(Φωτ.: 23 Ιανουαρίου 2016 - Τεχεράνη. Ο Κινέζος Πρόεδρος, Xi Jinping (δεξιά), μαζί με τον Ιρανό Πρόεδρο, Hassan Rouhani. Ο Κινέζος Πρόεδρος είναι ο πρώτος ξένος ηγέτης που επισκέφτηκε το Ιράν μετά την άρση των κυρώσεων και υπέγραψε δεκαεπτά νέες συμφωνίες, με στόχο οι διμερείς οικονομικές σχέσεις να φθάσουν τα $600 δισ. εντός της επόμενης δεκαετίας.)
Του Μιχάλη Διακαντώνη*
Η άρση των οικονομικών κυρώσεων που είχαν επιβληθεί στο Ιράν από τη διεθνή κοινότητα θέτει σε νέα βάση τις διπλωματικές σχέσεις μεταξύ Τεχεράνης και Δύσης. Οι δυνατότητες ανάπτυξης οικονομικών συνεργειών μπορούν να συμβάλλουν μελλοντικά στη βελτίωση των πολιτικών δεσμών μεταξύ Ιράν, ΗΠΑ και Ε.Ε., συντείνοντας έτσι στην άμβλυνση των περιφερειακών εντάσεων στην περιοχή της Μ. Ανατολής και στην προώθηση ενός δημοκρατικότερου ιρανικού καθεστώτος. Ταυτόχρονα, όμως, υπάρχουν παράγοντες που δρώντας συνδυαστικά, θα μπορούσαν να απομακρύνουν διπλωματικά το Ιράν απ' τη Δύση, οδηγώντας το πιο κοντά στους Ευρασιάτες γείτονες του.
Η οικονομική ανάκαμψη θα είναι επίπονη
Το πρώτο θετικό στοιχείο της άρσης των κυρώσεων για το Ιράν είναι η επανέναρξη των πετρελαϊκών του εξαγωγών, που, σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις, θα αυξηθούν περίπου κατά 500.000 βαρέλια ημερησίως, εντός του πρώτου εξαμήνου του 2016. Η περαιτέρω αύξηση της παραγωγής θα είναι κοστοβόρα, καθώς πολλές απ' τις πετρελαϊκές εγκαταστάσεις του Ιράν είτε έχουν παλαιώσει, είτε βρίσκονται σε αχρησία, με αποτέλεσμα να απαιτούνται νέες επενδυτικές δαπάνες προκειμένου να λειτουργήσουν με αποδοτικό τρόπο. Όσον αφορά το ιρανικό φυσικό αέριο (το Ιράν διαθέτει τα δεύτερα μεγαλύτερα αποθέματα παγκοσμίως), ένα σημαντικό μέρος του θα αξιοποιηθεί στην εγχώρια παραγωγή πετρελαίου και στην ανάπτυξη του κλάδου των πετροχημικών, ενώ το υπόλοιπο θα εξαχθεί μέσω υγροποίησης (LNG) και αγωγών. Ο προορισμός αυτών των εξαγωγών δεν είναι ακόμη γνωστός, αλλά υπάρχουν αρκετές πιθανότητες το ιρανικό αέριο να κατευθυνθεί προς την κινεζική αγορά, είτε μέσω του συστήματος αγωγών που ενώνει την Κεντρική Ασία με την Κίνα είτε μέσω της επέκτασης του αγωγού Ιράν-Πακιστάν.
Τα έσοδα απ' τον ενεργειακό τομέα είναι σημαντικά για το Ιράν και θα συντείνουν στην αύξηση του ΑΕΠ, αλλά δεν επιτρέπουν υπεραισιόδοξες προβλέψεις εξαιτίας των πολύ χαμηλών τιμών του πετρελαίου. Η Τεχεράνη αντιτίθεται στην πολιτική χαμηλών τιμών που ακολουθούν η Σαουδική Αραβία, το Κατάρ και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα προκειμένου να εκτοπίσουν τους ανταγωνιστές τους απ' τη διεθνή αγορά πετρελαίου, καθώς υφίσταται σημαντικές απώλειες κρατικών εσόδων. Παράλληλα, το Ιράν -όπως αναφέρει σε πρόσφατη έκθεσή του το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο- θα πρέπει να αντιμετωπίσει μια σειρά από σοβαρές οικονομικές προκλήσεις, όπως είναι ο διψήφιος πληθωρισμός, η πιθανή ισχυρή ανατίμηση του νομίσματός του, η αναδιάρθρωση και η επανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού του συστήματος, η εξισορρόπηση της δημοσιονομικής του κατάστασης, καθώς και η αναδιάταξη της παραγωγικής του βάσης.
