Ο όρος-κλειδί για την κατανόηση της εξωτερικής πολιτικής της Γερμανίας και κυρίως τη στάση της στην Ουκρανική κρίση είναι η “Ostpolitik” (ανατολική πολιτική). Ο όρος έχει τις ρίζες του στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου και αφορά σε μια στρατηγική με στόχο την εξομάλυνση των σχέσεων μεταξύ Γερμανίας και Ανατολικού Μπλοκ, υπό το σύνθημα “αλλαγή μέσω της προσέγγισης”. Επί Willy Brandt, η Δυτική Γερμανία ήταν μια δύναμη που αμφισβητούσε στο status-quo, επιδιώκοντας την επανένωσή της με την Ανατολική Γερμανία.
Ωστόσο σήμερα παρατηρείται αλλαγή του γεωπολιτικού πλαισίου και κατ’ επέκταση των γερμανικών επιδιώξεων. Η σημερινή Γερμανία συνιστά μια δύναμη-υπέρμαχο της διατήρησης του status-quo, με τη Ρωσία να διαδραματίζει πλέον το ρόλο του αναθεωρητή.
Κρίσιμη παράμετρος που διευκόλυνε την Ostpolitik είναι το λεγόμενο Osthandel (ανατολικό εμπόριο), το οποίο συνέβαλε στην εντατικοποίηση και συστηματικοποίηση των γερμανορωσικών οικονομικών -και κυρίως ενεργειακών- σχέσεων. Η σημερινή ενεργειακή εξάρτηση της Γερμανίας από τη Ρωσία αποτελεί συνέπεια αυτής της πολιτικής. Αυτό εν πολλοίς εξηγεί γιατί ο Καγκελάριος Σολτς απέφυγε να δηλώσει δημοσίως ότι σε περίπτωση ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, ο αγωγός Nord Stream II θα αποτελέσει παρελθόν. Επιπλέον, η ευθυγράμμιση Κίνας-Ρωσίας αποκλείει το ενδεχόμενο μιας “νέας Οστπολιτίκ” κατευθυνόμενη προς την Άπω Ανατολή, καθώς η εξαγωγική εξάρτηση της Γερμανίας από την Κίνα είναι εξίσου έντονη, όσο και η ενεργειακή από τη Ρωσία.
Σύγκρουση συμφερόντων Γερμανίας και εταίρων της
Οι οικονομικές κυρώσεις έναντι της Ρωσίας είναι ένα από τα βασικά εργαλεία συλλογικής απάντησης που διαθέτει η Δύση σε περίπτωση εισβολής στην Ουκρανία. Τι γίνεται όμως όταν τα συμφέροντα της Γερμανίας συγκρούονται με εκείνα των εταίρων της; Η γενικότερη τάση στον επιχειρηματικό κόσμο της Γερμανίας είναι μια αντίσταση στην εφαρμογή οικονομικών κυρώσεων στη Ρωσία, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την έκκληση του Ρ.Ζέελε -επικεφαλής του Ρωσογερμανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου Εξωτερικού- να διατηρηθούν οπωσδήποτε οι γερμανορωσικές οικονομικές σχέσεις.
Το ενδεχόμενο εφαρμογής του αποκλεισμού της Ρωσίας από το διεθνές σύστημα πληρωμών SWIFT (Κοινότητα για την Παγκόσμια Διατραπεζική Οικονομική Επικοινωνία), σηματοδοτεί την αποσύνδεση της Μόσχας από την παγκόσμια αγορά. Απ’ την άλλη πλευρά, ομάδες συμφερόντων και γενικότερα ο επιχειρηματικός κόσμος της Γερμανίας επιμένουν στο σύνθημα “όχι κυρώσεις”. Κι αυτό διότι ένας αποκλεισμός της Ρωσίας απο το SWIFT ισοδυναμεί με μια ταυτόχρονη παύση πληρωμών μεταξύ ρωσικών και γερμανικών εταιρειών, αλλά και δάνεια που εξυπηρετούνται σε τράπεζες των αντίστοιχων χωρών. Εξίσου σημαντικό είναι και ενδεχόμενο απώλειας ενεργειακών προμηθειών προς τη Γερμανία, με τις πληρωμές να πραγματοποιούνται επίσης μέσω συστήματος SWIFT, γεγονός που θα συνέβαλε σε άνοδο των ήδη υψηλών τιμών στην αγορά καυσίμων, σύμφωνα με το Der Spiegel.
