Η Τουρκία, μετά τις πρόσφατες προεδρικές εκλογές, στέλνει μηνύματα «φιλίας» προς την Ελλάδα επιχειρώντας, ωστόσο, να ανοίξει την βεντάλια των θεμάτων προς συζήτηση πέραν της μοναδικής διαφοράς που είναι η οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών, δηλαδή της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ) και υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο.
Συγκεκριμένα, η Τουρκία δια στόματος του προέδρου Ερντογάν προβάλει το ζήτημα της αποστρατικοποίησης των νησιών του Αιγαίου, με τον ισχυρισμό ότι δήθεν το έθεσε στον Έλληνα πρωθυπουργό κατά τη διάρκεια της συνάντησης των δύο αντιπροσωπιών στο περιθώριο της νατοϊκής συνόδου στο Βίλνιους.
H διάψευση της Αθήνας υπήρξε άμεση από τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη ο οποίος σε συνέντευξη του τόνισε ξεκάθαρα ότι δεν υπάρχει περίπτωση να συζητηθούν θέματα που άπτονται της κυριαρχίας των νησιών στο Ανατολικό Αιγαίο και το παράλογο αίτημα της Τουρκίας για αποστρατικοποίηση όταν απέναντι, στα τουρκικά παράλια, υπάρχει η 4η Στρατιά του Αιγαίου, η οποία συνιστά την μεγαλύτερη αποβατική δύναμη της Μεσογείου.
Πιάνοντας την άκρη του νήματος από την αρχή, η Τουρκία συνέδεσε με επιστολές που έστειλε στον ΟΗΕ τα έτη 2021 και 2022 την ελληνική κυριαρχία στα ελληνικά νησιά του Αιγαίου με την αποστρατικοποίηση τους υποστηρίζοντας ότι δήθεν τα νησιά παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα με μειωμένη κυριαρχία.
Ο στόχος της Τουρκίας είναι διττός: Αφενός επιχειρείται,στο πλαίσιο της περίφημης δημόσιας διπλωματίας και με όχημα την πρόθεση για διεξαγωγή διαλόγου με την Ελλάδα και άλλες χώρες στην περιοχή, ο κατευνασμός της Δύσης, και δη των ΗΠΑ, ώστε να προχωρήσει η πώληση των αμερικανικών μαχητικών αεροσκαφών F-16.
Αφετέρου, συντελείται προσπάθεια για πιθανή νομιμοποίηση μονομερών τουρκικών επεκτατικών διεκδικήσεων μέσα από μία διμερή διαπραγμάτευση. Οι κυριότερες εκ των τουρκικών διεκδικήσεων έναντι των ελληνικών νησιών εστιάζουν στην μείωση ή εξαφάνιση των δικαιωμάτων τους σε θαλάσσιες ζώνες, στην αποστρατικοποίηση τους, και στην εμπέδωση της θεωρίας περί «Γκρίζων Ζωνών».
Η Ελλάδα έχει αναπτύξει πλήρως τα διπλωματικά της αντανακλαστικά και απέφυγε την παγίδα που επιχειρεί παραδοσιακά να στήσει η Τουρκία για μία εφ’ όλης της ύλης διαπραγμάτευσηέχοντας συμφωνήσειστο Βίλνιους οι δύο χώρες σεέναν οδικό χάρτη, βασικοί πυλώνες του οποίου συνιστούν:
(α) Ο πολιτικός διάλογος υπό την καθοδήγηση των υπουργών εξωτερικών των δύο χωρών για την μοναδική διαφορά, δηλαδή την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο.
(β) Την θετική ατζέντα που αφορά θέματα εμπορικής, οικονομικής και ενεργειακής συνεργασίας καθώς και συνέργειες σε τομείς όπως ο τουρισμός και η πολιτική προστασία.
(γ) Τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (CBMs) για την μείωση της στρατιωτικής έντασης και τη βελτίωση του ψυχολογικού κλίματος και των επαφών των ενόπλων δυνάμεων των δύο χωρών.
Προδήλως, η Αθήνα ανταποκρίνεται στην τουρκική χείρα φιλίας με ρεαλισμό και έχοντας όπλα στην διπλωματική και γεωπολιτική της φαρέτρα που καθιστούν ευδιάκριτες τις κόκκινες γραμμές της στο πλαίσιο οιουδήποτε διμερούς διαλόγου ειδικά σε ζητήματα που άπτονται της ελληνικής κυριαρχίας και δη των ελληνικών νησιών του Αιγαίου.
