Η δημόσια αντιπαράθεση Δένδια - Τσαβούσογλου εξαφάνισε τα ελάχιστα φτιασίδια που έμεναν και αλλοίωναν την πραγματική εικόνα των ελληνοτουρκικών σχέσεων, δίνοντας την ευκαιρία σε όσους καλοπροαίρετους θέλουν να βλέπουν ακόμη και τώρα την Τουρκία σαν την χώρα εκείνη του 1994 ή του 2003, η οποία επιθυμούσε διακαώς να προσδεθεί στο ευρωπαϊκό άρμα και να δηλώσει την ευρωπαϊκή - δυτική ταυτότητα της.
Η επίσκεψη ήταν απολύτως χρήσιμη, καθώς δόθηκε με πειστικό τρόπο η ελληνική απάντηση στην προσπάθεια της Τουρκίας να κατοχυρώσει και να επιβάλει την δική της φόρμουλα για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, όπου μείζονα ζητήματα στα οποία η ίδια έχει προκαλέσει σοβαρές κρίσεις, όπως αυτά των θαλασσίων ζωνών, των παραβιάσεων του εθνικού εναέριου χώρου, των παρανόμων σεισμογραφικών ερευνών κ.ά. θα μπαίνουν κάτω από το χαλί, όταν αυτό βολεύει τις τουρκικές επιδιώξεις.
Και ενώ η ίδια θα δηλώνει ότι είναι νόμιμες οι έρευνες και οι γεωτρήσεις στην Ανατολική Μεσόγειο, θα παραπεμφθεί όχι σε «διερευνητικές επαφές» αλλά σε «συμβουλευτικές», η αναζήτηση λύσης στα ζητήματα αυτά. Και η υπόλοιπη ατζέντα όμως θα παραμένει φορτωμένη με αυτά που η Τουρκία θεωρεί προβλήματα: Την «τουρκική» μειονότητα της Θράκης και την έκδοση όσων πολιτικών φυγάδων βαφτίζει τρομοκράτες το τουρκικό καθεστώς. Αλλά και πιο πρακτικά ζητήματα, όπως η πολύ μεγάλη αύξηση αδειών διέλευσης φορτηγών που ζητά η Τουρκία από τη χώρα μας.
Δεν είναι λίγες οι φορές στο παρελθόν κατά τις οποίες έχει επιχειρηθεί ο εξωραϊσμός της τουρκικής πολιτικής προκειμένου δήθεν να μην διαταραχθούν οι ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Όμως όσο η απειλή και η αμφισβήτηση κυριαρχικών δικαιωμάτων είναι ενεργές δεν μπορεί να υπάρξει σοβαρή και βιώσιμη προσπάθεια εξομάλυνσης των σχέσεων. Θετική ατζέντα μπορεί να υπάρξει, συνεργασία στον οικονομικό, εμπορικό, τουριστικό τομέα και αλλού, μπορεί να υπάρξει, όχι όμως ομαλοποίηση των σχέσεων.
Ειδικά στην παρούσα φάση, η Τουρκία του Τ.Ερντογάν θεωρεί (και εν μέρει δικαιολογημένα) ότι έχει αλλάξει «πίστα» και ότι η Ελλάδα είναι πολύ μικρή για να διαπραγματευθεί μαζί της.
Κυρίως η τουρκική ηγεσία θεωρεί ότι δεν έχει τίποτα να κερδίσει αποκαθιστώντας ισότιμες και ειλικρινείς φιλικές σχέσεις με την Ελλάδα. Έτσι καθίσταται δύσκολο αυτό το πάρε-δώσε, που συχνά έχει επιστρατευθεί στις διεθνείς σχέσεις για την επίλυση διαφορών, καθώς η Τουρκία δεν έχει καμία διάθεση να κάνει πίσω από τις διεκδικήσεις της εάν δεν γνωρίζει ότι θα κερδίσει σε ένα άλλο μέτωπο.
Σύμφωνα με μια σχολή σκέψης της ελληνική διπλωματίας, υπό αυτές τις συνθήκες θα ήταν τρομερό λάθος να γίνει η οποιαδήποτε παραχώρηση στην Τουρκία, καθώς δεν πρόκειται να λειτουργήσει κατευναστικά, ούτε και να συμβάλει ουσιαστικά στην επίτευξη μιας μόνιμης συμφιλίωσης και επίλυσης των προβλημάτων.
Η Τουρκία θέλει να κρατά ανοικτά και με επίδειξη ισχύος, τα μέτωπα που αντιλαμβάνεται ότι δεν θα μπορεί να κερδίσει, είτε με μια Συμφωνία, είτε με αποφαση ενός διεθνούς μηχανισμού επίλυσης διαφορών.
