Η διπλωματική επίθεση της Τουρκίας προκειμένου να κινητοποιήσει τον μουσουλμανικό κόσμο εναντίον του Ισραήλ, φαίνεται ότι αποσπά την προσοχή της τουρκικής πλευράς από την προετοιμασία και την οριστικοποίηση της επίσκεψης Τσαβούσογλου στην Ελλάδα.
Επίσκεψη αναγκαία για να διαπιστωθεί εάν υπάρχει έδαφος και περιεχόμενο για μια συνάντηση Κορυφής Μητσοτάκη - Ερντογάν στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ στις 14 Ιουνίου.
Η ελληνική πλευρά, που ήδη από την επίσκεψη του Ν. Δένδια στην Άγκυρα είχε απευθύνει την πρόσκληση και είχε κάνει κατ' αρχήν συζήτηση για τις ημερομηνίες, επανήλθε και πάλι τις προηγούμενες ημέρες, αλλά ακόμη δεν έχει δοθεί οριστική απάντηση από τουρκικής πλευράς.
Πάντως, τα χρονικά περιθώρια είναι συγκεκριμένα καθώς σύμφωνα με τον αρχικό σχεδιασμό της συνάντησης των δυο υπουργών θα πρέπει να προηγηθεί ένας ακόμη κύκλος διερευνητικών επαφών, αλλά και η επανάληψη των συνομιλιών για τα ΜΟΕ.
Οι μερικοί μήνες αποκλιμάκωσης της έντασης που προκάλεσε η Τουρκία με τις παράνομες ενέργειες της στην Ανατολική Μεσόγειο, κάθε άλλο παρά έχουν συνδεθεί και με αλλαγή της τουρκικής πολιτικής.
Και όλοι στην Αθήνα γνωρίζουν ότι πρόκειται περί συγκυριακής συμπεριφοράς, λόγω της αβεβαιότητας σχετικά με το μέλλον των αμερικανοτουρκικών σχέσεων στην εποχή Μπάιντεν, αλλά και λόγω της επιδίωξης απόσπασης της θετικής ατζέντας από την ΕΕ στη Σύνοδο Κορυφής του Ιουνίου.
Η ρητορική της τουρκικής ηγεσίας, του ίδιου του προέδρου Ερντογάν και των «εξαπτέρυγών» του, του υπουργού Άμυνας Ακάρ, του εκπροσώπου του ΑΚΡ Ο. Τσελίκ και του Μ. Τσαβουσογλου, δείχνουν ότι τίποτε δεν έχει αλλάξει στην Άγκυρα.
Αντιθέτως, στην ήδη βαριά ατζέντα έχει προστεθεί και πάλι το βαρύ φορτίο του Κυπριακού, καθώς μετά την Άτυπη Πενταμερή της Γενεύης φαίνεται να έχει κλείσει προς το παρόν, με ευθύνη της Τουρκίας, κάθε παράθυρο ευκαιρίας για λύση του προβλήματος.
Το αδιέξοδο της Γενεύης και η εκτός πλαισίου, προτάσεις της τουρκικής πλευράς είναι κάτι που δεν μπορεί να παραβλεφθεί από το Βερολίνο και τους άλλους υποστηρικτές της Τουρκίας στο επόμενο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.
Και φυσικά, όσο κι αν η Αθήνα επιθυμεί να διατηρηθούν τα ήσυχα νερά το Αιγαίο και στην Αν. Μεσόγειο, δεν μπορεί να παραδώσει αμαχητί το ευρωπαϊκό χαρτί, ανάβοντας χωρίς όρους και προϋποθέσεις το πράσινο φως για την «θετική ατζέντα» που επιδιώκει η Τουρκία.
Πάντως και η επίσκεψη Τσαβούσογλου αντιμετωπίζεται πολύ επιφυλακτικά, καθώς για όσους γνωρίζουν στοιχειωδώς τον τρόπο που λειτουργεί η τουρκική διπλωματία, θεωρείται πολύ πιθανό να επιδιωχθεί μια «ρεβάνς» της επεισοδιακής συνάντησης Δένδια -Τσαβούσογλου στην Άγκυρα.
Οι συνεχείς αναφορές τόσο του Τ. Ερντογάν, όσο και η δημόσια τοποθέτηση του Τσαβούσογλου στην Άγκυρα περί των δικαιωμάτων της «τουρκικής μειονότητας» στη Θράκη και για «προστασία των οθωμανικών μνημείων σε όλη την Ελλάδα», αλλά και η αποστολή λίγες ημέρες πριν του Τούρκου υφυπουργού Εξωτερικών για ιδιωτική περιοδεία σε Θεσσαλονίκη, Ξάνθη και Ροδόπη, αποκαλύπτουν και το στίγμα που θα θελήσει να δώσει στην επίσκεψη αυτή ο κ. Τσαβούσογλου.
