλεσμα. Οι τεράστιες επενδύσεις για τον εκσυγχρονισμό της οικονομίας της χώρας, τη στροφή προς την πράσινη ενέργεια και την απεξάρτηση από τα ενεργειακά προϊόντα δε φαίνεται να σταματούν.
Σύμφωνα με υπολογισμούς των οικονομολόγων του ΔΝΤ που έγιναν τον Οκτώβριο, η μέση τιμή του αργού πετρελαίου θα πρέπει να ξεπεράσει τα 86 δολάρια/βαρέλι για να αποφευχθεί το ζημιογόνο δημοσιονομικό αποτέλεσμα. Με την τιμή του Brent αυτές τις μέρες να βρίσκεται κοντά στα 80 δολάρια/βαρέλι, είναι προφανές πως υπάρχουν ελάχιστες πιθανότητες να μην εμφανιστεί έλλειμμα για το 2023. Ακόμα πιο ενδιαφέρον όμως έχουν οι εκτιμήσεις των οικονομολόγων του Bloomberg, οι οποίοι υπολογίζουν πως αν ληφθούν υπόψη και άλλες δαπάνες του ευρύτερου δημόσιου τομέα, κυρίως μέσω του Κρατικού Επενδυτικού Ταμείου (PIF), για να μην προκύψει δημοσιονομικό έλλειμμα απαιτείται τιμή του αργού πετρελαίου κοντά στα 110 δολάρια/βαρέλι.
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Πολύ απλά πως αν η ηγεσία της χώρας αποφασίσει να μη μειώσει τις δημόσιες δαπάνες, κυρίως αυτές για την χρηματοδότηση των μεγαλεπήβολων σχεδίων όπως η φουτουριστική πόλη Neom, η ανάπτυξη των κοιτασμάτων φυσικού αερίου, οι συνεχείς επενδύσεις σε κάθε τομέα της διεθνούς οικονομίας αλλά και η επιδεικτική επέκταση στον χώρο του αθλητισμού, τότε τα δημοσιονομικά πράγματα της χώρας μπορεί να κινδυνέψουν κάποια στιγμή με εκτροχιασμό. Αυτό μπορεί να γίνει αν η τιμή του πετρελαίου δεν ανακάμψει σύντομα και ειδικά αν επαληθευθούν οι προβλέψεις του ΔΝΤ για σταδιακή υποχώρηση της τιμής προς την περιοχή των 50 – 70 δολαρίων/βαρέλι τα επόμενα χρόνια.
Για να μην θεωρηθούμε υπερβολικοί, πρέπει να επισημάνουμε πως ο δανεισμός του δημόσιου τομέα της Σαουδικής Αραβίας δεν μπορεί να θεωρηθεί σε καμία περίπτωση ανησυχητικός. Καθώς το ΑΕΠ της χώρας είναι λίγο κάτω από το 1 τρισεκατομμύριο δολάρια το δημόσιο χρέος ανέρχεται κοντά στο 25% του ΑΕΠ, επίπεδο που θα ζήλευαν οι περισσότερες, αν όχι όλες, οι δυτικές χώρες. Ακόμα και να συμπεριληφθεί στο δημόσιο χρέος ο δανεισμός που έχουν αναλάβει όλοι οι φορείς που ασχολούνται με την πραγματοποίηση των μεγάλων επενδύσεων και την υλοποίηση του προγράμματος Vision 2030 του διαδόχου Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν, και πάλι η κατάσταση δεν εμπνέει ανησυχία.
Αν όμως η εξέλιξη της τιμής του πετρελαίου δεν είναι αυτή που θα ήθελε η ηγεσία και οι επενδύσεις συνεχιστούν με αύξηση του δανεισμού από τις διεθνείς αγορές, τότε κάποια στιγμή θα μπορούσαμε να δούμε τους διεθνείς επενδυτές να αρχίσουν να λαμβάνουν υπόψη τους το ύψος του δανεισμού και να απαιτούν πιο υψηλά επιτόκια από το Σαουδαραβικό Δημόσιο και τις κρατικές ή ημικρατικές επιχειρήσεις. Αυτή την ώρα δεν υπάρχει καμία απολύτως ένδειξη πως συμβαίνει κάτι τέτοιο και είναι αλήθεια πως αυτό μπορεί να μη γίνει ποτέ.
Αν όμως οι συγκυρίες δεν αποδειχθούν ευνοϊκές, δεν μπορούμε να αποκλείσουμε τίποτα. Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, η λογική αντίδραση της ηγεσίας θα περιλαμβάνει σίγουρα και σημαντική μείωση των δημοσίων δαπανών, πράγμα που προφανώς θα επηρεάσει και την ροή των σαουδαραβικών κεφαλαίων προς την Δύση. Παρά το γεγονός πως αυτό το ενδεχόμενο συγκεντρώνει πολύ λίγες πιθανότητες πραγματοποίησης αυτή την στιγμή, καλό είναι να έχουμε στο μυαλό μας πως τα περίφημα «αραβικά κεφάλαια» δεν πρέπει να θεωρούνται δεδομένα για πάντα. Αν υπάρχουν κάποιες επιχειρήσεις ή τομείς της οικονομίας που βασίζουν το μέλλον τους σε αυτά τα κεφάλαια, φρόνιμο είναι να έχουν σε ένα συρτάρι και κάποια σχέδια έκτακτης ανάγκης.