Η ενίσχυση της αποτρεπτικής μας ισχύος, οι εξοπλισμοί και η συζήτηση του «καφενείου»
AP
AP

Η ενίσχυση της αποτρεπτικής μας ισχύος, οι εξοπλισμοί και η συζήτηση του «καφενείου»

Μια εβδομάδα μετά την αποστολή στο Κογκρέσο προς έγκριση της πώλησης F-35 στην Ελλάδα και F-16 στην Τουρκία και τη σημαντική επιστολή Μπλίνκεν στον πρωθυπουργό Κυρ. Μητσοτάκη, έχει ξεσπάσει στην Ελλάδα ένας άτυπος «εμφύλιος» και μια καθόλου χρήσιμη δημόσια αντιπαράθεση για τα εξοπλιστικά, ενώ και από την κυβέρνηση θολώνει η εικόνα που εκπέμπεται τις τελευταίες ημέρες.

Η δημόσια αυτή αντιπαράθεση που διεξάγεται με οπαδικό ύφος και όρους πρωϊνάδικου κάθε άλλο παρά συμβάλει στο να δοθούν απαντήσεις στην πραγματική αγωνία που από όλους εκφράζεται ώστε οι τελευταίες εξελίξεις, η προσφορά δωρεάν αμυντικού υλικού από τις ΗΠΑ, και η προοπτική σύναψης συμφωνίας για νέα προγράμματα, να συμβάλουν τελικά στην αναβάθμιση της αποτρεπτικής ισχύος των Ενόπλων Δυνάμεων στο πλαίσιο των δημοσιονομικών δυνατοτήτων που επιτρέπει η συγκυρία.

Καθώς είναι προφανές ότι η αγορά εξοπλισμών σαν να ευρισκόμαστε σε super market (να αγοράζουμε από τη βιτρίνα όπως είπε ο Ν. Δένδιας) δεν αποτελεί λύση, αλλά μάλλον θα οδηγούσε σε έναν νέο εκτροχιασμό του κρατικού προϋπολογισμού.

Η δεκαετία της κρίσης κτύπησε και τις Ένοπλες Δυνάμεις καθώς πάγωσαν εκτός ορισμένων εξαιρέσεων τα εξοπλιστικά προγράμματα και η δρομολόγηση της απόκτησης των Bellhara και των Rafale και η αναβάθμιση των F-16 ήταν ένα πρώτο σημαντικό βήμα για την ανάκτηση του χαμένου εδάφους.

Είναι επίσης προφανές ότι η Ελλάδα δεν μπορεί και δε θα πρέπει να ακολουθήσει την Τουρκία σε έναν ποσοτικό ανταγωνισμό εξοπλισμών, καθώς θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η Τουρκία στη διάρκεια της 20ετους θητείας Ερντογάν πέτυχε τη δημιουργία μιας ισχυρής και ανθηρής πολεμικής Βιομηχανίας που πλέον σε μεγάλο βαθμό χρηματοδοτείται και από τις εξαγωγές, σε ένα οικονομικό περιβάλλον που με αχαλίνωτο πληθωρισμό, απόλυτα ελεγχόμενη δημοσιονομική πολιτική και με αυταρχικό πολιτικό σύστημα, δεν έχει τους περιορισμούς της Ελληνικής οικονομίας.

Η ποιοτική αναβάθμιση των αμυντικών δυνατοτήτων της χώρας μας είναι η μόνη επιλογή, ενώ συγχρόνως θα πρέπει να καλυφθούν άμεσες ζωτικές ανάγκες και στα τρία Σώματα.

Η αγορά των F-35 κατά γενική παραδοχή είναι ένα σημαντικό βήμα που βάζει την Ελλάδα στη μικρή ομάδα των χωρών που εντάσσουν στο οπλοστάσιο τους μαχητικά πέμπτης γενιάς. Και αυτό εκ των πραγμάτων δινει ένα προβάδισμα στην Ελληνική Πολεμική Αεροπορία, σε έναν εξαιρετικά ισχυρό συνδυασμό με τα Rafale και τα F-16 Viper.

