Η εμμονή του Τούρκου προέδρου με την Ελλάδα και η ολοένα εντεινόμενη επιθετική ρητορική του που ανοίγει διαρκώς νέα ζητήματα, δημιουργεί την πεποίθηση ότι η «χύτρα» των ελληνοτουρκικών υπερθερμαίνεται επικίνδυνα φθάνοντας στο σημείο βρασμού και υπερχείλισης.
Κανείς στην Αθήνα σήμερα δεν μπορεί να αποκλείσει έναν εκτροχιασμό της Τουρκίας με επιθετική κίνηση εναντίον της χώρας μας, χωρίς όμως να μπορεί να προβλέψει ποιο από τα πολλά σενάρια που υπάρχουν, λόγω της διευρυμένης βεντάλιας των τουρκικών διεκδικήσεων, θα επιλέξει να θέσει σε εφαρμογή ο Τ. Ερντογάν.
Ο Τούρκος πρόεδρος επιδίδεται συστηματικά σε αυτή την επίδειξη ισχύος συνοδευόμενης με διαρκείς απειλές στο πλαίσιο του γενικευμένου πλέον αναθεωρητισμού (χθες θυμήθηκε και τα σύνορα τους Εθνικού Όρκου του 1920), κερδίζοντας πόντους στο εσωτερικό, παζαρεύοντας στο εξωτερικό επιδιώκοντας συγχρόνως να μην αφήσει να χαθεί πολύτιμος χρόνος οπότε πιθανόν η Ελλάδα με τους εξοπλισμούς με την ενίσχυση των συμμαχιών της και με αβέβαιο το μέλλον των δικών του τυχοδιωκτικών πολιτικών, βρεθεί σε πλεονεκτική θέση έναντι της Άγκυρας.
Η ανησυχία στην Αθήνα είναι μήπως τελικά ο Τ. Ερντογάν σε μια περίοδο που η σκέψη του κάθε άλλο παρά είναι καθαρή, θεωρήσει ότι είναι τελευταία ευκαιρία για να βάλει την Ελλάδα στη «θέση» της δίνοντας της ένα «μάθημα» και να απαλλαγεί έτσι από ένα από τα πιο μεγάλα εμπόδια που ορθώνονται στις φιλοδοξίες της Γαλάζιας Πατρίδας και της μετατροπής της Τουρκίας σε πανίσχυρη και αδιαμφισβήτητη περιφερειακή δύναμη με προνομιακές και ιδιότυπες σχέσεις με τις ΗΠΑ και την ΕΕ.
Στη φαντασίωση του ο Τ. Ερντογάν αναμετράται με την ιστορία της Τουρκίας και πριν μερικά χρόνια ζητούσε την αναθεώρηση της Λοζάνης. Σήμερα δηλώνει ότι δεν θα διαπράξει τα «λάθη» που έγιναν με τα νησιά αλλά θα επιδιώξει να τα διορθώσει.
Η αναβάθμιση του ζητήματος της αποστρατικοποίησης των νησιών την οποία η Τουρκία συνδέει με την ελληνική κυριαρχία επ' αυτών είναι ζήτημα που ανοίγει τον ασκό του Αιόλου. Και η Τουρκία δεν επενδύει τυχαία σε αυτό το ζήτημα.
Γνωρίζει ότι η αμφισβήτηση της κυριαρχίας νησιών όπως η Λέσβος, η Λήμνος, η Χίος, η Σάμος, η Κως, η Ρόδος, το Καστελόριζο δεν είναι ζήτημα που μπορεί να γίνει αποδεκτό από τη διεθνή κοινότητα. Όμως ταυτοχρόνως η Τουρκία επενδύει στο γεγονός ότι έτσι θα μπορέσει να ασκηθεί πίεση στην Ελλάδα ώστε να αποδεχθεί όλο το υπόλοιπο «συνοδευτικό» πακέτο των διεκδικήσεων. Στο κεφάλαιο του εναέριου χώρου, των ζωνών άσκησης αρμοδιοτήτων, στην προβολή των νησιών ως ζωνών περιορισμένης κυριαρχίας και συνεπώς με μειωμένη επήρεια σε θαλάσσιες ζώνες και κυρίως στην επιβολή μέσω των απειλών μιας νέας αυτοδέσμευσης της Ελλάδας για μη άσκηση του δικαιώματος επέκτασης των χωρικών υδάτων της ακόμη και στις ηπειρωτικές ακτές του Αιγαίου.