Σε κάθε περίπτωση, οι τουρκικέςδιεκδικήσεις επί των ελληνικών νησιών του Αιγαίου είναι έωλες και εντάσσονται στην γενικότερη στρατηγική της Τουρκίας η οποία συνίσταται στην προβολή τουρκικών διεκδικήσεων σε διαφορετικά γεωγραφικά θέατρα όπως στην Ανατολική Μεσόγειο, την Αφρική και τη Μέση Ανατολή, με ζητούμενο την ικανοποίησηκάποιων εξ’ αυτών.
Δικαιώματα των ελληνικών νησιών σε θαλάσσιες ζώνες
Η Τουρκία αμφισβητεί το δικαίωμα των ελληνικών νησιών του Αιγαίου σε ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα, και υιοθετεί επιχειρήματα όπως ότι δεν μπορούν να αποκόψουν την παράκτια προβολή της Τουρκίας, και ότι βρίσκονται στη λάθος πλευρά της μέσης γραμμής μεταξύ δύο ηπειρωτικών ακτών.
Στην πραγματικότητα, η Τουρκία προβαίνει σε λανθασμένη ανάγνωση της διεθνούς νομολογίας προκειμένου να τεκμηριώσει τον αυθαίρετο ισχυρισμό της ότι τα νησιά στερούνται των δικαιωμάτων τους σε υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ. Το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας ωστόσοκαθιστά σαφές ότι τα νησιά δεν πρέπει να αποκοπούν από την προβολή τους σε θαλάσσιες περιοχές.
Προς υποστήριξη της θέσης της, η Τουρκία επικαλείται την υπόθεση Νικαράγουας-Κολομβίας με την οποία ωστόσο αυτοδιαψεύδεται. Και τούτο διότι, το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης στο οποίο προσέφυγαν οι Νικαράγουα και Κολομβία επιβεβαιώνει τις ελληνικές θέσεις. Συγκεκριμένα, το δικαστήριο υποστήριξε ότι η προσαρμογή της προσωρινής διάμεσης γραμμής δεν πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα την αποκοπή της Κολομβίας από τα δικαιώματα που δημιουργούν τα νησιά της στην περιοχή ανατολικά αυτών.
Η τουρκική θέση ότι τα ελληνικά νησιά βρίσκονται στη λάθος πλευρά της μέσης γραμμής μεταξύ δύο ηπειρωτικών ακτών, όπως το Καστελόριζο, και επομένως δεν μπορούν να δημιουργήσουν θαλάσσιες περιοχές δικαιοδοσίας πέρα από τα χωρικά τους ύδατα είναι απόλυτα λανθασμένη. Σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας, τα νησιά, ανεξαρτήτως μεγέθους, δικαιούνταιθαλάσσιες ζώνες, δηλαδή ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα.
Ειδικά ως προς το Καστελόριζο, το επιχείρημα της Άγκυρας ότι αυτό απέχει 600 χιλιόμετρα από την ηπειρωτική Ελλάδα και ως εκ τούτου δεν έχει υφαλοκρηπίδα στερείται νομικής βάσης και πολιτικού ρεαλισμού. Και τούτο διότι το Καστελόριζο δεν είναι απομονωμένο νησί καθώς απέχει μόλις 60 ναυτικά μίλια από την Ρόδο, αποτελώντας τμήμα ενός συμπλέγματος 14 νησιών στο ανατολικότερο άκρο της χώρας μας που ανήκει διοικητικά στα Δωδεκάνησα.
Επιπρόσθετα, το άρθρο 121 της Σύμβασης του Δίκαιου της Θάλασσας καθιστά σαφές ότι όλα τα νησιά έχουν δικαίωμα σε υφαλοκρηπίδα, αιγιαλίτιδα ζώνη και ΑΟΖ και καθορίζονται ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που ισχύει για τις ηπειρωτικές περιοχές. Η εν λόγω πρόβλεψη αποτελεί και εθιμικό δίκαιο δεσμεύοντας και τα κράτη που δεν έχουν υπογράψει τη Σύμβαση, όπως εν προκειμένω η Τουρκία.
Αποστρατικοποίηση νησιών Ανατολικού Αιγαίου
Το καθεστώς των ελληνικών νησιών στο Αιγαίο καθορίζεται από τρεις διεθνείς συνθήκες. Οι Μυτιλήνη, Χίος, Σάμος και Ικαρία από τη Συνθήκη της Λωζάνης του 1923, οι Λήμνος και Σαμοθράκη από τη Σύμβαση του Μοντρέ που υπογράφηκε το 1936, και τα Δωδεκάνησα από τη Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων του 1947.
