Του Λάμπρου Τζούμη*
Αυτές τις μέρες συμπληρώνονται είκοσι τρία χρόνια από την κρίση των Ιμίων με την οποία η Τουρκία έθεσε επίσημα για πρώτη φορά θέμα αμφισβήτησης εθνικού χερσαίου χώρου με κατάληψη ελληνικού εδάφους. Πριν λίγες μέρες πήρα στα χέρια μου την αναθεωρημένη έκδοση του βιβλίου ΠΡΟ – ΙΜΙΑ ΠΟΛΕΜΟΥ του δημοσιογράφου – συγγραφέα κ. Κώστα Μαρδά. Ένα πόνημα που αναφέρεται στο ιστορικό των ελληνοτουρκικών σχέσεων από το 1955 μέχρι σήμερα και αποτελεί πηγή πληροφοριών και προβληματισμού για μια σειρά κρίσιμων εθνικών θεμάτων ασφάλειας και άμυνας. Με αφορμή τη συγγραφή του πολύτιμου αυτού δοκιμίου θα προσπαθήσω να επισημάνω μερικά ενδιαφέροντα σημεία, αναφορικά με τον τρόπο χειρισμού των ελληνοτουρκικών κρίσεων, από τα οποία μπορούν να εξαχθούν συμπεράσματα για μια αξιόπιστη αποτρεπτική πολιτική.
Η Κρίση του 1955
Το Σεπτέμβριο του 1955 με αφορμή προβοκατόρικη ενέργεια τοποθέτησης βόμβας στο σπίτι του Μουσταφά Κεμάλ στη Θεσσαλονίκη από τον Τούρκο φοιτητή Οκτάι Εγκίν, καθοδηγούμενος τουρκικός όχλος από την κυβέρνηση Μεντερές, προκάλεσε βίαια επεισόδια κατά των περιουσιών των Ελλήνων ομογενών στην Πόλη.
Η αντίδραση της Ελληνικής Κυβερνήσεως στα γεγονότα υπήρξε από υποτονική έως ανύπαρκτη και περιορίστηκε σε μια εκστρατεία ενημέρωσης της διεθνούς κοινής γνώμης ενώ ταυτόχρονα ζητούσε, μέσω διαβημάτων, ηθική και υλική ικανοποίηση της Ελλάδας και των πληγέντων. Αυτό οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι ο τότε πρωθυπουργός Αλέξανδρος Παπάγος νοσούσε βαρύτατα και ουσιαστικά η κυβέρνηση ήταν ακέφαλη. Η ελληνική κυβέρνηση αρκέσθηκε σε διαβήματα προς την Τουρκία και ο Υπουργός εξωτερικών Στέφανος Στεφανόπουλος έσπευσε να διακηρύξει την προσήλωση της Ελλάδας στην ειρηνική προσέγγιση και να δηλώσει ότι η ελληνοτουρκική φιλία παραμένει αμετάβλητη. Το ΝΑΤΟ δεν καταδίκασε την τουρκική επιδρομή προκειμένου να δώσει έμφαση στην αποκατάσταση μιας ανύπαρκτης φιλίας μεταξύ Ελλάδας Τουρκίας και ζήτησε από τις δυο πλευρές να επιδείξουν αυτοσυγκράτηση.
Η ελληνική πλευρά δεν ανταπέδωσε ανάλογη μεταχείριση για τη μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης, καθόσον ένα κράτος δικαίου όπως η Ελλάδα δεν ήταν δυνατόν να οργανώσει εν ψυχρώ μια επιχείρηση παρόμοια με αυτή των Τούρκων, ούτε ο ελληνικός πληθυσμός της Ξάνθης και της Κομοτηνής να προβεί «αυθόρμητα» σε τέτοιες αγριότητες. Στο πλαίσιο της αμοιβαιότητας ελήφθησαν κάποια μέτρα διοικητικού χαρακτήρα σε ότι αφορά την μουσουλμανική μειονότητα (απαγορεύσεις αδειών ανέγερσης κατοικιών, κυνηγίου, κ.λπ), τα οποία γρήγορα ατόνησαν λόγω του αποσπασματικού χαρακτήρα αυτών και της ασυνέπειας της πολιτικής που εφαρμόσθηκε, κυρίως κατά τη διάρκεια προεκλογικών περιόδων για λόγους μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων.
