Τι επιθυμούμε να επικρατήσει στις σχέσεις μας με την Τουρκία; Την τελευταία περίοδο, ακούμε από πολλές πλευρές ότι μπορούμε και οφείλουμε να γυρίσουμε σελίδα, να επιδιώξουμε «λύση» στα αποκαλούμενα «ελληνοτουρκικά». Είναι όμως έτσι; Ας αναλογιστούμε καταρχήν ορισμένα ερωτήματα.
Πέραν της υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ, τι μπορούμε να συζητήσουμε σε επίπεδο ανώτερο εκείνου των διερευνητικών επαφών;
Σήμερα, ποιος μπορεί να ενθαρρύνει με τρόπο αποτελεσματικό την ύφεση στα ελληνοτουρκικά; Με τι ορίζοντα, περιεχόμενο και ανταλλάγματα;
Ποιο είναι το υπό διαμόρφωση πλαίσιο των σχέσεων μεταξύ Τουρκίας και Δύσης και ποιες εκδοχές του πλαισίου μας συμφέρουν; Πώς διαμορφώνονται οι σχέσεις της Τουρκίας με δυνάμεις που τη στήριζαν και εξακολουθούν να τη στηρίζουν (όπως η Γερμανία) και, αντίστοιχα, με δυνάμεις που στήριζαν και εξακολουθούν να στηρίζουν την Ελλάδα (όπως η Γαλλία);
Έχει φτάσει η αναβάθμιση της ποιοτικής ισορροπίας ισχύος Ελλάδας – Τουρκίας στο σημείο εκείνο το οποίο – όπως επιμένουμε από χρόνια – αποτελεί απολύτως απαραίτητη προϋπόθεση αποφυγής σταδιακής φινλανδοποίησης;
Ποια είναι τα όρια μιας μετεκλογικής συνεννόησης Ελλάδας – Τουρκίας;
Ατυχώς, η προσφυγή στη Χάγη έχει καταστεί ιερό δισκοπότηρο για την πλειοψηφία των πολιτικών και των αναλυτών, παρότι κάποιοι έχουμε από χρόνια αμφισβητήσει συστηματικά αυτή τη συναίνεση (βλ. Κ. Λάβδας και Σ. Λίτσας, «Προσφέρει η Χάγη ευκαιρία βιώσιμης συνεννόησης με την Τουρκία;», ΤΟ ΒΗΜΑ, 16.02.2020). Και το έχουμε πράξει εξηγώντας ότι άλλα εργαλεία μπορούν, υπό τις κατάλληλες συνθήκες, να αποδειχθούν προσφορότερα. Εφόσον όμως η «σχολή της Χάγης» παραμένει κραταιά, μπορούμε να συζητήσουμε προς το παρόν τις προϋποθέσεις – τις ουσιαστικές, όχι τις διαδικαστικές αναφορικά με το συνυποσχετικό κλπ.
Η συζήτηση αυτή περί προϋποθέσεων συναρτάται με τα ερωτήματα που τέθηκαν πιο πάνω. Εφόσον – όπως υποστηρίζουν πολλοί στους ευρωατλαντικούς θεσμούς αλλά και στην Ελλάδα – διαφαίνεται ένα παράθυρο ευκαιρίας για προχωρημένο διάλογο, η Τουρκία οφείλει να δώσει απτά δείγματα γραφής, πέρα από ανέξοδες δηλώσεις (που άλλωστε συμπληρώνονται με τις γνώριμες επιθετικές κορώνες).
Οφείλει να ξεκινήσει στο εσωτερικό της τις διαδικασίες άρσης της απόφασης για τα 12 μίλια στο Αιγαίο ως αιτία πολέμου (casus belli) με το οποίο η Τουρκική Εθνοσυνέλευση το 1995 σημάδεψε τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Δύσκολο; Ίσως, αλλά με δεδομένη την μετεκλογική κυριαρχία Ερντογάν τόσο στην εκτελεστική όσο και στη νομοθετική εξουσία, υπάρχουν οι δυνατότητες, εάν όντως υπάρχει η βούληση.
Εάν η Τουρκία εγκαταλείψει την απόφαση σύμφωνα με την οποία ενδεχόμενη επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων στο Αιγαίο στα 12 ναυτικά μίλια αποτελεί casus belli, η ελληνική πλευρά θα μπορέσει να ξεκινήσει την συζήτηση για τους τρόπους άσκησης του δικαιώματος επέκτασης των χωρικών υδάτων της και στο Αιγαίο μέχρι τα 12 νμ (οι προτροπές εντός της Ελλάδας για πρώτα επέκταση στα 12 νμ παντού και μετά διάλογο αποτελούν, όπως έχω εξηγήσει στο παρελθόν, απλές ασκήσεις υπεραναπλήρωσης).
Στην πραγματικότητα, η Τουρκία δεν πρόκειται να δώσει σημαντικά δείγματα γραφής. Διότι, όπως είχαμε επισημάνει πριν από ένα χρόνο, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις πρέπει να γίνουν αντιληπτές μέσα από έξι κρίσιμες παραμέτρους και τις σύνθετες αλληλεπιδράσεις τους. Μέσα από το αναθεωρητικό ιδεολόγημα της «Γαλάζιας Πατρίδας», τα «ελληνοτουρκικά» έχουν αποκτήσει (και) διαστάσεις που άπτονται του ταυτοτικού πυρήνα της τουρκικής εσωτερικής πολιτικής.