Εξάλλου η εκτός ελέγχου προσπάθεια του Ερντογάν να αυτοανακηρυχθεί ηγέτης και προστάτης των απανταχού μουσουλμάνων που τον οδηγεί ακόμη και σε μια νέα πρωτοφανή επίθεση εναντίον της Ευρώπης και της Γαλλίας, είναι προφανές ότι δεν θα κάνει εξαίρεση για τη Θράκη, πολύ περισσότερο που ο κ. Ερντογάν εκεί θεωρεί ότι δεν υπάρχει μόνο θέμα μουσουλμάνων αλλά «προστασίας των Αδελφών ομοεθνών του»…
Για την Αθήνα αυτή είναι η πιο ακατάλληλη στιγμή για να ανοίξει σε ανώτατο επίπεδο μειονοτικό ζήτημα, ενώ όχι μόνο επικοινωνιακά αλλά και πολιτικά μια επίσκεψη που ίσως θελήσει να κάνει ο κ. Τσαβούσογλου όχι απλώς στην Ξάνθη ή την Ροδόπη αλλά σε άλλη περιοχή που συνδέεται με το Οθωμανικό παρελθόν θα είναι προβληματική.
Βεβαίως, πάντα υπάρχει η δυνατότητα σε άλλη ίσως συγκυρία να ξεναγηθεί ο κ. Τσαβούσογλου σε Οθωμανικά Μνημεία που έχουν αποκατασταθεί πλήρως όπως στα Γιάννενα ή στην Κρήτη και τα οποία είναι προσβάσιμα από όλους.
Σε μια περίοδο μάλιστα που και στη Θράκη, ακούγονται όλο και λιγότερο οι φωνές των ακραίων της μειονότητας, κάτι που φάνηκε και στην ψυχρή και με ασήμαντη συμμετοχή των μουσουλμάνων συμπολιτών στην υποδοχή και περιοδεία του τούρκου υφυπουργού, δεν θα ήταν σκόπιμο να ενισχυθούν οι ακραίοι με έγερση μειονοτικού σε υψηλό μάλιστα επίπεδο.
Σε ότι αφορά στα Οθωμανικά Μνημεία, η Ελλάδα φροντίζει και συντηρεί αυτά τα πολιτιστικά μνημεία, που αποτελούν τμήμα της ιστορίας της χώρας, αλλά προφανώς δεν είναι διατεθειμένη να αποδεχθεί την τουρκική απαίτηση για από κοινού αποκατάσταση των μνημείων αυτών, με τη πρακτική που ακολουθεί η Άγκυρα σε χώρες των Βαλκανίων και της Αφρικής, θέλοντας έτσι να τονώσει το νεοοθωμανικό αφήγημα της και να διευρύνει μέσω των μνημείων αυτών την πολιτική επιρροή της.
Στην Θεσσαλονίκη όμως, όπως και στην Αθήνα, η Τουρκία έχει αποδείξει τις πραγματικές της προθέσεις, καθώς δεν ζητά μόνο να έχει λόγο στην αναστήλωση και αποκατάσταση των μνημείων αυτών, αλλά και για τη χρήση τους ως... τεμενών και όχι ως μουσειακών ή πολιτιστικών χώρων.
Είναι χαρακτηριστικό ότι όταν το 2013 επί δημαρχίας Μπουτάρη προσφέρθηκε το Γενί Τζαμί για προσευχή στο Ραμαζάνι, η κίνηση υπονομεύθηκε από το τουρκικό προξενείο και τους ακραίους της μειονότητας που έδωσαν το σύνθημα για μποϊκοτάζ της προσευχής, επειδή οι ιμάμηδες είχαν ορισθεί από τους μουφτήδες Ξάνθης και Κομοτηνής και όχι από τους ψευδομουφτήδες.
Όσο για τον Τούρκο υπουργό άμυνας Χ. Ακάρ πριν ζητήσει να συγκρίνουμε τους χάρτες του 1821 και του 1920 για να αποδειχθεί όπως λέει η «επεκτατικότητα» του ελληνικού κράτους, ίσως θα πρέπει να συμβουλευθεί τους χάρτες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ή ακόμη πιο παλιά των κατακτήσεων του Μεγάλου Αλέξανδρου και να αναζητήσει (ματαίως) εκεί την παρουσία των προγόνων του και την τουρανική παρουσία, για να διαπιστώσει ότι βρίσκονταν δεκάδες χιλιάδες μίλια ανατολικά.
Κι αν δεν πειστεί και με αυτό, ας κάνει μια περιοδεία από την Κωνσταντινούπολη σε όλη την Μικρά Ασία να θαυμάσει τα Μνημεία του ελληνικού πολιτισμού, που θα βρίσκει σε κάθε βήμα του…