Ο Αγωγός Nord Stream II
Το Ρωσικό φυσικό αέριο διαδραματίζει καίριο ρόλο για την Πράσινη Μετάβαση της Ευρώπης. Συγκεκριμένα, το φυσικό αέριο συνιστά το καύσιμο-γέφυρα για τη Γερμανία κατά τη διαδικασία της ενεργειακής μετάβασης της χώρας από τα ορυκτά καύσιμα στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, καθιστώντας την σημαντικό πελάτη της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Αυτό ισχύει και για άλλες χώρες της Γηραιάς Ηπείρου, όπως η Ιταλία. Φυσικά υπάρχουν εναλλακτικές επιλογές τόσο για την Ευρώπη γενικότερα -και τη Γερμανία ειδικότερα- όπως η αγορά υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) από τις ΗΠΑ.
Η περίπτωση της Γερμανίας έχει απασχολήσει πολύ στο πλαίσιο της κρίσης στην Ουκρανία, με τον αγωγό Nord Stream να περνά μέσα από τη Βαλτική Θάλασσα προμηθεύοντας τη χώρα με φυσικό αέριο από τη Μόσχα. Στο επίκεντρο της συζήτησης βρίσκεται ο αμφιλεγόμενος αγωγός Nord Stream II (ο οποίος δεν έχει τεθεί ακόμη σε λειτουργία), με τις ΗΠΑ να τον μπλοκάρουν. Ο αγωγός αυτός ισοδυναμεί με αύξηση της ρωσικής επιρροής στην Ευρώπη και ταυτόχρονα με σημαντική ζημία για την Ουκρανία, που παρακάμπτεται ως χώρα διέλευσης του αγωγού. Απ’ την άλλη, η παράκαμψη “δύσκολων” χωρών διέλευσης όπως η Ουκρανία και η Πολωνία συνιστούν σημαντικό όφελος για τη Γερμανία αλλά και την Ευρώπη εν συνόλω.
Εντάσεις για τον αγωγό δημιουργούνται και εντός του κυβερνητικού συνασπισμού, με τους Πράσινους να τίθενται κατά του αγωγού και με τον Αντικαγκελάριο Ρόμπερτ Χάμπεκ να απειλεί να τον μπλοκάρει. Αντιθέτως, ο Καγκελάριος Σολτς επιμένει στη διατήρηση του αγωγού, αποφεύγοντας να κάνει οποιαδήποτε δήλωση περί παγώματος του έργου σε περίπτωση ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία. Η Μανουέλα Σβέσιγκ, σοσιαλδημοκράτης πρωθυπουργός του κρατιδίου Μεκλεμβούργο-Δυτική Πομερανία, καταβάλλει προσπάθειες υπέρ της λειτουργίας του Nord Stream II. Αντιδράσεις έχει προκαλέσει και ο πρώην σοσιαλδημοκράτης Καγκελάριος Σρέντερ με την ανάληψη υψηλόβαθμων θέσεων σε ρωσικές επιχειρήσεις- κολοσσούς όπως η Nord Stream, Rosneft (και η πρόσφατη υποψηφιότητα για το ΔΣ της Gazprom).
ΕΕ - Γερμανία
Το “κλείσιμο της στρόφιγγας” από τη Ρωσία είναι ο κυριότερος μοχλός πίεσης προς την Ευρώπη, με τη Μόσχα να έχει ήδη μειώσει τη συχνότητα των ροών προς τη Γηραιά Ήπειρο, ως μια στρατηγική διατήρησης υψηλών τιμών ενέργειας. Η απειλή μιας ένοπλης σύγκρουσης μεγάλης κλίμακας (εύλογη ή όχι) επηρεάζει έτι περεταίρω την αγορά ενέργειας.
Η βασική στόχευση των ευρωπαϊκών κρατών είναι να αποφευχθεί πρωτίστως ένας πόλεμος στην αυλή της Ευρώπης, και δευτερευόντως οι νέες ροές προσφύγων και μια περαιτέρω επιδείνωση της ενεργειακής κρίσης. Για τη Ρωσία, επίσης, τα κόστη είναι πολλαπλά: αιματοχυσία, οικονομικό βάρος διατήρησης μιας στρατιωτικής επιχείρησης, οικονομικές κυρώσεις από ΗΠΑ και ΕΕ πάγωμα του αγωγού Nord Stream II και γενικότερα ρήγμα με τη Δύση, που θα μπορούσε να θέσει εμπόδια στα σχέδιά της για μεταβολή της αρχιτεκτονικής ασφάλειας στην Ευρώπη.
