Μια νέα εποχή για τον Ινδο-Ειρηνικό αλλά και την Ευρώπη

Μια νέα εποχή για τον Ινδο-Ειρηνικό αλλά και την Ευρώπη

Από τη σκοπιά της αμερικανικής πολιτικής, η ανακοίνωση το βράδυ της Τετάρτης, 15ης Σεπτεμβρίου για τη γεωπολιτική περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού (Indo-Pacific region) ήταν εν μέρει αναμενόμενη, εν μέρει απρόβλεπτη. Αναμενόμενη στο μέτρο που γνωρίζαμε και σχολιάζαμε επί χρόνια τη μετατόπιση του κέντρου βάρους από τον Ατλαντικό στον Ειρηνικό, ενώ και η αργή, επιλεκτική διαδικασία απαγκίστρωσης που ξεκίνησε επί Ομπάμα γνωρίζαμε και αναλύαμε ότι είναι ασύμμετρη και δεν αφορά τον Ειρηνικό.

Ήταν όμως και απρόβλεπτη στο μέτρο που σήμανε μια ξαφνική και ισχυρή επανεκκίνηση της αγγλοαμερικανικής συνεργασίας και μια εξίσου σαφή και έντονη αποδοκιμασία της γαλλικής επιρροής στις χώρες και τα νερά του πάλαι ποτέ SEATO.

Η παλαιότερη αμερικανική καχυποψία αναφορικά με τις ανεξάρτητες στρατηγικές επιδιώξεις της Γαλλίας δεν έχει ξεπεραστεί παρά τον σημαντικό ρόλο του Παρισιού μεταξύ άλλων και στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ μετά την επανένταξη στο στρατιωτικό σκέλος του από το 2009.

Φαίνεται επίσης ότι, αναφορικά με την ΕΕ, η κυβέρνηση Μπάιντεν θα προτιμήσει τη δοκιμασμένη συνταγή Ομπάμα: συντονισμός, στο μέτρο του δυνατού, με το κράτος – εταιρεία (Γερμανία), με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την αποτίμηση του συνολικού ρόλου της Ευρώπης στη διεθνή πολιτική.

Δεν είναι υπερβολή να λεχθεί ότι χθες στον Ινδο-Ειρηνικό ξημέρωσε νέα εποχή. Το νέο τριμερές σύμφωνο ασφαλείας μεταξύ Αυστραλίας – ΗΠΑ – Ηνωμένου Βασιλείου (AUKUS) έχει εξαιρετικά σημαντικές επιπτώσεις σε πολλά επίπεδα.

Αλλά το μείζον ερώτημα για μένα είναι συγκεκριμένο: Θα έχει τελικά η νέα συμφωνία περισσότερες συνέπειες για τη «Δύση» παρά για την Κίνα; Για το εν πολλοίς φαντασιακό υποκείμενο της αποτροπής παρά για το υποτιθέμενο αντικείμενό της;

Το υπόβαθρο

 

Από το 1954 μέχρι το 1977, το SEATO (Οργανισμός Συμφώνου Νοτιοανατολικής Ασίας) διαδραμάτιζε φθίνοντα ρόλο στρατηγικού συμφώνου ασφαλείας στην ευρύτερη περιοχή. Μέσα σε κλίμα εντεινόμενων διαφωνιών των ιδρυτικών μελών του (ΗΠΑ, Βρετανία, Γαλλία, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία, Φιλιππίνες, Ταϊλάνδη, Πακιστάν) το SEATO τελικά διαλύθηκε και οι ΗΠΑ με σειρά επιμέρους συμφωνιών ανέλαβαν την υποστήριξη των συμμάχων τους στην περιοχή.

Η γεωπολιτική έννοια του Ινδο-Ειρηνικού αναδύθηκε μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου πρώτα στην Αυστραλία και την Ιαπωνία και χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον στις ΗΠΑ από την περίοδο κυβέρνησης Τραμπ. Συνυφάνθηκε με την ανησυχία για την άνοδο της Κίνας και την αυξανόμενη παρουσία της στην περιοχή.

Ως προς αυτή τη γεωπολιτική ενότητα του Ινδο-Ειρηνικού, η ΕΕ τον Απρίλιο 2021 δημοσίευσε μια «Στρατηγική για συνεργασία» δηλώνοντας ότι επιθυμεί να ενισχύσει τον ρόλο της σε μια ευρύτατη γκάμα τομέων από το περιβάλλον και το εμπόριο μέχρι τη δημόσια υγεία και την ασφάλεια.

