Μάρκο Ρούμπιο και Χακάν Φιντάν στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ, 25 Μαρτίου 2025
Είναι κοντά στα F-35 η Τουρκία;
AP Photo/Rod Lamkey, Jr.
AP Photo/Rod Lamkey, Jr.
Μάρκο Ρούμπιο και Χακάν Φιντάν στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ, 25 Μαρτίου 2025

Είναι κοντά στα F-35 η Τουρκία;

Τη στιγμή που εντός των τειχών ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν διαμορφώνει το πεδίο μάχης των επόμενων εθνικών εκλογών στα μέτρα του, προβάλλει τα νέα γεωπολιτικά δεδομένα διεθνώς για να κάνει «reset» στις σχέσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες επί προεδρίας Ντόναλντ Τραμπ, με άξονα την ενίσχυση της αμυντικής συνεργασίας.

Η επίσκεψη του υπουργού Εξωτερικών Χακάν Φιντάν την Τρίτη στην Ουάσινγκτον ήταν η πρώτη «αναγνωριστική», κατ’ ιδίαν επαφή της τουρκικής πλευράς με τη νέα αμερικανική διοίκηση. Η συνάντηση με τον Μάρκο Ρούμπιο στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ δεν φάνηκε εκ των αρχικών ενδείξεων να λύνει τον «γόρδιο δεσμό» όσον αφορά την προοπτική επιστροφής στο πρόγραμμα των F-35 που διακαώς επιθυμεί η Άγκυρα, ωστόσο η χθεσινοβραδυνή δήλωση από πλευράς Στέιτ Ντιπάρτμεντ ότι οι ΗΠΑ «αναζητούν ευκαιρίες ενίσχυσης των σχέσεων με την Τουρκία» ίσως υποδεικνύει κινητικότητα επί του θέματος.

Η άρση των κυρώσεων μέσω του νόμου CAATSA, που δεν φράσσουν μόνο το δρόμο για την πώληση των F-35 πέμπτης γενιάς αλλά αγγίζουν ευρύτερα την αμυντική βιομηχανία και τα εξοπλιστικά προγράμματα της Τουρκίας- είναι το ζήτημα που τέθηκε κατά προτεραιότητα από τον Τούρκο υπουργό Εξωτερικών, Χακάν Φιντάν, στον Αμερικανό ομόλογό του, Μάρκο Ρούμπιο, κατά τις συνομιλίες που ήλθαν σε συνέχεια της προ ημερών τηλεφωνικής επικοινωνίας των Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και Ντόναλντ Τραμπ.

Ο Ντόναλντ Τραμπ έχει εμφανιστεί να το «σκέφτεται» για τα F-35, κατά διπλωματικές πηγές που μίλησαν υπό καθεστώς ανωνυμίας στο δίκτυο Fox κατόπιν της τηλεφωνικής επικοινωνίας της 16ης Μαρτίου, και αυτό υπό την προϋπόθεση συμφωνίας μεταξύ των δύο πλευρών που θα θέτει εκτός επιχειρησιακής λειτουργίας το ρωσικό αντιαεροπορικό σύστημα των S-400, η αγορά του οποίου «εξοστράκισε» το 2019, επί πρώτης θητείας Τραμπ, την Τουρκία από το πρόγραμμα κατ’ εφαρμογή του Νόμου για την Αντιμετώπιση των Αντιπάλων της Αμερικής Μέσω Κυρώσεων (CAATSA).

Η Άγκυρα θα πρέπει να συμφωνήσει με την Ουάσινγκτον (προφανώς όχι προς ικανοποίηση της Μόσχας) τον παροπλισμό των S-400 με φόρμουλα που θα διασφαλίζει πέραν πάσης αμφιβολίας ότι τα ρωσικά συστήματα δεν θα μπορούσαν να «διαβάσουν» τα F-35. Αυτό είναι εκ των ων ουκ άνευ, όμως η συνολική εξίσωση και η μεγάλη εικόνα μίας ενδεχόμενης επιστροφής Τουρκίας στο πρόγραμμα των F-35, που σαφώς επηρεάζει την Ελλάδα, είναι πολύ πιο σύνθετη. 

