Γιατί έρχεται ο Ερντογάν στην Ελλάδα;
Shutterstock
Shutterstock

Γιατί έρχεται ο Ερντογάν στην Ελλάδα;

Ορισμένοι πιστεύουν πως τα κίνητρα του Ερντογάν για την προσέγγιση με την Ελλάδα είναι μάλλον αδιαφανή και κάποτε τα ανάγουν μάλλον στο απρόβλεπτο του χαρακτήρα του: «Μας έχει συνηθίσει σε πολλές ανατροπές». 

Ωστόσο, αν εξετάσουμε πραγματιστικά τα κίνητρά του, θα διαπιστώσουμε πως αυτά είναι εμφανή και καθόλου σκοτεινά: Ο Ερντογάν έχει κατανοήσει πως η σχέση του με τη Δύση, και προπαντός ο εφοδιασμός της Τουρκίας με αεροπλάνα, καθώς και η εξασφάλιση παραχωρήσεων από την ΕΕ, περνάει μέσα από μία τακτική χαμηλών τόνων απέναντι στην Ελλάδα.

Και αυτό γιατί έχει διαπιστώσει πως, τα τελευταία χρόνια, στα πλαίσια της αντιπαράθεσης της Δύσης με τη Ρωσία, της γεωπολιτικής αστάθειας στη Μέση Ανατολή – που επιτείνεται με τον πόλεμο στη Γάζα– και της αυξημένης σημασίας των ενεργειακών πηγών της Ανατ. Μεσογείου, η Ελλάδα έχει αναβαθμιστεί στη διεθνή σκακιέρα και ιδιαίτερα στη στρατηγική της Ευρώπης και της Δύσης. Ενώ κάτι ανάλογο, τηρουμένων των αναλογιών, συμβαίνει και με τον ρόλο της Κύπρου στην Ανατολική Μεσόγειο. 

Μάλιστα, η προηγούμενη ακραία επιθετική στρατηγική της Τουρκίας απέναντι στην Ελλάδα λειτούργησε αντίστροφα, ενισχύοντας τον γεωπολιτικό ρόλο της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Παράλληλα, δημιούργησε τουλάχιστον αμφιβολίες για τον ρόλο της Τουρκίας, σε συνδυασμό με τη στρατηγική συμμαχία της με τον Πούτιν

Αυτά είχαν σαν συνέπεια να κοπεί ο δρόμος της Τουρκίας προς τα F-35 και τα F-16 και να δυσκολέψει η προμήθεια ακόμα και ευρωπαϊκών αεροπλάνων, όπως των Eurofighter – μάλιστα, έτσι μπορούμε να δούμε και μία διαφορετική παράμετρο στη στοχευμένη απρέπεια σου Σούνακ. Παράλληλα δε, επιδεινώθηκαν οι σχέσεις με την ΕΕ – ιδιαίτερα αναφορικά με τη δυνατότητα ελεύθερης εισόδου των Τούρκων πολιτών στην Ένωση, που καίει τον Ερντογάν. 

Επιπλέον, αλλά ίσως ακόμα σημαντικότερο, ενίσχυσε τη στρατηγική συμμαχία της Ελλάδας με τη Γαλλία και τις ΗΠΑ –Αλεξανδρούπολη, rafale, Belhara– και αποτέλεσε ισχυρό κίνητρο για τον επανεξοπλισμό της Ελλάδας.

Καθώς, λοιπόν, η στρατηγική του μαστιγίου φάνηκε να αποτυγχάνει, ο μέγας τακτικιστής Ερντογάν επέλεξε να ακολουθήσει –για ένα διάστημα τουλάχιστον– την πολιτική του καρότου. Βέβαια, χωρίς καθόλου να εγκαταλείπει τους στρατηγικούς στόχους του για τη μεταβολή της Τουρκίας στον ηγέτη του ισλαμικού κόσμου, όπως φαίνεται τόσο καθαρά από τις επαναλαμβανόμενες επιθέσεις στον «δυτικό ιμπεριαλισμό» και το Ισραήλ. 