Η Κρίση του 1976
Τον Ιούλιο του 1976 η Τουρκία βγάζει στο Αιγαίο το ωκεανογραφικό σκάφος HORA και προαναγγέλλει ότι θα κάνει έρευνες σε διεθνή ύδατα αλλά και σε περιοχές εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας. Η τουρκική ηγεσία με την κίνηση αυτή αμφισβητούσε από την Ελλάδα, τόσο το δικαίωμα της επέκτασης των 12 μιλίων της αιγιαλίτιδας ζώνης, όσο και την ύπαρξη υφαλοκρηπίδας των ελληνικών νησιών. Στις 6 Αυγ. το HORA παραβιάζει για πρώτη φορά την ελληνική υφαλοκρηπίδα και στις 7 Αυγούστου γίνεται η δεύτερη παραβίαση. Η στρατηγική της ελληνικής κυβέρνησης συνοψίσθηκε με τη φράση του πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή «Η Ελλάδα είναι έτοιμη και για πόλεμο και για ειρήνη». Η πρόταση του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης Α. Παπανδρέου για την αντιμετώπιση της κρίσης συνοψίσθηκε με τη φράση «Βυθίσατε Χόρα».
Η ελληνική κυβέρνηση για να αποτραπεί ο κίνδυνος διατάραξης της ειρήνης προσέφυγε στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, το οποίο με σχετικά απόφαση κάλεσε τα δύο μέρη να επιδείξουν μέγιστη αυτοσυγκράτηση και να αρχίσουν διαπραγματεύσεις για τη διευθέτηση των διαφορών τους. Η Ελλάδα προσέφυγε επίσης μονομερώς στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας. Η Τουρκία δεν την ακολούθησε, επικαλούμενη τη μη αναγνώριση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου από αυτήν. Το Δικαστήριο δεν υπεισήλθε στην ουσία του θέματος για τυπικούς λόγους, απέρριψε την ελληνική προσφυγή και αποφάνθηκε ότι η επίλυση του ζητήματος απαιτεί συνυποσχετικό Ελλάδας - Τουρκίας. Οι δύο χώρες άρχισαν διαπραγματεύσεις για το θέμα της υφαλοκρηπίδας τον Νοέμβριο του 1976, συνυπογράφοντας το γνωστό ως Πρακτικό της Βέρνης, το οποίο έθετε το πλαίσιο του διαλόγου. Ο διάλογος, όμως, τερματίσθηκε άπρακτος το 1981, λόγω των συνεχών παλινδρομήσεων και της αδιάλλακτης στάσης της Τουρκίας.
Η Κρίση του 1987
Η κρίση του Μαρτίου 1987, ξεκίνησε με την απόφαση της κοινοπραξίας που εκμεταλλευόταν τα πετρέλαια της Θάσου, να προχωρήσει σε έρευνες για την ύπαρξη νέων κοιτασμάτων, ανατολικά της Θάσου, πέραν των 6 ν.μ. Η Τουρκία ισχυρίστηκε ότι οι έρευνες αυτές έρχονταν σε αντίθεση με το πρακτικό της Βέρνης. Η ελληνική πλευρά είχε διακηρύξει το 1982, ότι το πρωτόκολλο της Βέρνης είναι ανενεργό, επειδή οι διαπραγματεύσεις για την υφαλοκρηπίδα είχαν οδηγηθεί σε αδιέξοδο. Η κρίση ξεκινά στις 26 Μαρ. 1987, με την απόφαση του εθνικού συμβουλίου ασφαλείας της Τουρκίας να στείλει το ερευνητικό σκάφος «Σεισμικ-1» στο Αιγαίο για έρευνες, αρχικά στα διεθνή ύδατα αλλά και σε σημεία της ελληνικής υφαλοκρηπίδας. Η Ελλάδα αποφάσισε να απαντήσει δυναμικά και δήλωσε ότι θα προσβάλλει το τουρκικό σκάφος, εάν αυτό επιχειρούσε να διεξάγει έρευνες στην ελληνική υφαλοκρηπίδα. Διατάχθηκε γενική επιστράτευση και οι ελληνικές Ε.Δ. αναπτύχθηκαν στις πολεμικές τους θέσεις, επιτυγχάνοντας με τον τρόπο αυτό τακτικό αποτέλεσμα έναντι των τουρκικών Ε.Δ., οι οποίες δεν είχαν την ίδια κινητοποίηση.