Τους «πυρήνες» αντίστασης στο αμερικανικό Κογκρέσο για την άρση των κυρώσεων CAATSA εναντίον ενός μη αξιόπιστου συμμάχου που διολισθαίνει όλο και βαθύτερα στον αυταρχισμό, εάν και εφόσον το αποφάσιζε, ο Τραμπ έχει ως πρόεδρος τη δυνατότητα να τους παρακάμψει. Αυτή όμως καθαυτή η πώληση των F-35 θα ήταν πιο περίπλοκη καθώς απαιτεί το πράσινο φως των αρμόδιων επιτροπών Εξωτερικών Υποθέσεων του Κογκρέσου. Αυξανόμενες ενστάσεις καταγράφονται κατά πληροφορίες και στους κόλπους της αμερικανικής κυβέρνησης, πάρα ταύτα ο Τραμπ έχει τον πρώτο λόγο και ο σημαντικότερος παράγοντας που θα κληθεί να σταθμίσει ο ίδιος στις αποφάσεις του θεωρείται το Ισραήλ, το οποίο θα έβλεπε να εγείρονται για το ίδιο ζητήματα εθνικής ασφάλειας μετά το «πόδι» που έχει πατήσει η Τουρκία στη Συρία διά των «μετα-τζιχαντιστών» που βρίσκονται στην εξουσία. 

Κοινή συνέντευξη Τύπου δεν δόθηκε μετά την προχθεσινή συνάντηση Ρούμπιο-Φιντάν στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ, με την τουρκική πλευρά να επιχειρεί εμφανώς να προβάλλει μία ιδιαίτερα ευοίωνη εικόνα που έφτασε να παίρνει στο πρωτοσέλιδο της φιλοκυβερνητικής Hurriyet διαστάσεις «νέας εποχής στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις», με τον τίτλο να συνοδεύει η φωτογραφία των δύο υπουργών Εξωτερικών να σφίγγουν τα χέρια.

Παραπέμποντας στο αίτημα της Τουρκίας για άρση των κυρώσεων CAATSA, πηγές του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών ανέφεραν ότι Ουάσινγκτον και Άγκυρα εξέφρασαν την πολιτική τους βούληση προκειμένου «να αρθούν τα εμπόδια στη συνεργασία στον τομέα της αμυντικής βιομηχανίας» και ότι «θα πραγματοποιηθούν συνομιλίες σε επίπεδο τεχνικών επιτροπών για την επίλυση των υφιστάμενων προβλημάτων». Έμφαση δόθηκε από την Άγκυρα σε συνολικά βήματα ενίσχυσης των διμερών σχέσεων και σε προεργασίες για επίσκεψη Ερντογάν στις ΗΠΑ.

Η ανακοίνωση που εκδόθηκε, ωστόσο, από την εκπρόσωπο του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, Τάμι Μπρους, σχετικά με τη συνάντηση δεν περιείχε καμία σχετική αναφορά για το πεδίο της αμυντικής συνεργασίας και περί άρσης εμποδίων, επί της ουσίας την άρση των αμερικανικών περιορισμών στην πώληση προς την Τουρκία αμυντικού υλικού, σε αντίθεση με τις αναφορές των πηγών του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών, κάτι που ίσως αντανακλά πόσο ρευστό παραμένει το τοπίο γύρω από τα F-35.

Πέρα από τις διαφορετικές εκτιμήσεις για τον τομέα της αμυντικής βιομηχανίας, ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ «εξέφρασε τις ανησυχίες του σχετικά με τις συλλήψεις και τις διαδηλώσεις στην Τουρκία», αν και αποφεύχθηκε ρητή αναφορά στο πρόσωπο του Εκρέμ Ιμάμογλου

Η ανακοίνωση αυτή σε κάθε περίπτωση ήλθε εκ μέρους του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και του Μάρκο Ρούμπιο, ο οποίος κατά τη διάρκεια της θητείας του ως γερουσιαστής στη Φλόριντα είχε επικρίνει την ακύρωση της πρώτης εκλογής του Ιμάμογλου ως δημάρχου της Κωνσταντινούπολης το 2019, λέγοντας: «Ο αυταρχισμός προκαλεί τη δημοκρατία σε κάθε περιοχή». Σχεδόν την ώρα που ερχόταν στη δημοσιότητα η ανακοίνωση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, ο Ντόναλντ Τραμπ υποδεχόταν υποψήφιους πρεσβευτές στο Λευκό Οίκο. Αφότου ο Τομ Μπάρακ, υποψήφιος πρεσβευτής των ΗΠΑ στην Άγκυρα πήρε το λόγο, ο Τραμπ χαρακτήριζε «σημαντική χώρα» την Τουρκία και επαινούσε τον Ερντογάν ως «καλό ηγέτη». Τραμπ και Ρούμπιο εξέπεμπαν φαινομενικά αντικρουόμενα μεταξύ τους μηνύματα. 