Παρότι η ΕΕ πάντοτε δήλωνε ότι οι δράσεις της δεν στρεφόταν κατά της Κίνας, η διάσταση της συμβολής της ΕΕ στην εξισορρόπηση της κινεζικής ισχύος στην περιοχή ήταν έκδηλη.

Όπως διεξοδικά έχουν αναλύσει ο Frédéric Grare και η Manisha Reuter, πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτή την πορεία διαδραμάτισαν η Γαλλία, η Γερμανία και η Ολλανδία, από διαφορετική όμως σκοπιά η κάθε χώρα.

Είχε συμφωνηθεί ότι θα ακολουθήσει εκτενέστερη ανάλυση τον Σεπτέμβριο ώστε να ξεδιπλωθεί ο συντονισμός της ΕΕ με τα δημοκρατικά καθεστώτα της περιοχής όπως η Αυστραλία, η Ινδία και η Ιαπωνία.

Στο μεταξύ, η μόνη πια στρατιωτική και πυρηνική δύναμη της ΕΕ, η Γαλλία, είχε από χρόνια συμφωνήσει μια πώληση-μαμούθ νέων υποβρυχίων στην Αυστραλία. Άλλωστε το Παρίσι είχε ξεκαθαρίσει και μετά τη διάλυση του SEATO ότι θεωρούσε τη Γαλλία και «δύναμη του Ειρηνικού». Επί Μακρόν, η στρατηγική αυτή είχε περαιτέρω ενισχυθεί – μέχρι την 15η Σεπτεμβρίου 2021.

Η νέα συμφωνία της 15ης Σεπτεμβρίου βάζει τη Γαλλία στο περιθώριο ακυρώνοντας την προοπτική των γαλλικών υποβρυχίων, τα οποία θα αντικατασταθούν από αμερικανικά υποβρύχια και θα κινούνται με πυρηνική ενέργεια αλλά δεν θα φέρουν πυρηνικές κεφαλές.

Πρόκειται αναμφίβολα για ένα ηχηρό μήνυμα επιχειρούμενης αποτροπής προς την Κίνα. Πρόκειται επίσης, σε ένα βαθμό, για αύξηση της προσλαμβανόμενης ασφάλειας όχι μόνο για την Αυστραλία αλλά και για την Ιαπωνία και τη Νότια Κορέα.

Από την άλλη πλευρά, η Νέα Ζηλανδία έσπευσε να δηλώσει ότι δεν θέλει πυρηνοκίνητα υποβρύχια στα νερά της. Σε κάθε περίπτωση, η νέα συμφωνία συνιστά μια πολύ σημαντική, ίσως κρίσιμη καμπή στις σχέσεις μεταξύ ΗΠΑ και Ηνωμένου Βασιλείου στην εποχή μετά το Brexit.

Παρότι είχε γενικά υποτεθεί ότι η Βρετανία θα έμενε στη μέση του Ατλαντικού μετά το Brexit και την ήττα του Τραμπ, η επάνοδος της ισχυρής αγγλοαμερικανικής σχέσης διεμβόλισε την όποια βελτίωση των ευρωατλαντικών σχέσεων, εκτοπίζοντας τις τελευταίες από υπερπόντια στρατηγικά ενδιαφέροντα και συμφέροντα.

Πράγματι, η νέα αυτή συμφωνία φέρνει σε δύσκολη θέση τη Γαλλία. Η Αυστραλία ακύρωσε τη συμφωνία για την αγορά 12 νέων υποβρυχίων ύψους 90 δισ. δολαρίων με τη γαλλική Naval Group.

Υπήρξαν τα τελευταία χρόνια και προβλήματα στη συνεννόηση μεταξύ Αυστραλίας και Γαλλίας για τις προδιαγραφές των υποβρυχίων, με την γαλλική πλευρά να επιμένει ότι οι Αυστραλία ήταν δύσκολο (για λόγους τόσο εσωτερικής όσο και διεθνούς πολιτικής) να κατασταλάξει αν ήθελε τα υποβρύχια πυρηνοκίνητα (όπως είναι τα νέα γαλλικά υποβρύχια) ή όχι.

Τελικά, η Αυστραλία θα προστεθεί στις έξι, μέχρι σήμερα, δυνάμεις που διαθέτουν πυρηνοκίνητα υποβρύχια (ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα, Βρετανία, Γαλλία, Ινδία) αλλά με αμερικανική και όχι γαλλική βοήθεια. Ο πρώην πρέσβης της Γαλλίας στην Ουάσιγκτον, Gérard Araud, το χαρακτήρισε «μαχαιριά στην πλάτη». Ενώ η Sydney Morning Herald σε ανάλυσή της επισημαίνει ότι η Αυστραλία οδηγείται σε ρήξη με την Γαλλία «τη στιγμή που ο Μακρόν αναλαμβάνει τη σκυτάλη από την Μέρκελ ως de facto ηγέτης της Ευρώπης».