Ο Ερντογάν κατανόησε πώς μόνο μία πολιτική χαμηλών τόνων έναντι της Ελλάδας θα μπορούσε ίσως να του προσπορίσει ορισμένα οφέλη, κυρίως ως προς τον αεροπορικό επανεξοπλισμό του και τις σχέσεις με την Ευρωπαϊκή Ένωση. 

Αντιστρέφει, λοιπόν, την προηγούμενη τακτική του θέλοντας να μεταβάλει την Ελλάδα, από εμπόδιο προς τη Δύση, σε γέφυρα. Και γνωρίζει ότι δεν λείπουν οι καλοθελητές –τόσο στην Ευρώπη, από την Ισπανία έως τη Γερμανία και τη Μεγάλη Βρετανία, όσο και σε ένα μέρος του αμερικανικού κατεστημένου– που θα ήθελαν να χρησιμοποιήσουν αυτή την ευκαιρία για να συντηρήσουν τη σχέση τους με την Τουρκία.

Ο Ερντογάν, από την εμπειρία των προηγούμενων χρόνων, συνειδητοποίησε πως η μεγάλη δύναμη της Ελλάδας –παράλληλα με την ενίσχυση της αμυντικής της ισχύος– συνίσταται στη σταδιακή σύμπηξη ενός μετώπου της Δύσης απέναντι στο ευρασιατικό στρατόπεδο, όπου η Ελλάδα παίζει τον ρόλο του Ακρίτα. Και καθώς, τουλάχιστον για τα επόμενα χρόνια, δεν θέλει να εγκαταλείψει οριστικά το δυτικό στρατόπεδο, παίζει ένα ιδιότυπο παιχνίδι «συμμάχου-αντιπάλου». Μία τέτοια πολιτική, που εκμεταλλεύεται τα μεγέθη και τη στρατηγική θέση της Τουρκίας, στοχεύει να εμποδίσει, άμεσα, τη σύμπηξη ενός τέτοιου μετώπου, αφήνοντας αμφιβολίες για τον τελικό προσανατολισμό της Τουρκίας. 

Στην Ελλάδα –και όχι μόνο τώρα– υπήρχαν πάντοτε δύο σχολές σκέψης σχετικά με την Τουρκία. Η πρώτη υποστήριζε, και υποστηρίζει, πως η μόνη λύση στην ελληνοτουρκική αντιπαράθεση θα ήταν ο εξευμενισμός της Τουρκίας, ακόμα και η ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, έτσι ώστε να δημιουργηθούν οι όροι μιας βιώσιμης ελληνοτουρκικής φιλίας. 

Η δεύτερη άποψη στηρίζεται μάλλον σε ρεαλιστικά δεδομένα, δηλαδή την τάση μετατροπής της Τουρκίας σε ηγέτη ενός εχθρικού προς τη Δύση ισλαμικού κόσμου – προϋπόθεση της οποίας αποτελεί η υποταγή της Ελλάδας και της Κύπρου. Γι’ αυτό και η σχέση των δύο χωρών, στο ορατό μέλλον, δεν μπορεί παρά να στηρίζεται πρωτίστως στην πολιτική της ανάσχεσης του δομικού τουρκικού επεκτατισμού.

Το αδιέξοδο της πρώτης πολιτικής –που έχει καταφανεί σε όλη τη μακρά περίοδο της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης, από τη δεκαετία του 50 και το Κυπριακό–κατεδείχθη με τον πλέον πανηγυρικό τρόπο τα αμέσως προηγούμενα χρόνια. Και δεν αρκεί η αποτροπή επί του πεδίου. Η Ελλάδα δεν πρέπει –όσο περνάει από το χέρι της– να επιτρέψει στον γκρίζο λύκο να μπαινοβγαίνει στο μαντρί, αλλά αντίθετα θα πρέπει να ορθώσει ένα ισχυρό τείχος απέναντί του, τόσο στο αμυντικό πεδίο όσο και στο διπλωματικό και ευρύτερο γεωπολιτικό. 