Οι εμπορικές σχέσεις με τις ΗΠΑ διευκολύνονται, αλλά παραμένουν εν ισχύ πολλές κυρώσεις που εμποδίζουν Αμερικανούς επιχειρηματίες και εταιρείες να συνδιαλλαγούν με το Ιράν, εξαιτίας περιορισμών που σχετίζονται με το βαλλιστικό του πρόγραμμα, τα ανθρώπινα δικαιώματα αλλά και την τρομοκρατία. Πάνω από 200 ιρανικές εταιρείες βρίσκονται ακόμη στη «λίστα απαγορεύσεων» της Ουάσιγκτον, ενώ δεν επιτρέπεται σε θυγατρικές αμερικανικών εταιρειών να πωλούν στο Ιράν προϊόντα που εμπεριέχουν αμερικανικές πρώτες ύλες σε ποσοστό άνω του 10%. Αξίζει να σημειωθεί ακόμη ότι το 20% με 40% της ιρανικής οικονομίας αποτελείται από ιδρύματα που ελέγχονται άμεσα ή έμμεσα απ' το κληρικοκρατικό καθεστώς της Τεχεράνης και συνεπώς αποκλείονται αυτομάτως από οποιουδήποτε είδους συναλλαγές με τη Δύση.
Η Δύση προκαλεί τον αμυντικό αφοπλισμό του Ιράν
Πέραν της παύσης του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν για αμυντικούς σκοπούς, η Δύση φαίνεται να επιθυμεί και τον συμβατικό αφοπλισμό της Τεχεράνης. Μετά την άρση των οικονομικών περιορισμών για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα, οι ΗΠΑ έσπευσαν να επιβάλλουν κυρώσεις σε 11 εταιρείες και πρόσωπα, λόγω των βαλλιστικών δοκιμών που πραγματοποίησε το Ιράν κατά τον περασμένο Οκτώβριο και Νοέμβριο. Παρόμοιες κυρώσεις μπορεί να επιβληθούν και από την Ευρωπαϊκή Ένωση το αμέσως προσεχές διάστημα, σύμφωνα με τις δηλώσεις του Γάλλου Υπουργού Εξωτερικών, Laurent Fabius. Οι κινήσεις αυτές, προφανώς, έρχονται να καθησυχάσουν τις ανησυχίες που έχουν εκφράσει το Ισραήλ και η Σαουδική Αραβία για την άρση των κυρώσεων, καθώς θεωρούν ότι το Ιράν θα συνεχίσει κρυφά το πυρηνικό του πρόγραμμα και θα αυξήσει τη χρηματοδότηση κινημάτων που αποσταθεροποιούν την περιοχή της Μ. Ανατολής, όπως η Χεζμπολάχ του Λιβάνου, η Χαμάς της Παλαιστίνης αλλά και οι αντικαθεστωτικοί Χούθι στην Υεμένη. Τις διπλωματικές αυτές πιέσεις έρχεται να εκμεταλλευτεί η Ρωσία, η οποία ήδη από τον περασμένο Ιανουάριο έχει υπογράψει με το Ιράν συμφωνία συνεργασίας στον αμυντικό και τεχνολογικό τομέα, ενώ τον Νοέμβριο του 2015 οι δύο χώρες υπέγραψαν συμβόλαιο για την παράδοση του πυραυλικού συστήματος S-300 στην Τεχεράνη. Η πιθανή απόκτηση του οπλικού αυτού συστήματος από το Ιράν προκαλεί ανησυχίες στις υπόλοιπες χώρες του Κόλπου αλλά και στις ΝΑΤΟικές δυνάμεις, καθώς αυξάνει την αμυντική εμβέλεια της Τεχεράνης και απαιτεί την εντονότερη ναυτική και αεροπορική παρουσία τους στην περιοχή με εξοπλισμούς που διαθέτουν δυνατότητες stealth (π.χ. αεροσκάφη F-22 και F-35).
