Της Θεανούς Δαμιάνας Αγαλόγλου*
Στη Μέση Ανατολή πραγματοποίησε την πρώτη διεθνή περιοδεία του ο Αμερικανός πρόεδρος Donald Trump. Ο προκάτοχός του, Barack Obama, απέτυχε να συμβάλει στην προώθηση της ειρήνευσης στην ευρύτερη περιοχή παρά την αρχικά φιλική διάθεση που έδειξε απέναντι στα μουσουλμανικά κράτη βάσει της περίφημης ομιλίας του στο Κάιρο το 2009. Η επιλογή του Trump να επισκεφθεί τη Μέση Ανατολή είναι στρατηγική, καθώς ο ίδιος επιθυμεί να έχει πρωταρχικό λόγο στις εξελίξεις, σφυρηλατώντας ορισμένες νέες στρατηγικές σχέσεις. Οι περισσότερο καχύποπτοι θεωρούν πως απλώς θέλει να στρέψει αλλού την προσοχή λόγω των κατηγοριών που του εκτοξεύονται για την αμφιλεγόμενη συνεργασία του με τη Ρωσία. Παρόλα αυτά, φαίνεται ότι διαθέτει συγκεκριμένο σχέδιο, όσο δύσκολο και αν είναι αυτό να επιτύχει.
Οι σταθμοί που περιελάμβανε το ταξίδι του Trump στην Μέση Ανατολή ήταν το Ριάντ στην Σαουδική Αραβία για να συμμετάσχει στο Middle East Summit, η Ιερουσαλήμ στο Ισραήλ για να συναντήσει τον Πρωθυπουργό του Benjamin Netanyahu καθώς και η Βηθλεέμ στη Δυτική Όχθη για να συνομιλήσει με τον Πρόεδρο της Παλαιστινιακής Αρχής Mahmoud Abbas. Στο πλαίσιο του Middle East Summit που διήρκεσε από τις 20 μέχρι τις 21 Μαΐου – παρουσία 50 ηγετών μουσουλμανικών χωρών – ο Trump επιχείρησε να καταγράψει μία νέα πορεία για τον ρόλο της χώρας του στην περιοχή πάνω στη βάση της αντιμετώπισης του ισλαμικού εξτρεμισμού και του περιορισμού της επιρροής του Ιράν στους εμφυλίους της Συρίας και της Υεμένης και γενικότερα στην ευρύτερη περιοχή. Ουάσιγκτον και Ριάντ συμφωνούν πως ο Πρόεδρος του Ιράν Hassan Rouhani, ο οποίος επανεξελέγη, πρέπει να σταματήσει την οικονομική και στρατιωτική υποστήριξη που παρέχει σε τρομοκράτες και μαχητές.
Ενδεικτική του καλού κλίματος μεταξύ των δύο πλευρών ήταν η υπογραφή συμφωνίας 110 δισεκατομμυρίων δολαρίων για εξοπλιστικά. Σύμφωνα με την Kristine Beckerle, ερευνήτρια στο Human Rights Watch της Υεμένης, πάντως, η πώληση εξοπλιστικών θέτει τους Αμερικανούς σε κίνδυνο και εκθέτει τους αμερικανούς αξιωματούχους σε νομική ευθύνη για βοήθεια και παρακίνηση εγκλημάτων πολέμου. Yπενθυμίζεται ότι επί διακυβέρνησης Obama, οι διμερείς σχέσεις μεταξύ του Ριάντ και της Ουάσιγκτον είχαν δοκιμαστεί. Και αυτό γιατί η Σαουδική Αραβία θεώρησε ότι οι σχέσεις τους υποβαθμίστηκαν έναντι της αμερικανικής επιδίωξης για υπογραφή συμφωνίας για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Η κυβέρνηση του Obama, μάλιστα, είχε μπλοκάρει πέρυσι την πώληση όπλων στη Σαουδική Αραβία, με το σκεπτικό ότι αυτά τα όπλα θα χρησιμοποιούνταν πιθανώς για τον βομβαρδισμό αμάχων στην Υεμένη. Ο Trump, αντίθετα, ενδιαφέρεται πολύ λιγότερο για τα ανθρώπινα δικαιώματα καθώς βασική του επιδίωξη είναι η ασφάλεια και η ακόλουθη υπεράσπιση των αμερικανικών εθνικών συμφερόντων.