Τουρκικές διπλωματικές πηγές έσπευσαν πάντως να διασκεδάσουν τις εντυπώσεις υποστηρίζοντας ότι η συνάντηση ήταν «πολύ θετική» και ότι η δήλωση σχετικά με τις συλλήψεις και τις διαμαρτυρίες δεν αντανακλά την αλήθεια. Οι ίδιες διπλωματικές πηγές δήλωσαν: «Εικάζουμε ότι το μήνυμα αυτό μπορεί να είχε προετοιμαστεί πριν από τη συνάντηση».

Καθώς το ερώτημα «τι τελικά συνέβη στη συνάντηση Φιντάν-Ρούμπιο» άρχισε να «φουσκώνει» σαν κύμα και να ρίχνει βαριά σκιά σε αυτή την πρώτη άμεση επαφή της νέας αμερικανικής κυβέρνησης με την Τουρκία, ο εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, επιχείρησε χθες το βράδυ και αυτός να εκπέμψει ένα πιο θετικό μήνυμα προς την Άγκυρα, χωρίς να δίνει όμως ξεκάθαρη απάντηση όσον αφορά το ενδεχόμενο άρσης των κυρώσεων. «Η Τουρκία είναι ένας σημαντικός σύμμαχος και συνεχίζουμε τις διαβουλεύσεις για πιθανές ευκαιρίες ενίσχυσης της σχέσης μας σε μια σειρά τομέων» απάντησε σε σχετική ερώτηση, αποφεύγοντας να σχολιάσει «τις λεπτομέρειες των συζητήσεων με την Τουρκία για το θέμα των κυρώσεων». Ήταν ωστόσο η πρώτη φορά που το Στέιτ Ντιπαρτμεντ δεν απάντησε ότι η γνωστή θέση των ΗΠΑ για τις κυρώσεις δεν έχει μεταβληθεί.

Σε κάθε περίπτωση, όσες πληροφορίες είδαν το φως της δημοσιότητας, μετά τη συνάντηση των δύο υπουργών, δεν αρκούν για να ξεκαθαρίσουν το τοπίο των κυρώσεων, οι οποίες δεν είναι ένα «αυτοτελές» ζήτημα στο πλέγμα των αμερικανοτουρκικών σχέσεων, αφού είναι αλληλένδετο με έτερα μέτωπα, και ιδίως αυτό της Συρίας, της στάσης που έχει κρατήσει ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν με την άκρατη υποστήριξη της Χαμάς και τις επιθέσεις κατά του Ισραήλ και φυσικά το Ουκρανικό. Πάντως δεν έχει μείνει απαρατήρητο, και δίχως να είναι ασύνδετο με τις ευρύτερες εξελίξεις, το γεγονός ότι ο Τούρκος πρόεδρος εσχάτως έχει κατεβάσει τους τόνους έναντι του Ισραήλ.

Ιδίως για τη Συρία, η ανακοίνωση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ αναφέρει πως ο Μάρκο Ρούμπιο «επανέλαβε την ανάγκη για στενή συνεργασία για την υποστήριξη μιας σταθερής, ενοποιημένης, ειρηνικής Συρίας που δεν θα αποτελεί ούτε βάση για τη διεθνή τρομοκρατία ούτε δρόμο για αποσταθεροποιητικές δραστηριότητες του Ιράν». Οι Κούρδοι της βόρειας Συρίας (YPG) εξακολουθούν να υποστηρίζονται από την Ουάσινγκτον, και όταν οι Αχμέντ αλ-Σάρρα και Μαζλούμ Αμπντί έδωσαν στις 10 Μαρτίου τα χέρια στη Δαμασκό για την ενσωμάτωση των SDF στον συριακό στρατό, αυτό έγινε προφανώς κατόπιν αμερικανικής μεσολάβησης.

