Μνήμες 1999 ξύπνησαν οι δυο σεισμοί στην Τουρκία, η τεράστια ανθρώπινη τραγωδία και η καταστροφή που προκάλεσαν, δημιουργώντας στην Αθήνα την προσδοκία ότι μέσα από αυτή την τραγωδία θα γεννηθούν προοπτικές για επαναπροσέγγιση και δρομολόγηση μιας άλλης πορείας στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Με μια μηχανιστική και εν πολλοίς ρομαντική αντίληψη των ελληνοτουρκικών, όλοι όσοι αρνιόντουσαν να αποδεχθούν την σκληρή πραγματικότητα στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, όπως έχει διαμορφωθεί τα τελευταία τουλάχιστον έξι χρόνια, έσπευσαν να δουν την έκφραση αλληλεγγύης από την Ελλάδα και την ανταπόκριση που αυτή είχε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης της γειτονικής χώρας, ως την παλιά επιτυχημένη συνταγή που οδήγησε στις διερευνητικές επαφές και σε μια περίοδο ύφεσης αλλά όχι εξομάλυνσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Το γεγονός ότι η καταστροφή θα επηρεάσει άμεσα τις πολιτικές εξελίξεις, ειδικά λίγους μήνες πριν από τις προγραμματισμένες εκλογές στην Τουρκία, είναι δεδομένο, αν και πρώιμες και επισφαλείς οι όποιες προβλέψεις.
Ο Ερντογάν θα επιχειρήσει να εργαλειοποιήσει ακόμη και αυτή την κατάσταση, καθώς από τη μια θα δέχεται κριτική για την ανεπάρκεια του κρατικού μηχανισμού στην αντίδραση του, και συγχρόνως θα έχει διαρκώς ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας να υποφέρει καθώς η επιβίωση σε συνθήκες χειμώνα και με διαλυμένες υποδομές θα είναι δύσκολη για όσους γλύτωσαν από την καταστροφή. Η κοινωνική αυτή δυσαρέσκεια θα γίνει προφανώς αντικείμενο εκμετάλλευσης από την Αντιπολίτευση.
Από την άλλη λειτουργώντας ως ο μεγάλος «πατερούλης» έχει αρχίσει ήδη με προσεκτικές κινήσεις να εμφανίζεται ως η μοναδική αξιόπιστη ελπίδα για να εξασφαλιστεί η επιβίωση των χιλιάδων αστέγων και πληγέντων από τον σεισμό. Είναι ακόμη άγνωστο πως θα λειτουργήσει αυτή η ισορροπία ενώ φυσικά παραμένει ως βάσιμη επιλογή η αναβολή των εκλογών.
Είναι προφανές πάντως ότι με κατάσταση έκτακτης ανάγκης σε μεγάλο μέρος της Ανατολικής Τουρκίας και με ενοχοποίηση κάθε φωνής διαμαρτυρίας για τις ανεπάρκειες του κρατικού μηχανισμού, θα γίνουν ακόμη δυσκολότερες οι συνθήκες για ομαλή διεξαγωγή εκλογών.
Το ένα δεδομένο είναι η μεγάλη απροβλεψιμότητα την οποία προκαλεί στο εσωτερικό της Τουρκίας η μεγάλη καταστροφή.
Συγχρόνως όμως είναι προφανές ότι για ένα σημαντικό χρονικό διάστημα η τουρκική ηγεσία θα επικεντρωθεί αποκλειστικά στο έργο της ανασυγκρότησης των περιοχών που έχουν πληγεί.
Η εμμονική ατζέντα σε θέματα εξωτερικής πολιτικής είτε αυτά αφορούν στο «μεγαλείο της Τουρκίας» είτε την στοχοποίηση της Ελλάδας, δικαιολογημένα θα υποχωρήσει για ένα διάστημα, αλλά κάθε άλλο παρά θα εξαφανισθεί.
Οι διαφορές με το 1999 είναι πολλές. Τότε υπήρχε ήδη ένα πολύ καλό κλίμα μεταξύ των δυο υπουργών εξωτερικών Γ. Παπανδρέου και Ι. Τζεμ το οποίο διευκολύνθηκε και νομιμοποιήθηκε από το κύμα αλληλεγγύης που εκφράσθηκε εκατέρωθεν του Αιγαίου.
Υπήρχε ένα ισχυρό κίνητρο για την Τουρκία ώστε να προχωρήσει τη διαδικασία επαναπροσέγγισης και αυτό ήταν η προοπτική ένταξης της στην Ε.Ε.