Η Κίνα επιθυμεί και αυτή να επεκτείνει τη διμερή αμυντική της συνεργασία με το Ιράν, εγκαθιδρύοντας μια νέα στρατηγική σχέση μαζί του, πρόθεση που είχε εκδηλωθεί και μέσα από τις κοινές ναυτικές ασκήσεις που πραγματοποίησαν οι δύο χώρες στον Κόλπο το 2014. Επιπλέον, η σταθεροποίηση του Αφγανιστάν αποτελεί σημαντικό κοινό στόχο για τις δύο χώρες, αφού το Ιράν φοβάται την εξάπλωση του ISIS, ενώ η Κίνα θέλει να αποτρέψει τη ριζοσπαστικοποίηση των Ουιγούρων στην επαρχία της Ξινγιάνγκ.
Οι ρωσο-ιρανικές και σινο-ιρανικές σχέσεις αναπτύσσονται ραγδαία
Οι σχέσεις μεταξύ Ιράν, Ρωσίας και Κίνας είναι πολυεπίπεδες και διευρύνονται συνεχώς κατά τα τελευταία έτη. Στον τομέα της ενέργειας, η Ρωσία ολοκλήρωσε το 2013 την κατασκευή του πυρηνικού αντιδραστήρα στο Μπουσέρ, ενώ μελλοντικά προτίθεται να παραδώσει άλλα δύο τουλάχιστον πυρηνικά εργοστάσια στο Ιράν (το 2013 είχαν συμφωνήσει για την κατασκευή μέχρι και 8 αντιδραστήρων). Ρωσικές και ιρανικές εταιρείες έχουν υπογράψει συμβόλαια για την εκσυγχρονισμό των ιρανικών εγκαταστάσεων εξόρυξης και παραγωγής πετρελαίου και αερίου, ενώ η Lukoil, μετά την άρση των κυρώσεων, αναμένεται να επαναδραστηριοποιηθεί στον ιρανικό πετρελαϊκό τομέα.
Στον οικονομικό τομέα, η Ρωσία και το Ιράν υπέγραψαν μνημόνιο κατανόησης για τις εμπορικές και τις οικονομικές τους σχέσεις τον Αύγουστο του 2014, ενώ τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους συνέστησαν κοινή επιτροπή εμπορίου που έθεσε ως στόχο τον δεκαπλασιασμό του ρωσο-ιρανικού εμπορικού όγκου. Οι δύο χώρες συμφώνησαν, επίσης, τον περιορισμό των εισαγωγικών δασμών και τη διευκόλυνση των εμπορικών τους συναλλαγών, μέσω απευθείας συναλλαγών στα εθνικά τους νομίσματα. Συμφωνία επετεύχθη και για την εξαγωγή ιρανικών αγροκτηνοτροφικών προϊόντων, που βοηθούν τη Ρωσία να αντιμετωπίσει τις ελλείψεις αγαθών που δημιουργούνται απ' το ευρωπαϊκό εμπάργκο. Η Ρωσία εξετάζει ακόμη το ενδεχόμενο να παρέχει εξαγωγικό δάνειο ύψους $5 δισ. στο Ιράν εντός του πρώτου εξαμήνου του 2016, ενώ οι δύο χώρες υπέγραψαν τον Δεκέμβριο και μια συμφωνία τριετούς πολιτιστικής συνεργασίας.