Και δεν πρόκειται για μια στρατηγική που αφορά την Ελλάδα αποκλειστικά, αλλά αποτελεί ανάγκη για τη Δύση, και προπαντός για την Ευρώπη. Πράγματι, σε συνθήκες στρατηγικής υποχώρησης της Δύσης και ανόδου της Ανατολής, η Ευρώπη αντιμετωπίζει τις μεγάλες προκλήσεις του δημογραφικού, του μεταναστευτικού, της αμφισβήτησης των εξωτερικών ορίων της, από την Ουκρανία έως την Κύπρο. Και δεν έχει καμία δυνατότητα να αντιμετωπίσει αυτές τις προκλήσεις παρά μόνο εάν ενισχύσει την εσωτερική της συνοχή και την εξωτερική αποτρεπτική ισχύ της. Άλλωστε, η δραματική καθυστέρηση της ευρωπαϊκής πολιτικής έχει επιφέρει ήδη τεκτονικές αλλαγές στο ευρωπαϊκό πολιτικό πεδίο, από τη Μελόνι και τη Λεπέν έως τον Ντε Βίλντερς, και ακολουθεί το AfD.

Τελικώς, σε σχέση με την επίσκεψη του Ερντογάν στην Ελλάδα, που πιθανότατα δεν θα είχε λάβει χώρα εάν είχαν ξεσπάσει ήδη οι εχθροπραξίες στη Γάζα, ισχύει απολύτως το «Φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντας». Με αυτή του την επίσκεψη, ο Ερντογάν σκοπεύει να διεμβολίσει το δυτικό και ισραηλινό μέτωπο δυσπιστίας ή και εχθρότητας απέναντι του, στοχεύοντας ακριβώς στο «κλειδί» μιας δυνητικής ευρωπαϊκής στρατηγικής, δηλαδή στην Ελλάδα. 

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, σε συζήτησή του με τον Γάλλο πρωθυπουργό Πουανκαρέ, την Άνοιξη του 1922, του είχε επιστήσει την προσοχή στο γεγονός ότι, εάν υποχωρήσει στις απαιτήσεις της Τουρκίας στη Μ. Ασία, αυτή δεν θα έχει κανένα σταματημό: 

«Θὰ μποροῦσαν νὰ ἔλθουν καὶ νὰ ζητοῦν νὰ χτίσουν τζαμιὰ στὸ Λονδῖνο, τὸ Παρίσι καὶ τὴ Ρώμη, μὲ θόλους πιὸ ψηλοὺς ἀπὸ ἐκείνους τοῦ ἁγίου Παύλου, τῆς Παναγίας τῶν Παρισίων καὶ τοῦ Ἁγίου Πέτρου. Ἡ ἐκκένωση τῆς Σμύρνης ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες θὰ κατέληγε σὲ μιὰ ὁλοκληρωτικὴ ταπείνωση γιὰ τοὺς Συμμάχους σὲ ὅλη τὴ γραμμή».[1]

Θα πρέπει, λοιπόν, κάποτε, στη χώρα μας, να διαμορφωθεί ένα κοινά αποδεκτό στρατηγικό δόγμα για την αντιμετώπιση του τουρκικού επεκτατισμού, που δεν θα κινείται αντανακλαστικά, δηλαδή με βάση τις κινήσεις της Τουρκίας, αλλά στρατηγικά, έχοντας εκτιμήσει όλες τις παραμέτρους της τουρκικής πολιτικής. Και διαθέτουμε πλέον όλα τα στοιχεία γι’ αυτό

Κάποτε, οι Κωνσταντινουπολίτες συμπατριώτες μας, και μαζί τους η ελληνική πολιτεία, είχαν πιστέψει πως η Τουρκία τους χρειάζεται, εξαιτίας της οικονομικής τους επιφάνειας. Το εάν επιβεβαιώθηκε αυτή η στρατηγική κατεδείχθη το 1955 και το 1963, και σήμερα ελάχιστοι από τους Έλληνες της Πόλης έχουν απομείνει στον τόπο τους.

Παραπομπή: 

[1]  M. Llewellyn Smith, Το όραμα της Iωνίας,  σ. 472.