Παράλληλα, αποφασίσθηκε να γίνει ενημέρωση όλων των διεθνών οργανισμών και της διεθνούς κοινής γνώμης για την κρισιμότητα της κατάστασης. Η ελληνική κυβέρνηση προχώρησε σε δύο σημαντικές κινήσεις οι οποίες κλιμάκωναν την κρίση και τόνιζαν την αποφασιστικότητα της ελληνικής πλευράς για την υπεράσπιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας. Συγκεκριμένα, ανακοίνωσε ότι θα κλείσει τη βάση των ΗΠΑ της Νέας Μάκρης βασιζόμενη στο άρθρο 7 της διμερούς συμφωνίας του 1983 και εστάλη ο υπουργός εξωτερικών κ. Κάρολος Παπούλιας στη Σόφια για διαβουλεύσεις με τη βουλγαρική κυβέρνηση.
Αυτή ήταν μία ενέργεια που προκάλεσε, όπως ήταν επόμενο, ανησυχία στους κύκλους του ΝΑΤΟ και απέβλεπε να δώσει υπόσταση στην απειλή που είχε επανειλημμένα διατυπώσει η Ελλάδα, ότι σε περίπτωση ελληνοτουρκικής σύγκρουσης, ολόκληρη η νοτιανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ θα κατέρρεε. Ο πρόεδρος της Βουλγαρίας, εξέφρασε την υποστήριξή του στην ελληνική κυβέρνηση, αναφέροντας μάλιστα στον Έλληνα υπουργό, ότι η Ελλάδα θα μπορούσε, αν φυσικά το επιθυμούσε, να αποδεσμεύσει όσες στρατιωτικές μονάδες ήθελε από την ελληνοβουλγαρική μεθόριο. Προχωρώντας δε ακόμη περισσότερο ο Βούλγαρος πρόεδρος διέταξε τη μετακίνηση μιας μηχανοκίνητης ταξιαρχίας, από την ελληνοβουλγαρική μεθόριο στα σύνορα της Βουλγαρίας - Τουρκίας.
Κανείς δεν μπορεί να ισχυρισθεί με βεβαιότητα ότι η Βουλγαρία θα αναμειγνυόταν στρατιωτικά σε ενδεχόμενη ελληνοτουρκική διένεξη. Οι δύο αυτές κινήσεις της Ελλάδας επιτάχυναν τις εξελίξεις, κλιμακώνοντας συγχρόνως την κρίση.