Το αύριο της Ευρώπης

 

Σε αυτό το πλαίσιο, η πρώτη μου εκτίμηση, όσον αφορά τη νέα συμφωνία, είναι ότι πράγματι έχει μια σειρά από συνέπειες, μερικές προφανείς, όμως παράλληλα αναδεικνύει με δραματικό τρόπο και τα ρήγματα στο εσωτερικό της «Δύσης».

Εισερχόμαστε σε μια πραγματικά κρίσιμη φάση για την ΕΕ. Είναι βέβαιο ότι η νέα συμφωνία ΗΠΑ – Βρετανίας – Αυστραλίας θέτει επείγοντα ζητήματα για την ΕΕ, ιδιαίτερα (αλλά όχι αποκλειστικά) όσον αφορά τη διάσταση της άμυνας και ασφάλειας.

Πώς θα αντιδράσει στη νέα εξέλιξη η ΕΕ; Η περίφημη «γεωπολιτική επιτροπή» που είχε προαναγγείλει η κυρία φον ντερ Λάϊεν αποδείχθηκε – όπως δυστυχώς αναμενόταν – γεωπολιτικό ανέκδοτο. Θα προσπαθήσει τώρα η ΕΕ να ενισχύσει έστω συμβολικά την αίσθηση μιας ευρωπαϊκής προσέγγισης;

Το ζητούμενο δεν είναι η επανάληψη του πομφόλυγα περί ευρωστρατού και αυτόνομης ευρωπαϊκής άμυνας και ασφάλειας. Πραγματικός ευρωστρατός και πραγματική αυτονομία είναι – στο μεσοπρόθεσμο τουλάχιστον μέλλον – αδύνατα. Το πλαίσιο του ΝΑΤΟ για την ευρωατλαντική ασφάλεια είναι εν πολλοίς δεδομένο – ως πλαίσιο. Όμως, η συνοχή, ο ρόλος και η σχετική βαρύτητα της ΕΕ θα πρέπει να αναβαθμιστούν.

Υπάρχει, όμως και μια ακόμη διάσταση. Η αμερικανική μετατόπιση δεν αναδεικνύει μόνο την επείγουσα ανάγκη για την ΕΕ να αποκτήσει μεγαλύτερη συνοχή στη διεθνή της παρουσία, αλλά υπογραμμίζει και την εγγενή συνθετότητα στην αποτίμηση των εκάστοτε συγκλίσεων και αποκλίσεων μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ.

Για παράδειγμα, η παραδοσιακή επιμονή της Ουάσιγκτον στη σημασία του ρόλου των διευρύνσεων της ΕΕ ως περιφερειακού σταθεροποιητή οφείλει να λαμβάνεται υπόψη ως μια – βεβαίως σημαντική – μεταξύ περισσότερων απόψεων. Όταν οι ΗΠΑ αγωνιούσαν να εξασφαλίσουν τη στήριξη της Άγκυρας για την εισβολή στο Ιράκ, άσκησαν συστηματική πίεση στην ΕΕ να δει με νέο μάτι την προοπτική της Τουρκίας ως μελλοντικού εταίρου.

Όπως πολύ εύστοχα είχε σχολιάσει ο Τίμοθι Γκάρτον Ας, «φανταστείτε έναν ευρωπαίο πολιτικό να πηγαίνει στην Ουάσιγκτον για να πει στις ΗΠΑ ότι πρέπει να δεχτούν το Μεξικό ως 51η πολιτεία, προκειμένου το Μεξικό να υποστηρίξει μια ευρωπαϊκή εισβολή στη Γουατεμάλα».

Ο νέος κόσμος που αναδύεται είναι πολυκεντρικός, παρά τις τάσεις πολώσεων που μπερδεύουν τους επιπόλαιους παρατηρητές. Η ΕΕ είτε θα διαδραματίσει έναν ρόλο σε αυτό τον κόσμο είτε θα μετασχηματιστεί σε απλό εμπορικό και οικονομικό υπόβαθρο επιμέρους συνασπισμών δυνάμεων που θα διαδραματίσουν, ξεχωριστά, τους δικούς τους ρόλους.

* Ο Κώστας Α. Λάβδας είναι Καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και έχει διατελέσει, μεταξύ άλλων, Senior Research Fellow στη London School of Economics και κάτοχος της Έδρας Ελληνικών και Ευρωπαϊκών Σπουδών «Κωνσταντίνος Καραμανλής» στο Fletcher School of Law and Diplomacy στη Μασαχουσέτη.