Ο τρόπος που θα επιλέξει να κλιμακώσει επί του πεδίου η Τουρκία δεν μπορεί να προβλεφθεί. Από την αποστολή ερευνητικού σκάφους ή πλωτού γεωτρύπανου στην περιοχή του Τουρκολιβυκού Μνημονίου ή νοτίως της Κρήτης μετά από ανάθεση της Λιβύης άδειας ερευνών στην τουρκική ΤΡΑΟ, μέχρι την πρόκληση στο Αιγαίο.
Με αφορμή και επιχείρημα την αποστρατικοποίηση των νησιών η τουρκική πλευρά έχει μια γκάμα επιλογών, από την παρεμπόδιση ελληνικού πολεμικού σκάφους να προσεγγίσει σε μια από τις μικρές νησίδες (που θεωρεί αποστρατικοποιημένες ή αμφισβητούμενης κυριαρχίας) που υπάρχει ελληνικό φυλάκιο, μέχρι και την παρενόχληση στρατιωτικών πτήσεων προς τα ελληνικά νησιά. Όλα τα σενάρια αυτά οδηγούν σε κρίση, καθώς η κυβέρνηση δεν μπορεί να σηκώσει το βάρος μιας επανάληψης του επεισοδίου του Oruc Reis ειδικά μάλιστα μετά τη γενικευμένη αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας από τον Τούρκο ηγέτη.
Οι δηλώσεις των συμμάχων και εταίρων, ΗΠΑ, Γερμανίας, Γαλλίας και ΕΕ, με τις οποίες αυτονόητα καταδίκασαν την αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας επί των νησιών, είναι σημαντικές. Όμως δεν αρκούν για την επόμενη ημέρα μιας κρίσης ή ενός επεισοδίου που θα οδηγήσει υποχρεωτικά σε διάλογο υπό την πίεση μάλιστα (ή την ευγενική προσφορά «διαμεσολάβησης») των ίδιων Συμμάχων. Και σε αυτόν τον διάλογο ο Τ. Ερντογάν ευελπιστεί ότι η στήριξη προς την Ελλάδα θα σταματήσει όταν η συζήτηση φθάσει στα θέματα του εναέριου χώρου και της αποστρατικοποίησης, καθώς τουλάχιστον οι ΗΠΑ στα ζητήματα αυτά βρίσκονται κοντά στις τουρκικές θέσεις.
Η Αθήνα δεν έχει πολλά περιθώρια παρά να επιχειρήσει να πείσει τον διεθνή παράγοντα ότι π.χ. το ζήτημα του εναέριου χώρου μπορεί να επιλυθεί με την κλιμακωτή επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων και το θέμα της αποστρατικοποίησης έχει επιβληθεί από την ίδια την Τουρκία η οποία τα τελευταία 25 χρόνια αμφισβητεί την ελληνική κυριαρχία επί ελληνικών νησιών, κάτι που πλέον κάνει και επισήμως για όλα τα νησιά.
Όμως καθώς θα πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι για όλα, οφείλει η Αθήνα να εξηγήσει πειστικά στους Συμμάχους και Εταίρους ότι κανένας διάλογος και καμιά πρωτοβουλία συνεννόησης δεν μπορεί να ξεκινήσει εάν δεν προηγηθεί η άρση του casus belli και η άρση κάθε αμφισβήτησης της ελληνικής κυριαρχίας. Διαφορετικά δεν θα πρόκειται περί διαλόγου αλλά για διαπραγμάτευση όρων συνθηκολόγησης.