Το επιχείρημα ότι «είναι πάντα καλό να μιλάμε με την Τουρκία» δεν μπορεί να σταθεί ως γενικός κανόνας, καθώς παραβλέπει το πλαίσιο, τους στόχους και τις προθέσεις της κάθε συζήτησης. Η επικοινωνία, αν και είναι πολύ σημαντική, δεν έχει πάντα θετικά αποτελέσματα, όταν γίνεται αδιάκριτα, χωρίς όρους και προϋποθέσεις ή χωρίς στρατηγική.
Εάν η συζήτηση δεν αποσκοπεί σε συγκεκριμένη πρόοδο ή λύση, μπορεί να καταλήξει να είναι χάσιμο χρόνου ή ακόμη χειρότερα, να δώσει λάθος μηνύματα.
Ο χαρακτήρας και οι προθέσεις του άλλου μέρους παίζουν τεράστιο ρόλο. Εάν το άλλο μέρος ενεργεί κακόπιστα όπως η Τουρκία, η συζήτηση μπορεί να χρησιμοποιηθεί εναντίον σου ή να λειτουργήσει ως κάλυψη στις προκλήσεις της και τις επιθετικές ενέργειες.
Η χρονική στιγμή επίσης είναι κρίσιμη. Σε περιόδους κρίσης ή όταν οι πράξεις του άλλου μέρους συνεχίζουν να είναι προκλητικές και ενίοτε ακραίες, η «συζήτηση για τη συζήτηση» μπορεί να φανεί ως αδυναμία ή νομιμοποίηση αυτών των πράξεων.
Και το πιο κρίσιμο. Αν οι συζητήσεις δεν οδηγούν σε αμοιβαία αποδεκτά αποτελέσματα, τότε ίσως να μην αξίζει καν να ξεκινήσουν.
Το να μιλάς λοιπόν έχει νόημα, όταν υπάρχει ρεαλιστική πιθανότητα επίτευξης ενός θετικού αποτελέσματος. Σε αντίθετη περίπτωση, μπορεί να οδηγήσει σε μεγαλύτερη ζημιά ή και να παρατείνει προβλήματα. Η ισορροπία μεταξύ της διπλωματικής ευγένειας και της στρατηγικής σταθερότητας είναι το κλειδί.
Εάν οι συζητήσεις με την Τουρκία δεν οδηγούν σε θετικά αποτελέσματα (που δεν οδηγούν με ευθύνη της Τουρκίας), υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να εδραιωθούν ως δεδομένες οι πάγιες διεκδικήσεις της ή οι παράνομες ενέργειές της, ιδιαίτερα όταν αυτές παραβιάζουν το Διεθνές Δίκαιο. Αυτό μπορεί να έχει επιπτώσεις σε πολλά επίπεδα:
1. Νομιμοποίηση των τουρκικών θέσεων
Συνεχίζοντας να συζητάμε χωρίς σαφείς όρους και χωρίς να διασφαλίζεται η εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου, η Τουρκία μπορεί να παρουσιάσει τις διεκδικήσεις της ως αμφισβητούμενες περιοχές ή ως ζήτημα διαπραγμάτευσης, αντί για παραβίαση δικαιωμάτων.
Στο διεθνές περιβάλλον, αυτό μπορεί να αποδυναμώσει την ελληνική θέση, καθώς φαίνεται ότι η Ελλάδα συμμετέχει σε παζάρια αντί να υπερασπίζεται αδιαπραγμάτευτες αρχές.
2. Δυναμική επιβολής τετελεσμένων
Εάν οι συζητήσεις αποτυγχάνουν να περιορίσουν την τουρκική επιθετικότητα, η Άγκυρα μπορεί να συνεχίσει τις μονομερείς ενέργειες (π.χ., έρευνες σε περιοχές Ελληνικής υφαλοκρηπίδας) και να δημιουργήσει τετελεσμένα.
Αυτά τα τετελεσμένα, με τον καιρό, γίνονται πιο δύσκολο να ανατραπούν, καθώς δημιουργείται μια "de facto" κατάσταση, που μπορεί να θεωρηθεί ως νέα πραγματικότητα.