Το δικαίωμα της Ελλάδας να εξοπλίσει τη Λήμνο και τη Σαμοθράκη έχει αναγνωριστεί από την Τουρκία τόσο σε διπλωματικό όσο και πολιτικό επίπεδο. Το νόμιμο δικαίωμα της Ελλάδας να εγκαταστήσει στρατεύματα στα εν λόγω νησιά αναγνωρίσθηκε από την Τουρκία, αφενός με την επιστολή του τότε Τούρκου Πρέσβη στην Αθήνα ΡουσσένΕσρέφ προς τον Έλληνα Πρωθυπουργό κατόπιν οδηγιών που έλαβε από την τότετουρκική κυβέρνηση.
Αφετέρου από τον τότε Τούρκο υπουργό Εξωτερικών Ρουστού Αράς, κατά την κύρωση της Συνθήκης του Μοντρέ στην τουρκική εθνοσυνέλευση, ο οποίος σύμφωνα με τα πρακτικά της συνεδρίασης ανέφερε επί λέξη: «Οι διατάξεις που αφορούν τις νήσους Λήμνο και Σαμοθράκη, οι οποίες ανήκουν στη γειτονική μας και φιλική χώρα Ελλάδα και είχαν αποστρατικοποιηθεί κατ' εφαρμογήν της Σύμβασης της Λωζάννης του 1923, επίσης καταργήθηκαν με τη νέα Σύμβαση του Montreux και αυτό μας ευχαριστεί ιδιαίτερα».
Όσον αφορά τη Συνθήκη της Λωζάνης, αυτή προβλέπει το δικαίωμα της Ελλάδας να καλεί στρατιώτες για την πραγματοποίηση της στρατιωτικής τους θητείαςστα νησιά Μυτιλήνη, Χίο, Σάμο και Ικαρία, οι οποίοι μπορούν να εκπαιδεύονται επί τόπου. Προσθέτως, η Συνθήκη της Λωζάνης προβλέπει την ανάπτυξηδυνάμεων της αστυνομίας και της χωροφυλακής.
Ως προς το καθεστώς της Δωδεκανήσου, η επίκληση από την Τουρκία της Συνθήκης Ειρήνης των Παρισίων είναι παντελώς παράνομη καθώς δεν αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος αυτής. Το άρθρο 34 της Συνθήκης της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών εξάλλου αναφέρει ρητά ότι «μια συνθήκη δεν δημιουργεί υποχρεώσεις ή δικαιώματα για τρίτες χώρες».
Σε κάθε περίπτωση, η Ελλάδα ασκεί το αναφαίρετο δικαίωμα της στην αυτοάμυνα επί τη βάση του άρθρου 51 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, τη στιγμή που η γειτονική Τουρκία έχει προβεί στη δημιουργία της 4ης Στρατιάς του Αιγαίου απέναντι από τα ελληνικά νησιά, παραβιάζει διαχρονικά τον ελληνικό εναέριο χώρο και τα χωρικά ύδατα, και κατέχει το βόρειο τμήμα της Κύπρου. Την ίδια στιγμή δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής ότι η Άγκυρα έχει κηρύξει casusbelli με απόφαση της Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης από το 1995 σε περίπτωση που η Αθήνα ασκήσει το κυριαρχικό της δικαίωμα και επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 ναυτικά μίλια.
Αποδόμηση Θεωρίας Γκρίζων Ζωνών
H Τουρκία επιδιώκει την επανερμηνεία διεθνών συνθηκών αμφισβητώντας ευθέως την ελληνική κυριαρχία σε μία σειρά νησιών, νησίδων και βραχονησίδων στο Αιγαίο έχοντας αναπτύξει από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 την περίφημη θεωρία των «Γκρίζων Ζωνών».
Οι τουρκικές διεκδικήσεις απορρίπτονται από το διεθνές νομικό πλαίσιο που ρύθμισε θέματα κυριαρχίας μετά τους δύο Παγκόσμιους Πολέμους. Πρόκειται για τις Συνθήκες της Λωζάνης και των Παρισίων. Προσθέτως, η Συνθήκη της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών του 1969 αποσαφηνίζει ότι οι συνθήκες που ορίζουν σύνορα δεν αναθεωρούνται.