Στο μεταξύ, τα γερμανικής τεχνολογίας υποβρύχια εξακολουθούν να προστίθενται στη ναυτική ισχύ της Τουρκίας. Ενώ οι πιέσεις στις ΗΠΑ για εξοπλιστική και οικονομική ενίσχυση παραμένουν ουσιαστικές. Βεβαίως, η σύνοδος του ΝΑΤΟ στο Βίλνιους τον Ιούλιο είναι πιθανό να αποδειχθεί τόσο σημαντική που μερικά από τα ζητήματα που αφορούν τις σχέσεις της Τουρκίας με τη Δύση να αντιμετωπίζονται σε σχέση με τις πριν το Βίλνιους ή μετά το Βίλνιους. Αλλά θα πρέπει να περιμένουμε να εκτιμήσουμε τα αποτελέσματα τότε.
Με τα σημερινά δεδομένα, «κτίσιμο εμπιστοσύνης» με την Τουρκία είναι αδύνατο. Βεβαίως, πολλά μπορούν να βοηθήσουν στην αποφυγή κρίσεων: αύξηση της ελληνικής ισχύος, αύξηση κόστους για τον αντίπαλο, εμβάθυνση σχέσεων με κρίσιμους συμμάχους (ΗΠΑ, Γαλλία), αξιοποίηση χωρών που διατηρούν καλές σχέσεις με την Τουρκία χωρίς όμως να την εξοπλίζουν σε βάρος της ισορροπίας ισχύος στην Ανατολική Μεσόγειο, ενθάρρυνση εναλλακτικών σεναρίων για την αναζήτηση και κοινών τόπων σε σχέση με περιφερειακές και διεθνείς διενέξεις, και άλλα.
Όμως η «εμπιστοσύνη» στις διεθνείς σχέσεις σημαίνει τη δύσκολή, σταδιακή αλλά έμπρακτη και συστηματική απομάκρυνση από την εστιασμένη αμοιβαιότητα (specific reciprocity) προς μορφές μεικτής και διάχυτης αμοιβαιότητας (mixed & diffuse reciprocity) στις διαδράσεις μεταξύ των δρώντων, εν προκειμένω μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Δεν βρισκόμαστε σε αυτό τον δρόμο, ούτε κατά διάνοια. Η Τουρκία εμμένει στις απόψεις της και τη στρατηγική της.
Στο παρελθόν είχα διατυπώσει την άποψη ότι μόνον η έννοια της «βιώσιμης ειρήνης» δύναται να αποτυπώσει το σύνολο των χαρακτηριστικών που θα διαμορφώσουν μια ειρηνική συνύπαρξη με αμοιβαία οφέλη και χρονική διάρκεια, χωρίς ελληνικές υποχωρήσεις. Ότι, με άλλα λόγια, αυτό που στρατηγικά έχει λόγο να επιθυμεί η Ελλάδα για τις σχέσεις με την Τουρκία είναι μια βιώσιμη ειρήνη που δε θα υποκρύπτει φινλανδοποίηση. Κάθε αποκλιμάκωση είναι προφανώς καλοδεχούμενη, πόσο μάλλον που υφίσταται από χρόνια ένα καλό εμπορικό υπόβαθρο στις σχέσεις με τη γείτονα. Αλλά – σημαντική υποσημείωση – το καλό αυτό εμπορικό υπόβαθρο φάνηκε ανίσχυρο μπροστά στις γεωπολιτικές φιλοδοξίες της Άγκυρας. Δεν είναι ακόμη η ώρα για «λύση» στα ελληνοτουρκικά, όσο και αν οι ευγενείς φιλοδοξίες ενίοτε παρασύρουν.
Η επίτευξη αδιαμφισβήτητης ποιοτικής ισορροπίας δυνάμεων απέναντι σε μια αριθμητικά πανίσχυρη γείτονα με αναθεωρητικές τάσεις αποτελεί προϋπόθεση για διάλογο και μόνο σταδιακά – εάν και όταν οι εξελισσόμενες συνθήκες ευνοήσουν – για βιώσιμη ειρήνη. Τώρα είναι ακόμη ώρα για εγρήγορση, για εντατικοποίηση των διπλωματικών προσπαθειών, για περαιτέρω εμβάθυνση των συμμαχιών του αύριο και για ενίσχυση της αποτροπής.
Αντίθετα, από αυτό που μηρυκάζουν ορισμένοι κάθε τόσο, η αναζήτηση «λύσης» υπό πίεση και σε καθεστώς εκβιασμών μας αποπροσανατολίζει. Η Τουρκία σε γενικές γραμμές θα εξακολουθήσει να επιδιώκει το νέο της στρατηγικό όραμα: μια επεκτατική χερσαία και θαλάσσια δύναμη με ενισχυόμενη στρατηγική αυτονομία και μια ευρύτερη, ουδετεροποιημένη περίμετρο.
*Ο Κώστας Α. Λάβδας είναι Καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και έχει διατελέσει, μεταξύ άλλων, Senior Research Fellow στη London School of Economics και κάτοχος της Έδρας Ελληνικών και Ευρωπαϊκών Σπουδών «Κωνσταντίνος Καραμανλής» στο Fletcher School of Law and Diplomacy του Πανεπιστημίου Tufts στις ΗΠΑ.