Οι ενέργειες αυτές έδειχναν ότι η Ελλάδα ήταν αποφασισμένη να πάρει πολύ μεγαλύτερο «ρίσκο» από την Τουρκία, η οποία επιθυμούσε να κάμψει την Ελλάδα και να την οδηγήσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για το σύνολο των ζητημάτων που η ίδια έθετε στο Αιγαίο. Στις 27 Μαρτίου 1987, πραγματοποιήθηκε ενημέρωση της στρατιωτικής επιτροπής και του γενικού γραμματέα του ΝΑΤΟ, με τη μεσολάβηση του οποίου πραγματοποιήθηκε συνάντηση του υπουργού εξωτερικών της Αγγλίας, με τον Τούρκο πρωθυπουργό. Το ίδιο βράδυ, η Τουρκία μετέβαλε τη στάση της, δηλώνοντας ότι το τουρκικό ερευνητικό σκάφος δεν θα έβγαινε στο Αιγαίο την επόμενη για έρευνες στη διαφιλονικούμενη υφαλοκρηπίδα, εκτός εάν η Ελλάδα επιχειρούσε να αρχίσει εκείνη έρευνες. Στις 28 Μαρτίου 1987 το τουρκικό ερευνητικό σκάφος βγήκε στο Αιγαίο, παρέμεινε στα τουρκικά χωρικά ύδατα και η κρίση εκτονώθηκε.
Ο χειρισμός της κρίσης αναμφίβολα θεωρείται επιτυχής. Η Ελλάδα έκανε αποφασιστικές κινήσεις προς διάφορες κατευθύνσεις και έδωσε το μήνυμα ότι το διακύβευμα σε ότι αφορά στην απώλεια εθνικών συμφερόντων θα ήταν πολύ μεγαλύτερο σε βάρος της, παρά το όφελος για την Τουρκία.
Η σθεναρή στάση της Ελλάδας, κατέδειξε ότι το θέμα αποτελούσε μείζονος σημασίας συμφέροντος για τη χώρα και ενίσχυσε την αξιοπιστία του ελληνικού κράτους.
Μετέθεσε τo δίλημμα της επιλογής πολέμου στην Τουρκία και η Άγκυρα αναγκάστηκε να επιλέξει μεταξύ αναδίπλωσης ή πολέμου και αφού υπολόγισε το κόστος/όφελος, προτίμησε να τερματίσει τις ενέργειές της.
Η Κρίση των Ιμίων
Η κρίση στα Ίμια ξεκινά στις 26 Δεκεμβρίου 1995, όταν το τουρκικό εμπορικό πλοίο «Φιγκέν Ακάτ» προσαράζει στις βραχονησίδες και ο πλοίαρχος αρνείται να τον ρυμουλκήσουν ελληνικά σκάφη, προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι βρίσκεται σε έδαφος της Τουρκίας. Ακολουθούν ρηματικές διακοινώσεις και από τις δύο χώρες που αναφέρονται στο ιδιοκτησιακό καθεστώς των νησίδων, στη συνέχεια ο «πόλεμος των σημαιών» επί της βραχονησίδας και τέλος η αποκλιμάκωση κατόπιν παρέμβασης των ΗΠΑ με τη φράση : «Όχι πλοία, όχι στρατιώτες, όχι σημαίες». Από όσα διέρρευσαν μετά την κρίση μέσω δηλώσεων, αρθρογραφίας, βιβλιογραφίας, κ.λπ. των «πρωταγωνιστών», εξάγονται κάποια συμπεράσματα, τα κυριότερα των οποίων είναι τα εξής:
Ο διεθνής παράγων και οι ΗΠΑ επέλεξαν την εύκολη οδό των ίσων αποστάσεων και της ουδετερότητας. Προτίμησαν την επίλυση των διαφορών μέσω διμερούς διαλόγου με την επιδιαιτησία τους. Χαρακτηριστικό περί αυτού είναι η δήλωση του εκπροσώπου του States Department, Nicolas Burns, ο οποίος ανέφερε: «Οι ΗΠΑ δεν αναγνωρίζουν ελληνική ή τουρκική κυριαρχία στα Ίμια. Μπορεί να είναι και μερικά άλλα νησιά ή νησίδες επί των οποίων έχουμε παρόμοια θέση». Ενδιαφέρον στοιχείο επίσης, αποτελεί η απουσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά τη διάρκεια της κρίσης και η καθυστερημένη αντίδραση της Ιταλίας που τη συγκεκριμένη περίοδο ασκούσε την προεδρία της Ε.Ε., με δεδομένο μάλιστα ότι είχε υπογράψει με την Τουρκία το «Πρωτόκολλο του Δεκ. 1932», το οποίο καθόριζε επακριβώς τα θαλάσσια σύνορα στην περιοχή. Σύμφωνα με αυτό, οι βραχονησίδες Ίμια δεν ανήκαν στην Τουρκία αλλά στην Ιταλία και η Ελλάδα υπεισήλθε ως διάδοχο κράτος στις σχετικές ρυθμίσεις της συμφωνίας αυτής, βάσει της Συνθήκης Ειρήνης των Παρισίων της 10ης Φεβρουαρίου 1947, που εκχωρεί την κυριαρχία των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα.