Η κυβέρνηση Ετσεβίτ δεν αισθάνονταν και τόσο ισχυρή έχοντας ήδη απέναντι της μια ισχυρή αντιπολίτευση που έπαιρνε σχήμα με την ηγεσία του Τ. Ερντογάν και αναζητούσε ερείσματα στην Δύση.
Είχε προηγηθεί το επεισόδιο των Ιμίων και η έγερση των «γκρίζων ζωνών», η υπογραφή της Συμφωνίας της Μαδρίτης και ακολουθούσε η κρίσιμη Σύνοδος Κορυφής του Ελσίνκι.
Παρά το βαρύ κλίμα οι ελληνοτουρκικές σχέσεις δεν είχαν φθάσει στο σημερινό σημείο, με την καθημερινή -σε επίπεδο χυδαίο ορισμένες φορές- αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας, την προσβολή της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας και του ελληνικού λαού. Μιας τακτικής η οποία εκτός από πολιτικό επίπεδο έχει δηλητηριάσει βαθιά και τις σχέσεις μεταξύ των δυο κοινωνιών.
Διότι η έκφραση αλληλεγγύης για τα θύματα του σεισμού ή ένα συγκινητικό κλιπάκι σε έναν τηλεοπτικό σταθμό συνοδευόμενο με κάποιους συγκινητικούς στίχους τουρκικού λαϊκού τραγουδιού, δεν αρκούν για να θεραπεύσουν τις πληγές που έχει ανοίξει η χολερική ρητορική και η αναθεωρητική πολιτική του κ. Ερντογάν.
Κανείς δεν πιστεύει ότι ξαφνικά ο κ. Ερντογάν θα συγκινηθεί από τη διάσωση των πέντε ανθρώπων από την ΕΜΑΚ η μετά από μια σύντομη περίοδο ομφαλοσκόπησης θα αντιληφθεί ότι η ζωή είναι μικρή και απρόβλεπτη και συνεπώς δεν έχουν θέση σε αυτή οι «έχθρες και αντιπαλότητες»….
Αν το 1999 οι δυο χώρες έδειχναν πρόθυμες να προχωρήσουν σε μια διερεύνηση των δυνατοτήτων επίλυσης της διαφοράς για την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών και του ορισμού μιας σειράς Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης και συνεργασίας σε θέματα χαμηλής πολιτικής, 24 χρόνια μετά το τοπίο είναι πολύ διαφορετικό.
Τα δεκάδες Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης υπάρχουν αλλά έχουν αποδειχθεί αδύναμα να συμβάλουν στην εκτόνωση των εντάσεων και στην εμβάθυνση της συνεργασίας, ενώ κάθε πιθανότητα επιτυχίας η έστω μικρής προόδου στις διερευνητικές επαφές έχει εξανεμιστεί λόγω της τουρκικής στάσης για γενικευμένη αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας, για διεύρυνση της ατζέντας και την επιβολή τετελεσμένων όπως το Τουρκολιβυκό Μνημόνιο.
Δεν ήταν το … συναίσθημα που έλειπε για την αποκατάσταση διαύλων και την επανάληψη της διαδικασίας επαναπροσέγγισης. Αυτό μπορεί να το προσέφερε το κύμα αλληλεγγύης για τα θύματα του Σεισμού, αλλά θα πρέπει και ο κ. Ερντογάν να δείξει συναινετική διάθεση. Και αυτό δεν φάνηκε ούτε στον ψυχρό τρόπο της επίσημης αντίδρασης στην προσφορά ελληνικής βοήθειας ούτε και από το γεγονός ότι ακόμη και σε αυτές τις συνθήκες της μεγάλης τραγωδίας συνεχίστηκε η «περιοδεία» των τουρκικών Drones στο Αιγαίο για να «μην ξεχνιόμαστε»…
Απλώς να έχουμε υπόψη μας ότι όσο οι ίδιοι σπεύδουμε να συγκρίνουμε καταστάσεις και να δείχνουμε το 1999 τόσο διευκολύνονται και οι προσπάθειες όλων εκείνων σε Βρυξέλλες, Βερολίνο και Ουάσινγκτον που υποστηρίζουν την θεωρία ότι όσα πιο πολλά κίνητρα και ανταλλάγματα προσφέρεις στον Ερντογάν τόσο τον κρατάς πιο κοντά και πιο «μαλακό».
Είναι η γνωστή θεωρία του κατευνασμού, που τόσες φορές έχουμε δει πόσο εύκολα και όμορφα .. καίγεται.