Αν και οι ΗΠΑ, και ιδιαίτερα η κυβέρνηση Τραμπ, προτίθενται να αποχωρήσουν από τη Συρία, θέλουν να αφήσουν πίσω τους μια δομή στην οποία θα μπορούν να στηριχθούν. Σε αυτό το σημείο, δεν θέλουν να «πουλήσουν» το YPG. Το Ισραήλ απαιτεί επίσης τη διατήρηση ενός ισχυρού κουρδικού σχηματισμού στη χώρα. Για το λόγο αυτό κατά την Μπαρτσίν Γινάντς του T24, οι ΗΠΑ έβαλαν την υπογραφή τους σε μια διαδικασία μεταξύ της Άγκυρας, της Δαμασκού και του YPG, η οποία δεν εξαλείφει την πιθανότητα της ύπαρξης μιας κουρδικής οργάνωσης στη βορειοανατολική Συρία, αλλά μάλλον την εδραιώνει, ίσως με τη συναίνεση των μερών. 

Η επίσκεψη Φιντάν στην Ουάσινγκτον δύσκολα μπορεί να απομονωθεί από τις εσωτερικές εξελίξεις στην Τουρκία και την επιχείρηση πολιτικής εξουδετέρωσης του Εκρέμ Ιμάμογλου. Η χρονική εξέλιξη των γεγονότων τουλάχιστον προκαλεί εύλογα ερωηματικά. Την ώρα που συλλαμβάνεται ο Εκρέμ Ιμάμογλου και κλείνει ασφυκτικά ο κλοιός γύρω από την αξιωματική αντιπολίτευση στην Τουρκία, αποκαθίσταται ο δίαυλος επικοινωνίας του Ερντογάν με τον Τραμπ με ένα τηλεφώνημα για το οποίο ανυπομονούσε εδώ και καιρό η Άγκυρα και ο υπουργός Εξωτερικών Χακάν Φιντάν, μαζί με τον διπλωματικό σύμβουλο του προέδρου Ερντογάν, Ακίφ Τσαγατάι Κιλίτς, έσπευσαν στην Ουάσινγκτον. Ο τελευταίος μάλιστα λειτούργησε ως πρόδρομος της νέας εποχής στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις: Ήταν ο πρώτος που επικοινώνησε με την Ουάσινγκτον -είχε τηλεφωνική συνομιλία με τον σύμβουλο εθνικής ασφαλείας, Μάικ Γουόλτς. Ο απεσταλμένος του Ντόναλντ Τραμπ για τη Μέση Ανατολή Στιβ Γουίτκοφ, προέβλεψε μάλιστα ότι «έρχονται πολλές καλές και θετικές ειδήσεις από την Τουρκία ως αποτέλεσμα αυτής της τηλεφωνικής επικοινωνίας» Τραμπ-Ερντογάν. 

Ο πρώην πρέσβης της Τουρκίας στην Ουάσινγκτον και διπλωματικός σύμβουλος του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP), Ναμίκ Ταν, εκτιμά ότι «η ικανοποίηση του Γουίτκοφ πηγάζει από τις διαβεβαιώσεις που έλαβε ο Τραμπ από τον Ερντογάν για την αποκατάσταση των σχέσεων με το Ισραήλ, ότι δηλαδή θα απέχει από 'οπαδισμό' υπέρ της Χαμάς και ότι δεν θα ξεκινήσει νέα στρατιωτική επιχείρηση ανατολικά του Ευφράτη στη Συρία».

Οι Ηνωμένες Πολιτείες, υπό τη διακυβέρνηση Τραμπ, δεν ενδιαφέρονται να εμπλακούν στις «εσωτερικές υποθέσεις» της Τουρκίας (υπόθεση Ιμάμογλου) και σε αυτό μάλλον -μαζί με το vertigo της Ευρώπης- «ποντάρει» ο Ερντογάν. Πολιτικοί αναλυτές στην Τουρκία ήδη διακινδυνεύουν εκτιμήσεις για το πότε μπορεί να πραγματοποιηθεί η επίσκεψη Ερντογάν στον Λευκό Οίκο.