Όταν η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και ο Ν. Κοτζιάς προκειμένου να επιτύχουν συμφωνία με τα Σκόπια επέλεξαν να κάνουν την μείζονα παραχώρηση της αναγνώρισης «μακεδονικής» γλώσσας και «μακεδονικής» ταυτότητας (που αποτελούσε και την ουσία της διαφοράς για το ονοματολογικό), πρακτικά άνοιγαν ένα ακόμη μέτωπο για την συντήρηση των παλιών εθνικισμών στα Βαλκάνια.
Η μη αναγνώριση της γλώσσας και της ταυτότητας ως «βορειομακεδονικής» καθώς οι Πρέσπες πρακτικά αποδέχτηκαν την πάγια επιδίωξη των Σκοπίων για διπλή ονομασία, προκάλεσε τα εθνικιστικά αντανακλαστικά στην Σόφια που πάντοτε έβλεπαν την γειτονική χώρα τους ως κατασκεύασμα του Τίτο προκειμένου να περιοριστεί η Βουλγαρική επιρροή στα Βαλκάνια αλλά και για επέκταση της γιουγκοσλαβικής επιρροής στην Ελλάδα.
Η Βουλγαρία αν και από τις πρώτες χώρες που αναγνώρισαν την ανεξάρτητη «Μακεδονία» ουδέποτε αναγνώρισε την γλώσσα ως «μακεδονική» θεωρώντας ότι πρόκειται για διάλεκτο της Βουλγαρικής και ότι η ταυτότητα των πολιτών της χώρας είναι βουλγαρική .
Η κυβέρνηση που διαπραγματεύτηκε την Συμφωνία των Πρεσπών, αντί να εκμεταλλευθεί αυτή την λεπτή ισορροπία που υπήρχε και χρησιμοποιώντας και την πίεση των Βουλγάρων, αλλά και την στήριξη της αλβανικής κοινότητας να διεκδικήσει το αυτονόητο, δηλαδή την χρήση της νέας ονομασίας σε κάθε πτυχή και προφανώς και για την γλώσσα και την ταυτότητα, έκανε την παραχώρηση η οποία όχι μόνο οδήγησε σε παραίτηση από την πάγια ελληνική θέση, αλλά δίνει πλέον την ευκαιρία στην Βουλγαρία και στα εθνικιστικά στοιχεία της κυβέρνησης Μπορίσοφ να παίζουν παιγνίδια εναντίον της γειτονικής χώρας .
Ετσι με την επιστολή που έχει στείλει η Βουλγαρική κυβέρνηση από τον Αύγουστο στις Βρυξέλλες έχει θέσει φρένο στην ευρωπαϊκή πορεία της Βόρειας Μακεδονίας απαιτώντας ουσιαστικά να παραδεχθούν τα Σκόπια ότι «ιστορικά και γλωσσικά αποτελούν τμήμα της Βουλγαρίας»
Και προφανώς αυτός ο βουλγαρικός εθνικισμός αφορά και την Ελλάδα καθώς αναβιώνει τους μεγαλοϊδεατισμούς της Σόφιας, τους οποίους έχει πληρώσει η Ελλάδα και για δεκαετίες βρέθηκε στο στόχαστρο τους..
Το Βουλγαρικό κείμενο τιτλοφορείται «Επεξηγηματικό μνημόνιο για τις σχέσεις της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας με τη Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας σε σχέση με τη διαδικασία διεύρυνσης της ΕΕ, σύνδεσης και σταθεροποίησης»(πηγή: DW) περιλαμβάνει ιστορικές αναφορές που καταδεικνύουν σύμφωνα με τους συντάκτες του ότι «εθνικές και γλωσσικές παρεμβάσεις, έγιναν στη Βόρεια Μακεδονία τη δεκαετία του 70 μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο». Και επισημαίνει ότι «Η διαδικασία ένταξης της Βόρειας Μακεδονίας προσφέρει μια πραγματική ευκαιρία στην ηγεσία της να σπάσει τους δεσμούς με την ιδεολογική κληρονομιά και τις πρακτικές της κομμουνιστικής Γιουγκοσλαβίας. Η διαδικασία διεύρυνσης δεν θα πρέπει να νομιμοποιήσει τις εθνικές και γλωσσικές παρεμβάσεις προηγούμενων αυταρχικών καθεστώτων», με αναφορά στην γνωστή βουλγαρική θέση ότι το καθεστώς Τίτο επέβαλε τεχνητά την «μακεδονική» ταυτότητα και γλώσσα.