Η ΕΕ διατηρεί παθητική στάση καθώς αδυνατεί τόσο να υπερασπιστεί όσο και να αναθεωρήσει την υπάρχουσα τάξη ασφάλειας. Είναι εμφανές πως ένα κοινό συμφέρον μεταξύ των δυτικών (κυρίως των ευρωπαϊκών) κρατών δε λειτουργεί επαρκώς ως μοχλός συλλογικής δράσης. Δημιουργείται, επίσης, κίνητρο λαθρεπιβασίας (free-riding), με την εικόνα της Γερμανίας στη Δύση -και κυρίως στις ΗΠΑ- να είναι αυτή του “πασιφιστή λαθρεπιβάτη” (pacifist free-rider).
Μια “πολυφωνία απόψεων” ως προς τη στάση της χώρας στο ζήτημα της ασφάλειας διαπνέει και τον κυβερνητικό συνασπισμό της Γερμανίας, καθώς παρατηρείται μια τάση διατήρησης μιας πασιφιστικής εξωτερικής πολιτικής από τη Γερμανία, με τον Σολτς αλλά και το Υπουργείο Εξωτερικών της Μπέρμποκ να αποστρέφονται οποιαδήποτε ενίσχυση των αμυντικών ικανοτήτων της χώρας. Αυτή η λογική έχει τις ρίζες της στην “ιστορική αρχή της ενοχής” της Γερμανίας μεταπολεμικά, χωρίς όμως να παύει να φαντάζει ανορθολογική ενόψει μιας δυνητικής ρωσικής επίθεσης κοντά στα σύνορά της. Οι Πράσινοι, άλλωστε, αναδύθηκαν από ειρηνιστικά κινήματα. Φαίνεται, ωστόσο, ότι αυτό δεν αποτρέπει τον Αντικαγκελάριο και προερχόμενο από το Κόμμα των Πρασίνων Χάμπεκ να κάνει λόγο για ενίσχυση της Ουκρανίας μέσω παράδοσης αμυντικών όπλων από τον περασμένο Μάιο.
Σε αντίθεση με τη Γερμανία, ο Γάλλος Πρόεδρος Μακρόν βλέπει την κρίση στην Ουκρανία ως παράθυρο ευκαιρίας για την “στρατηγική αυτονομία” της Ευρώπης, στόχευση που επιδιώκει από την ανάληψη των καθηκόντων του και που μπορεί να του αποφέρει τεράστια οφέλη στις επικείμενες εκλογές του Απριλίου. Μιλώντας στις 19/2 στο CNBC, ο Καγκελάριος Σολτς φαίνεται πως άφησε κατά μέρους τους όποιους δισταγμούς, αναφέροντας πως η Δύση είναι έτοιμη να επιβάλλει κυρώσεις σε περίπτωση ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, τονίζοντας όμως πως αυτό θα ήταν η έσχατη λύση.
Ίσως η εξωτερική απειλή που λέγεται Ρωσία να καταφέρει να ενώσει την Ευρώπη στο εσωτερικό της και να προσφέρει λύσεις για τη διασφάλιση της συλλογικής της ασφάλειας και τη διατήρηση της συλλογικής της ειρήνης. Ίσως, πάλι, η γερμανική αντιπολεμική στάση τελικά να υπονομεύσει μια κοινή διατλαντική αποτροπή, που θα μπορούσε να αποτρέψει αποτελεσματικά ένοπλες συγκρούσεις στην Ευρώπη μελλοντικά.
*Η Ευαγγελία Καπέλη είναι απόφοιτος του τμήματος Διεθνών & Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς και Αναπληρωματικό Μέλος του Εφορευτικού Συμβουλίου της Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης Χαλκίδας. Είναι κάτοχος της Διεθνούς Κοινοβουλευτικής Υποτροφίας (IPS) της Ομοσπονδιακής Κάτω Βουλής της Γερμανίας. Έχει διατελέσει Ερευνήτρια στο Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής & Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ) και Ινστιτούτο Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων (ΙΔΟΣ)..