3. Αναστολή άσκησης δικαιωμάτων
Εάν η Ελλάδα παρατείνει την αναμονή για διαπραγματευτική λύση, κινδυνεύει να μην ασκήσει τα δικαιώματά της, όπως π.χ. την επέκταση των χωρικών υδάτων ή την ανακήρυξη ΑΟΖ. Αυτό μπορεί να ερμηνευθεί ως αδυναμία ή έλλειψη αποφασιστικότητας, κάτι που ενθαρρύνει περαιτέρω την τουρκική προκλητικότητα.
Οι συνομιλίες πρέπει να γίνονται με σαφείς κόκκινες γραμμές. Η Ελλάδα δεν μπορεί να αποδεχτεί διάλογο για θέματα που άπτονται των κυριαρχικών δικαιωμάτων της, όπως αυτά καθορίζονται από το Διεθνές Δίκαιο και αυτό να το καθιστά σαφές εκ των προτέρων πριν την έναρξη του διαλόγου.
Η ουσία είναι ότι οι συνομιλίες από μόνες τους δεν είναι θετικές ή αρνητικές. Το κρίσιμο είναι πώς και υπό ποιους όρους διεξάγονται, καθώς και εάν εξυπηρετούν την εθνική στρατηγική.
Η ηρεμία στο Αιγαίο είναι σίγουρα μια θετική εξέλιξη, καθώς μειώνει την πιθανότητα σύγκρουσης και δίνει χώρο για διπλωματία και στρατηγικό σχεδιασμό. Ωστόσο, η ηρεμία δεν πρέπει να εκληφθεί ως λύση από μόνη της, ειδικά αν η Τουρκία παραμένει αμετακίνητη στις πάγιες αναθεωρητικές θέσεις της. Η κατάσταση αυτή εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους, αν δε συνοδεύεται από πραγματική πρόοδο ή διασφάλιση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων.
Είναι επίσης στρατηγικά σημαντικό και αναγκαίο, η Ελλάδα να αντιστρέψει το κλίμα της μονόπλευρης συζήτησης και να πιέσει την Τουρκία, θέτοντας και τις δικές της αξιώσεις και απαιτήσεις στο τραπέζι, ιδιαίτερα τα ζητήματα που αφορούν παραβιάσεις διεθνών συμφωνιών, δικαιωμάτων και πολιτιστικής κληρονομιάς από την Τουρκία, όπως: Το ειδικό καθεστώς αυτοδιοίκησης που προέβλεπε η Συνθήκη της Λωζάνης και το οποίο έχει καταπατηθεί πλήρως από την Τουρκία, το casus belli που συνιστά κατάφωρη παραβίαση του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, το άνοιγμα της Σχολής της Χάλκης, η μετατροπή της Αγίας Σοφίας και της Μονής της Χώρας σε τζαμιά, η Γαλάζια Πατρίδα, το Τουρκολιβυκό Μνημόνιο, το Κυπριακό, ο Χάρτης της Σεβίλλης που αποτυπώνει την Ελληνοκυπριακή ΑΟΖ σύμφωνα με το Δίκαιο της Θάλασσας, και πρέπει να προβάλλεται ως βάση διαπραγμάτευσης και άλλα…
Αυτά τα ζητήματα είναι πολύ σημαντικό να τεθούν, καθότι η Ελλάδα δεν πρέπει να εμφανίζεται μόνο ως υπερασπιζόμενη τα δικαιώματά της, αλλά και ως χώρα που διεκδικεί την αποκατάσταση των παραβιάσεων από πλευράς της Τουρκίας.
Η δε ανάδειξη αυτών των αξιώσεων, δείχνει ότι η Ελλάδα δεν αποδέχεται την τουρκική ατζέντα ως τη μόνη βάση διαπραγμάτευσης, αλλά έχει και τη δική της ατζέντα.
Η απάντηση λοιπόν είναι ότι δεν είναι καλό να μιλάς πάντα. Εξαρτάται από το τι συζητάς, με ποιον συζητάς, με ποιους όρους και προϋποθέσεις συζητάς, σε ποια συγκυρία συζητάς και πού οδηγεί αυτή η συζήτηση.
*Ο Κωνσταντίνος Ιατρίδης είναι Αντιπτέραρχος (Ι) εα., Επίτιμος Διοικητής ΔΑΥ, Επίτιμος Πρόεδρος Ένωσης Αποστράτων Αξιωματικών Αεροπορίας, Αμυντικός Αναλυτής