Υπήρξε αδυναμία συλλογής πληροφοριών από την πλευρά μας, αναφορικά με τους τουρκικούς σχεδιασμούς, και αγνοήθηκε η ΕΥΠ από την πολιτική ηγεσία. Χαρακτηριστικό αυτού, είναι η ύπαρξη πληροφοριών κατά τη διάρκεια της κρίσης περί πιθανής απόβασης τουρκικών δυνάμεων στα νησιά Κω, Καλολίμνου και Φαρμακονησίου. Σύμφωνα με δημοσίευμα μετά την κρίση της τουρκικής εφημερίδας Μιλιέτ, υπήρχε σχεδιαζόμενη πρόθεση από την Τουρκία για κατάληψη του Καστελορίζου, κάτι το οποίο η ελληνική πλευρά δεν γνώριζε.
Η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία δεν ενεπλάκησαν εξ' αρχής από κοινού στη διαχείριση της κρίσης, ώστε να εκτιμηθεί η εκάστοτε διαμορφούμενη κατάσταση και να ληφθεί απόφαση για τη λήψη των αναγκαίων στρατιωτικών μέτρων. Οι σχέσεις πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας δεν ήταν οι καλύτερες και οι αποφάσεις δεν ελήφθησαν στο φυσικό χώρο αντιμετωπίσεως κρίσεων που είναι το Εθνικό Κέντρο Επιχειρήσεων, αλλά στη βουλή. Δεν υπήρξαν πλήρως κατανοητοί από την πολιτική ηγεσία οι κανόνες αποτροπής, οι βασικές διαδικασίες κλιμάκωσης και αποκλιμάκωσης της κρίσης και οι δυνατότητες και περιορισμοί χρησιμοποίησης των στρατιωτικών δυνάμεων (π.χ. Εθνικοί Κανόνες Εμπλοκής, Εθνικό Σύστημα Συναγερμού, κ.λπ).
Υπήρξε διάσταση απόψεων μεταξύ των μελών της κυβέρνησης και της στρατιωτικής ηγεσίας για τη διαχείριση της κατάστασης και την πρόθεση χρησιμοποίησης της στρατιωτικής ισχύος. Η διαχείριση της κρίσης χαρακτηρίσθηκε από έλλειψη συγκροτημένης στρατηγικής, ελλιπή σχεδιασμό και έγινε προσπάθεια αντιμετώπισής της με μια σειρά αντανακλαστικών, σπασμωδικών και ασυντόνιστων ενεργειών.
Σημαντικό ρόλο στη δημιουργία και στην κλιμάκωση της κρίσης, είχαν εξωθεσμικοί παράγοντες και Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης (ΜΜΕ). Ο ανταγωνισμός των τηλεοπτικών σταθμών επέφερε σε κάποιες περιπτώσεις την αποκάλυψη επιχειρησιακών πληροφοριών θέτοντας σε κίνδυνο την εθνική ασφάλεια π.χ. απευθείας μετάδοση του απόπλου του ελληνικού στόλου από το ναύσταθμο με πληροφορίες αναφορικά με ώρες, αριθμό και τύπους πλοίων, κ.λπ.
*Ο Λάμπρος Τζούμης είναι Αντιστράτηγος ε.α.