Επόμενος σταθμός του Trump μετά το Ριάντ ήταν η Ιερουσαλήμ. Ο Αμερικανός πρόεδρος συνάντησε τον Netanyahu, προσφέροντάς του το «δώρο» μιας νέας στρατηγικής απέναντι στο Ιράν. Η συγκεκριμένη αλλαγή ικανοποιεί ιδιαιτέρως το Ισραήλ, που επί ημερών Obama έβλεπε την Ουάσιγκτον να μη συμμερίζεται την ανησυχία του για την πιθανότητα να αποκτήσει η Τεχεράνη πυρηνική βόμβα. Η πτυχή, όμως, της επίσκεψης Trump στην Ιερουσαλήμ που παρουσιάζει ξεχωριστό ενδιαφέρον αφορά την προσπάθεια του πρώτου ώστε Ισραήλ και Σαουδική Αραβία να έλθουν πιο κοντά. Λέγεται, μάλιστα, πως μετέφερε στον Netanyahu συγκεκριμένη πρόταση από το Ριάντ. Αν και το Ισραήλ βλέπει σχετικά καχύποπτα τη Σαουδική Αραβία λόγω της υποστήριξης που παραδοσιακά προσφέρει στους Παλαιστινίους και ανησυχεί για την προαναφερθείσα συμφωνία για τα εξοπλιστικά, ενδιαφέρεται να ανοίξει δίαυλο επικοινωνίας. Έτσι, θα αρχίσουν να δημιουργούνται νέες ισορροπίες στην περιοχή της Μέσης Ανατολής με πολλές αραβικές χώρες – όπως η Αίγυπτος, η Ιορδανία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και πιθανώς πλέον η Σαουδική Αραβία – οι οποίες θα συνεργάζονται με το Ισραήλ, θα αντιπαρατίθενται στο Ιράν και θα μπορούν να πιέσουν τους Παλαιστινίους.
Ο Trump, δηλαδή, ενδιαφέρεται να συμβάλει στην επίλυση του Παλαιστινιακού μέσα από τη διαμόρφωση καινούριων συσχετισμών στη Μέση Ανατολή. Για αυτό ο ίδιος άσκησε πίεση τόσο στον Netanyahu όσο και στον Mahmoud Abbas κατά την παραμονή του στη Βηθλεέμ να συμβιβαστούν. Ο Αμερικανός υπουργός εξωτερικών, Rex Tillerson, το επιβεβαιώνει. Ο Trump δείχνει να υπαναχωρεί από την αρχική επιθυμία του να μετακινήσει την πρεσβεία της χώρας του από το Τελ Αβίβ στην Ιερουσαλήμ, ώστε να μην απογοητεύσει τους Παλαιστινίους. Την ίδια στιγμή, πάντως, εξακολουθεί να μη θεωρεί δημοσίως αναγκαιότητα τη δημιουργία δύο κρατών. Ο ίδιος ο Abbas, πάντως, βλέποντας τους καινούριους συσχετισμούς να μην τον ευνοούν φαίνεται να είναι διατεθειμένος να αρχίσει άμεσα συνομιλίες με το Ισραήλ.
Είναι πλέον φανερό πως η αμερικανική εξωτερική πολιτική προς τη Μέση Ανατολή υπό τον Trump θα βασιστεί στην επιδίωξη εξάλειψης του Ισλαμικού Κράτους και περιορισμού της ισχύος του Ιράν και μέσα σε αυτό το πλαίσιο επίλυσης του Παλαιστινιακού. Το να επαναφέρει ο Trump το Ιράν στον «άξονα του Κακού» δημιουργώντας μία αντιιρανική συμμαχία μεταξύ Ισραήλ και Σαουδικής Αραβίας αποτελεί ευκολότερο έργο για τον Αμερικανό Πρόεδρο από το να φέρει ειρήνη μεταξύ του Ισραήλ και των Παλαιστινίων. Ωστόσο, η διαμόρφωση των νέων ισορροπιών μπορεί από μόνη της να οδηγήσει τις δύο πλευρές στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με γνώμονα την ασφάλεια, χωρίς να θεωρείται, βέβαια, απαραίτητα προϋπόθεση μιας τέτοιας εξέλιξης. Σε μία αντίστοιχη προσπάθεια το 1981 ο Αμερικανός υπουργός εξωτερικών, Alexander Haig, απέτυχε υπό την καθοδήγηση του Ronald Reagan. Απομένει να δούμε αν ο Trump μπορεί να τα καταφέρει.
*Η κα Θεανώ Δαμιάνα Αγαλόγλου είναι κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος Διεθνών Σχέσεων από το London School of Economics and Political Science.