Οι σινο-ιρανικές σχέσεις γνωρίζουν και αυτές μεγάλη άνθιση. Το Ιράν αποτελεί ένα κρίσιμο γεωγραφικό σημείο για την υλοποίηση του «νέου δρόμου του Μεταξιού», καθώς μπορεί να προσφέρει τις θαλάσσιες και χερσαίες οδούς του για τη μεταφορά των κινεζικών προϊόντων, ενώ η Κίνα θα προχωρήσει ως αντιστάθμισμα στην πραγματοποίηση μεγάλων επενδυτικών έργων. Ο Κινέζος πρόεδρος είναι ο πρώτος ξένος ηγέτης που επισκέφτηκε το Ιράν μετά την άρση των κυρώσεων και υπέγραψε δεκαεπτά νέες συμφωνίες, με στόχο οι διμερείς οικονομικές σχέσεις να φθάσουν τα $600 δισ. εντός της επόμενης δεκαετίας. Ο Xi Jinping στις δηλώσεις του τόνισε ότι «η Κίνα επιθυμεί να αρχίσει μια νέα εποχή συνολικών, μακροπρόθεσμων και βιώσιμων σχέσεων με την Ισλαμική Δημοκρατία». Στον ενεργειακό τομέα, η Κίνα -η οποία αποτελεί και τον μεγαλύτερο πελάτη των ιρανικών πετρελαϊκών εξαγωγών- θα παραδώσει δύο νέα πυρηνικά εργοστάσια στο Ιράν, ενώ είναι δεδομένο ότι θα ενδιαφερθεί και για επενδυτικά projects που αφορούν την παραγωγή πετρελαίου.
Οι ρωσο-ιρανικές και σινο-ιρανικές σχέσεις συνεργασίας, αν συνοδευτούν με νέες δυτικές κυρώσεις και πιέσεις, θα μπορούσαν να οδηγήσουν τελικά στην ένταξη του Ιράν σε θεσμούς όπως ο Οργανισμός Συνεργασίας της Σαγκάης, η Ευρασιατική Ένωση και η Ασιατική Τράπεζα Επενδύσεων και Υποδομών. Μια τέτοια εξέλιξη ενισχύεται και απ' την εμπορική κινεζική πολιτική της «μιας ζώνης, ενός δρόμου», αλλά και από τις ενεργειακές συμφωνίες που δύναται να αναπτυχθούν στην ευρασιατική περιφέρεια (όπως οι προτεινόμενοι αγωγοί φυσικού αερίου Ιράν-Ινδίας-Πακιστάν και Τουρκμενιστάν-Αφγανιστάν-Πακιστάν-Ινδίας).
Ο κρίσιμος ρόλος της εσωτερικής πολιτικής σκηνής του Ιράν
Στις 26 Φεβρουαρίου θα διενεργηθεί στο Ιράν ψηφοφορία για την εκλογή των μελών του Κοινοβουλίου αλλά και της Συνέλευσης των Ειδικών, που αποτελεί τον ισχυρότερο θεσμό του Κλήρου. Οι μετριοπαθείς και φιλελεύθεροι που συντάσσονται στο πλευρό του προέδρου Hassan Rouhani θα έρθουν αντιμέτωποι με τη συντηρητική παράταξη, που εκπροσωπείται απ' τους Φρουρούς της Επανάστασης. Οι δεύτεροι νιώθουν ότι η πολιτική τους ατζέντα και τα οικονομικά τους συμφέροντα πλήττονται μετά την άρση των διεθνών κυρώσεων και θα κάνουν τα πάντα για να επεκτείνουν την επιρροή τους στη Συνέλευση των Ειδικών, που λογικά θα εκλέξει και τον διάδοχο του ανώτατου θρησκευτικού ηγέτη Ayatollah Seyyed 'Ali Hossayni Khamene'i.
Συνεπώς, σε περίπτωση που η ιρανική οικονομία αντιμετωπίσει ισχυρές πιέσεις απ' τις χαμηλές τιμές του πετρελαίου και υποστεί νέες σοβαρές κυρώσεις για το βαλλιστικό της πρόγραμμα από ΗΠΑ και Ε.Ε., ο ιρανικός λαός ενδέχεται να υιοθετήσει την εθνικιστική και απομονωτική ρητορική των Φρουρών της Επανάστασης. Σε μια τέτοια περίπτωση, η Ρωσία και η Κίνα θα σπεύσουν να αναπτύξουν περαιτέρω τις ήδη πολύ καλές σχέσεις που διαθέτουν με το Ιράν, αποσπώντας τελικά μια κρίσιμη γεωπολιτική περιφέρεια από τον έλεγχο της Δύσης.
* Ο κ. Μιχάλης Διακαντώνης είναι Οικονομολόγος/Διεθνολόγος, συντονιστής στο Παρατηρητήριο Ανατολικής Μεσογείου στον Τομέα Ρωσίας Ευρασίας και Νοτιοανατολικής Ευρώπης (ΤΟ.ΡΕ.ΝΕ).