Το επιχείρημα της τουρκικής πλευράς ότι η ελληνική κυριαρχία υφίσταται μόνο στα νησιά του Αιγαίου για τα οποία γίνεται ονομαστική αναφορά στις Συνθήκες βάσει των οποίων παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα, απορρίπτεται από το γράμμα των ίδιων των Συνθηκών. Συγκεκριμένα, η ελληνική κυριαρχία επί του συμπλέγματος της Δωδεκανήσου δεν επιδέχεται αμφισβητήσεως. Και τούτο διότι η Τουρκία έχει παραιτηθεί κάθε κυριαρχικού δικαιώματος επί του συνόλου των νησιών, νησίδων, βραχονησίδων που βρίσκονται πέραν των 3 μιλίων από την ασιατική ακτή, εκτός της Ίμβρου, της Τενέδου και των Λαγουσών που αναφέρονται ονομαστικά, στη Συνθήκη της Λωζάνης η οποία παραχώρησε το Δωδεκανησιακό σύμπλεγμα στην Ιταλία (άρθρο 15).
Συγκεκριμένα, το άρθρο 12 της Συνθήκης της Λωζάννης προβλέπει επί λέξη:
«Η ληφθείσααπόφασις της 13ης Φεβρουαρίου 1914 υπό της Συνδιασκέψεως του Λονδίνου εις εκτέλεσιν των άρθρων 5 της Συνθήκης του Λονδίνου της 17/30 Μαϊου 1913 και 15 της Συνθήκης των Αθηνών της 1/14 Νοεμβρίου 1913, η κοινοποιηθείσα εις την Ελληνικήν Κυβέρνησιν τη 13 Φεβρουαρίου 1914 και αφορώσα εις την κυριαρχίαν της Ελλάδος επί των νήσων της Ανατολικής Μεσογείου, εκτός της Ίμβρου, Τενέδου και των Λαγουσών νήσων (Μαυρυών), ιδία των νήσων Λήμνου, Σαμοθράκης, Μυτιλήνης, Χίου, Σάμου και Ικαρίας επικυρούται, υπό την επιφύλαξιν των διατάξεων της παρούσης Συνθήκης των συναφών προς τις υπό την κυριαρχίαν της Ιταλίας διατελούσας νήσους, περί ων διαλαμβάνει το άρθρο 15. Εκτός αντιθέτου διατάξεως της παρούσης Συνθήκης, αι νήσοι, αι κείμεναι εις μικροτέραναπόστασιν των τριών μιλίων της ασιατικής ακτής, παραμένουσιν υπό την τουρκικήνκυριαρχίαν».
Προσθέτως, η Ελλάδα διαδέχτηκε την Ιταλία ασκώντας την κυριαρχία επί της Δωδεκανήσου σύμφωνα με το άρθρο 14 της Συνθήκης Ειρήνης των Παρισίων του 1947, ενώ η οριοθέτηση των θαλασσίων συνόρων μεταξύ της Δωδεκανήσου και της μικρασιατικής ακτής υπολογίστηκε στην μέση γραμμή, σύμφωνα με την Ιταλο-Τουρκική Συμφωνία του 1932 και του συμπληρωματικού αυτήςΠρωτοκόλλου.
Αντί Επιλόγου
Η Ελλάδα προσέρχεται στο τραπέζι του διαλόγου με την Τουρκία με ρεαλισμό και σαφείς κόκκινες γραμμές. Απέναντι στην τουρκική προσπάθεια να εγείρει διεκδικήσεις στο πλαίσιο του διμερούς διαλόγου, η Ελλάδα προτάσσει το διεθνές δίκαιο και πολιτικές αξιόπιστης αποτροπής ενισχύοντας την άμυνα της, προστατεύοντας την κυριαρχία και τα κυριαρχικά της δικαιώματα και αναδεικνύοντας το ρόλο της ως πυλώνα σταθερότητας στην Ανατολική Μεσόγειο και την ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής και των Βαλκανίων. Η αποτελεσματική αποτροπή διαφυλάσσειτην εθνική κυριαρχία προστατεύοντας τα ελληνικά σύνορα, που είναι και ευρωπαϊκά, και επιτρέπει στην χώρα μας να διαβεί τον ακανθώδη δρόμο της διπλωματίας που βρίσκεται μπροστά της.
* Η Αντωνία Δήμου είναι non-residentfellow στο Κέντρο για την Ανάπτυξη της Μέσης Ανατολής (CMED) στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, ΛοςΆντζελες (UCLA)