Το 2017 η τότε «ΠΓΔΜ» και η Βουλγαρία υπέγραψαν συμφωνία φιλίας που προέβλεπε και την σύσταση επιτροπών για την εξέταση των ιστορικών θεμάτων και των αναφορών σε βιβλία(όπως προβλεπεται και στην Συμφωνία των Πρεσπών),η οποία επιτροπή όμως δεν κατόρθωσε να καταλήξει σε αποφάσεις καθώς οι επιδιώξεις της Βουλγαρίας δεν γίνονται αποδέκτες από τα Σκόπια.
Ετσι δημιουργείται μια νέα «παράλογη» για τους Ευρωπαίους διαφορά στα Βαλκάνια για την οποία ευθύνη έχει και η Συμφωνία των Πρεσπών η οποία χάιδεψε τον «μακεδονισμό» και άφησε ανοικτούς λογαριασμούς για τα θέματα ταυτοτήτων στα Βαλκάνια.
Το θέμα αναγνώρισης της Αυτοκεφαλίας της σχισματικής «Μακεδονικής Ορθόδοξης Εκκλησίας Αρχιεπισκοπής της Αχρίδας» θέτουν ο πρόεδρος και πρωθυπουργός της Βόρειας Μακεδονίας, ανοίγοντας ένα σοβαρό ζήτημα στην εσωτερική τάξη της ορθοδοξίας και φέρνοντας σε ιδιαίτερα δύσκολη θέση τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο.
«Σεβόμαστε οτιδήποτε έχει θεσπιστεί με διεθνείς συμφωνίες και παράδοση. Αλλά ζητούμε η Εκκλησία μας να είναι ελεύθερη εντός των συνόρων της χώρας μας και να είναι ισότιμη με τις άλλες ορθόδοξες Εκκλησίες του κόσμου» και ζητούμε την «ανεξαρτησία της, την οποία ονειρευόμαστε έναν αιώνα» αναφέρει στην επιστολή του ο Ζ. Ζαεφ ζητώντας από τον κ.κ. Βαρθολομαίο να υπογράψει την Αυτοκεφαλία της Εκκλησίας.
Προκαλεί εντύπωση βεβαίως το γεγονός ότι ο κ. Ζάεφ αναφέρεται στην αναγνώριση της «Μακεδονικής Ορθόδοξης Εκκλησίας - Αρχιεπισκοπή της Αχρίδας» ενώ ο επικεφαλής της σχισματικής εκκλησίας κ.Στέφανος στην επιστολή που υπό πίεση είχε στείλει στον Οικουμενικό Πατριάρχη (προκειμένου να αποφύγει η σκοπιανή πλευρά να συμπεριληφθεί δέσμευση για την αλλαγή ονομασίας της Εκκλησίας, στην συμφωνία των Πρεσπών ) είχε ζητήσει την αναγνώριση του Αυτοκέφαλου με νέα ονομασία «Εκκλησία της Αχρίδας» χωρίς καμία αναφορά σε «μακεδονική»
Όμως πέραν αυτής της παραμέτρου, το αίτημα των Σκοπίων φέρνει σε δύσκολη θέση τον Οικουμενικό Πατριάρχη, ο οποίος βεβαίως αναγνώρισε την Αυτοκεφαλία της Ουκρανικής Εκκλησίας, επιλογή με γεωπολιτικές διαστάσεις, που προκάλεσε το ρήγμα στο εσωτερικό του Ορθόδοξου κόσμου και τώρα καλείται να λάβει μια αντίστοιχη απόφαση η οποία θα διευρύνει το ρήγμα, καθώς θα προκαλέσει την αντίδραση του Πατριαρχείου Σερβίας και αμφισβήτηση της Πρωτοκαθεδρίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Εξάλλου την κηδεμονία της Εκκλησίας της Βόρειας Μακεδονίας είχε σπεύσει να διεκδικήσει και το Βουλγαρικό Πατριαρχείο…