«Ο ήλιος συνεχίζει να λάμπει στις σχέσεις Ελλάδας - Τουρκίας, η κοινή μας γεωγραφία είναι η μοίρα μας και το Αιγαίο πρέπει να είναι πηγή διαλόγου και συνεργασίας και όχι σύγκρουσης, να λύσουμε όλα τα εκκρεμή ζητήματα με βάση τον εποικοδομητικό διάλογο, τη διπλωματία και το Διεθνές Δίκαιο», τόνισε ο πρώην Πρόεδρος και πρωθυπουργός της Τουρκίας Αμπντουλάχ Γκιουλ μιλώντας στο 28th Annual Economist Government Roundtable.
«Παρά τη δυσάρεστη αυτή εικόνα (πόλεμος στην Ουκρανία, οι εξελίξεις στη Μέση Ανατολή, η άνοδος της ακροδεξιάς στην Ευρώπη) ο ήλιος συνεχίζει να λάμπει σε ό,τι αφορά τις σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Οι χώρες μας μοιράζονται σύνορα σε θάλασσα και γη και οι κουλτούρες μας συνδέονται. Αυτή η σύνδεση καθιστά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις πολύ πιο ιδιαίτερες σε επίπεδο ανθρώπων», είπε ο κ. Γκιουλ και συνέχισε:
«Η κοινή μας γεωγραφία είναι η μοίρας μας, είναι το πεπρωμένο μας. Γι' αυτό το λόγο πρέπει να λειτουργήσουμε με σωφροσύνη και να λειτουργήσουμε με βάση αυτή την πραγματικότητα και να βασιστούμε στον ανοιχτό χαρακτήρα, στην καλή προαίρεση και στον θετικό αντίκτυπο που μπορεί να έχει αυτή η προσέγγιση στο μέλλον των διμερών μας σχέσεων.
Όταν εφάρμοσα αυτή την πολιτική, με την προηγούμενή μου ιδιότητα, με τον ομόλογό μου από την Ελλάδα, είχαμε πολύ σημαντικά αποτελέσματα. Δώσαμε προσοχή στη θετική ατζέντα.
Η Διακήρυξη των Αθηνών άνοιξε ένα νέο δυναμικό κεφάλαιο στις σχέσεις μας. Υπάρχει η πολιτική θέληση και από τους δύο ηγέτες να συνεχίσουν τον εποικοδομητικό διάλογο. To Αιγαίο πρέπει να αποτελεί πηγή διαλόγου και συνεργασίας και όχι σύγκρουσης. Να λύσουμε όλα τα εκκρεμή ζητήματα στο Αιγαίο με βάση τον εποικοδομητικό διάλογο, τη διπλωματία και το Διεθνές Δίκαιο.
Και αυτά πρέπει να υπερισχύσουν απέναντι στη λογική της σύγκρουσης. Αυτές οι προσεγγίσεις προετοιμάζουν το έδαφος για μια μακρόχρονη και ισότιμη επίλυση των ζητημάτων στο Αιγαίο που θα είναι αποδεκτή και από τις δύο πλευρές. Πρέπει να σεβόμαστε τα εύλογα δικαιώματα και των δύο μερών και πρέπει ο ένας να μπαίνει στη θέση του άλλου. Πρέπει να επικεντρωθούμε σε αυτό από το οποίο όλοι έχουμε να κερδίσουμε, αποφεύγοντας μαξιμαλιστικές προσεγγίσεις».
Ο κ. Γκιουλ αναφέρθηκε στις προοπτικές που ανοίγονται στην ανάπτυξη των ελληνοτουρκικών σχέσεων στην οικονομία, στην ενέργεια και άλλους τομείς κι επισήμανε: «Με όλες αυτές τις θετικές εξελίξεις πρέπει να παραμείνουμε προσεκτικοί απέναντι σε ανατρεπτικά στοιχεία που είναι έτοιμα να ανατρέψουν το θετικό κλίμα.
Να μην πέσουμε στην παγίδα των περιθωριακών ομάδων οι οποίες θέλουν να προκαλέσουν. Η διατήρηση και η ενίσχυση της θετικής ατμόσφαιρας στις σχέσεις μας θα ωφελήσει τις χώρες μας και την ευρύτερη περιοχή. Αυτό το θετικό κλίμα θα συμβάλει σε μια μακρόχρονη και αμοιβαία αποδεκτή διευθέτηση του Κυπριακού με βάση τις πραγματικότητες στο νησί».
Σχετικά με τον πόλεμο στην Ουκρανία σημείωσε πως θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί και είπε πως ήρθε η ώρα του διαλόγου για να αποφευχθεί η περαιτέρω καταστροφή.
«Δεν είναι απλώς ένας πόλεμος ανάμεσα σε δύο χώρες. Φέρνει και πάλι τη Δύση απέναντι στην Ανατολή και ενισχύει την πόλωση. Έχει μετατραπεί σε έναν πόλεμο δι' αντιπροσώπου και οδηγεί σε επικίνδυνες καταστάσεις.
Θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί ο πόλεμος αυτός. Οι Συμφωνίες του Μινσκ το 2014 και το 2015 δεν έφεραν το επιθυμητό αποτέλεσμα, διότι, δυστυχώς, τα μέρη των Συμφωνιών απέτυχαν να τις υλοποιήσουν και διαπραγματεύτηκαν τον πόλεμο και όχι την ειρήνη. Πλέον, έχει έρθει η ώρα να κάτσουμε μαζί και πάλι στο ίδιο τραπέζι και να ξεκινήσουμε σοβαρές διαπραγματεύσεις για να αποφευχθεί περαιτέρω καταστροφή. Αυτό είναι κρίσιμης σημασίας όχι μόνο για λόγους ασφάλειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και για τη διαμόρφωση του πλαισίου ειρήνης σε όλο τον κόσμο», επισήμανε.
Χαρακτήρισε εξαιρετικά ανησυχητική την κατάσταση στη Μέση Ανατολή και τόνισε πως η λύση είναι αυτή των δύο κρατών με την ανατολική Ιερουσαλήμ πρωτεύουσα των Παλαιστινίων.
Αναφέρθηκε, επίσης, στην άνοδο της ακροδεξιάς στην Ευρώπη και υπογράμμισε: «Μια νέα απειλή είναι η άνοδος της ακροδεξιάς. Η άνοδος της ακροδεξιάς δεν συνδυάζεται με καλές εξελίξεις για την Ευρώπη στην ιστορία της. Οι ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να προβληματιστούν για τους λόγους που συμβαίνει αυτό».