Σε αντίθεση με το 1994 και το 1999 που τότε η Τουρκία γνώριζε ότι το μεγάλο διακύβευμα, η έγκριση της Τελωνειακής Ενωσης με την Ε.Ε. και η αναγνώριση της ως υποψήφιας προς ενταξη στην Ε.Ε. χώρας, περνούν και από την Ελλάδα και ίσως προσέφερε ένα κίνητρο για έναν συμβιβασμό στα ελληνοτουρκικά. Χρόνος που παρήλθε άπρακτος, μέχρι που η Τουρκία πλέον δεν έχει πια αυτή την εξάρτηση και την προσήλωση στην ευρωπαϊκή της προοπτική.
Από τις δηλώσεις Τσαβούσογλου αλλά και του ίδιου του Ερντογάν μετά την προσευχή της Παρασκευής, διαπιστώνεται ότι πέραν των ζητημάτων του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου, η Τουρκία επιμένει σε ένα ζήτημα το οποίο η Ελλάδα δεν μπορεί να αποδεχθεί, καθώς εκτός των άλλων αποτελεί ευθεία παρέμβαση στα εσωτερικά της και προσπάθεια χειραγώγησης από την Άγκυρα, Ελλήνων πολιτών.
Το ισλαμικό υπόβαθρο του Ταγίπ Ερντογάν αναγάγει σε μείζον θέμα στην ατζέντα του την ελληνική μουσουλμανική μειονότητα και το παράδοξο ακριβώς είναι ότι ενώ η Ελλάδα βάσει και της Συνθήκης της Λοζάνης προβάλει τον θρησκευτικό χαρακτήρα της μειονότητας, ο ίδιος ο Τούρκος πρόεδρος πλέον επιμένει και στην εθνικιστική ατζέντα, μέσω της προβολής της «τουρκικής» εθνικής ταυτότητας αυτών των Ελλήνων πολιτών.
Συγχρόνως η Άγκυρα επιμένει να αυτοπροβάλλεται ως ο προστάτης των απανταχού μουσουλμάνων και έτσι να αναμειγνύεται στον σχεδιασμό της λειτουργίας ή όχι τζαμιών στην Ελλάδα, θέμα στο οποίο υπάρχουν καθυστερήσεις μεν, αλλά έχουν γίνει βήματα με πρώτο το νέο Τέμενος στην Αθήνα.
Όμως η πονηρή πρόταση του Μ.Τσαβούσογλου για από κοινού αποκατάσταση Οθωμανικών μνημείων στην Ελλάδα αποσκοπεί στην ικανοποίηση του αιτήματος για λειτουργία τους και ως τζαμιά, σε περιοχές της Ελλάδας που παραδοσιακά δεν υπάρχει μουσουλμανικός πληθυσμός. Αλλά όπως και σε πολλές βαλκανικές χώρες ο στόχος αυτής της τουρκικής παρέμβασης είναι να επανατοποθετεί στα προχωρημένα φυλάκια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ως μέσο άσκησης επιρροής.
Όμως και τα μηνύματα που θα έστελνε ένα «φοβικό» πέρασμα του ΄Ελληνα ΥΠΕΞ από την Άγκυρα, στον αραβικό κόσμο και σε όσους στάθηκαν δίπλα στην Ελλάδα στην διάρκεια της αντιπαράθεσης με την Τουρκία θα ήταν προβληματικά.
Ο Νίκος Δενδιας χθες με τον Ισραηλινό ομόλογο του, με τον εκπρόσωπο του Εμιρατινού προέδρου, στην Τετραμερή της Πάφου, όπως και στη συνάντησή του με τον Αιγύπτιο ΥΠΕΞ κ.Σούκρυ την Κυριακή, θα βρίσκονταν στην δυσχερή θεση να απολογείται για την «υποταγή» στην Τουρκία, εάν ειχε εμφανισθεί στην Άγκυρα υπό τους όρους που ειχε θέσει η τουρκική πλευρά.
Όμως πολύ απλά θα μπορεί να εξηγήσει στον κ.Σούκρυ ότι αν η Ελλάδα μια μικρή χώρα σε μέγεθος και πληθυσμό μπόρεσε να ορθρώσει το ανάστημα της στην Άγκυρα, τότε η μεγαλύτερη αραβική χώρα δεν μπορεί να εκτίθεται και να εμφανίζεται ως έτοιμη να προσκυνήσει τον «Σουλτάνο»…