Στο Ναυτικό το οποίο είναι το «ριγμένο» τις τελευταίες δεκαετίες η προσθήκη των Bellhara θα είναι ένα σημαντικό μεν αλλά μικρό βήμα καθώς ο Στόλος επιφανείας αποτελείται από πλοία γερασμένα και θα πρέπει, πέραν της προσωρινής επιλογής για αναβάθμιση των ΜΕΚΟ, να περάσουμε σταδιακά στην επόμενη γενιά σκαφών. Η προοπτική ένταξης της Ελλάδας στο πρόγραμμα ναυπήγησης και μάλιστα σε ελληνικό ναυπηγείο της αμερικανικής Constellation  είναι μια μεγάλη πρόκληση, η οποία πάντως θα πρέπει να σημειωθεί ότι αφορά στο μέλλον καθώς οι φρεγάτες είναι στη φάση του σχεδιασμού.

Μεγάλη αντιπαράθεση έχει προκαλέσει στη δημόσια συζήτηση η προσφορά εκ μέρους των Αμερικανών των πλοίων LCS, τα οποία αποσύρθηκαν από τους Αμερικανούς λόγω τεχνικών προβλημάτων και υψηλού κόστους λειτουργίας. Εμείς δε θα κρίνουμε (και δεν είμαστε οι αρμόδιοι) το συγκεκριμένο σκάφος. Όμως θα πρέπει να αφήσουμε απερίσπαστους τους ειδικούς, που είναι το ίδιο το Πολεμικό Ναυτικό να αποφασίσει για το εάν η Ελλάδα θα αποδεχθεί την προσφορά των Αμερικανών, να θέσει τους όρους και τις προϋποθέσεις για την ένταξη τους στη δύναμη του Πολεμικού Ναυτικού, ως ενδιάμεσης, όπως επισημαίνεται, λύσης.

Η κριτική φυσικά και πρέπει να ασκείται, αλλά το επίπεδο και η ένταση της πολεμικής στη δημόσια αντιπαράθεση για τα πλοία αυτά, ξεπερνάει τα όρια και δημιουργεί υποψίες ότι πέραν εκείνων που πραγματικά ανησυχούν για το Πολεμικό Ναυτικό, άλλοι εμπνέονται από αντιτιθέμενα συμφέροντα που αφορούν ολλανδικά, ιταλικά η γαλλικά πλοία που έχουν προταθεί για την ενίσχυση του Πολεμικού Ναυτικού.

Κανείς δεν πιστεύει ότι η ηγεσία του Πολεμικού Ναυτικού θα λάβει ελαφρά την καρδία την απόφαση για τις LCS, ούτε εύκολα θα δεχθεί να εντάξει στη δύναμη του «αλουμινότρατες» τις οποίες θα στείλει για αποστολές στα νερά του Αιγαίου με τα πληρώματα τους.

Όμως και η κυβέρνηση οφείλει να στείλει καθαρά μηνύματα. Θέλουμε πράγματι να εξετάσουμε τη δυνατότητα αξιοποίησης της προσφοράς των Αμερικανών για πλεονάζον η αποσυρμένο υλικό; Θα πρέπει να περιμένουμε να αξιολογηθεί το προσφερόμενο υλικό πριν υπάρξουν επίσημες τοποθετήσεις.

Άλλοι στην κυβέρνηση δηλώνουν ικανοποιημένοι για την αμερικανική προσφορά και άλλοι δηλώνουν ότι «δεν είμαστε οι αφελείς που θα μας φορτώσει κάποιος τα παλιοσίδερά του». Όσο και αν αυτή η δήλωση του ΥΕΘΑ Ν. Δένδια είναι κατά βάση σωστή και δείχνει ότι η Αθήνα δε θα δεχθεί «γουρούνι στο σακί» άλλα θα τηρηθούν όλες οι προβλεπόμενες διαδικασίες ελέγχου, δημιουργείται σύγχυση και ενοχοποιούνται εκ προοιμίου, μελλοντικές επιλογές.

Το δημόσιο ντιμπέϊτ με τη βιαστική θριαμβολογία για το δωρεάν υλικό από τη μια και την επίσης βιαστική απόρριψη του από την άλλη, προφανώς δε βοηθάει εκείνους που θα κληθούν να λάβουν τις αποφάσεις φορτώνοντας τους ένα επιπλέον βάρος και συγχρόνως δείχνει μια αδυναμία και έλλειψη αυτοπεποίθησης την οποία με χαρά διαπιστώνουν και στην άλλη πλευρά του Αιγαίου.

Ψυχραιμία λοιπόν γιατί η ενίσχυση της αποτρεπτικής ισχύος της χώρας και των αμυντικών δυνατοτήτων της είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να εγκαταλείπεται στους «ειδικούς» του καφενείου και του facebook…