Σοβαρά ερωτηματικά για το πως μπορεί να καταστεί διατηρήσιμη η «μη ένταση» στο Αιγαίο και εάν στο πλαίσιο της «συνεννόησης» που ακολούθησε τους σεισμούς στην Τουρκία υπάρχουν και ελληνικές δεσμεύσεις έναντι της Άγκυρας, δημιουργούν τόσο οι δηλώσεις Τσαβούσογλου όσο και το κείμενο της προεκλογικής πλατφόρμας που παρουσίασε ο Τ.Ερντογάν και αναφέρονται στα ελληνοτουρκικά.
Καταρχάς, θα πρέπει να ξεκαθαρισθεί ότι η ένταση των τελευταίων μηνών δεν οφειλόταν και στις δυο πλευρές αλλά στις μονομερείς διεκδικήσεις της Τουρκίας, τις προκλήσεις επί του πεδίου στην επιθετική-χολερική ρητορική εναντίον της Ελλάδας και φυσικά στη διεύρυνση της αμφισβήτησης της ελληνικής κυριαρχίας.
Ο ενθουσιασμός με τον οποίο το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών και ο ίδιος ο Ν.Δένδιας υποδέχθηκαν αυτή τη διακοπή των προκλήσεων επί του πεδίου και των οξύτατων τόνων της ρητορικής της τουρκικής ηγεσίας ίσως οδηγεί σε παρερμηνείες για τη σκληρή πραγματικότητα. Και πιθανότατα θα διευκολύνει την προσπάθεια της Τουρκίας να εξωραΐσει την εικόνα της στο εξωτερικό και κυρίως στις Βρυξέλλες και στην Ουάσιγκτον εμφανιζόμενη ως «ειρηνοποιός» και πρόθυμη για την επίλυση των προβλημάτων ,ενώ φυσικά όπως αποδεικνύεται και από τα πράγματα ουδεμία αλλαγή έχει επέλθει στη στάση της.
Η «μη ένταση» είναι μια προσωρινή κατάσταση, που δεν λύνει από μόνη της προβλήματα ούτε φυσικά συνεπάγεται αυτομάτως ότι ανοίγει τον δρόμο για συνεννόηση. Πιθανόν, διευκολύνει την αποκατάσταση διαύλων επικοινωνίας οι οποίοι είχαν κοπεί με πρωτοβουλία της Τουρκίας, δίνει ανάσες στην ελληνική κυβέρνηση σε μια δύσκολη προεκλογική περίοδο, αλλά μέχρι εκεί.
Ούτε φυσικά αλλάζει το πλαίσιο μέσα στο οποίο καταβλήθηκαν στο πρόσφατο παρελθόν και τουλάχιστον μετά το 2000 προσπάθειες για την επίλυση των ελληνοτουρκικών και κατέληξαν σε αποτυχία, για τον απλό λόγο: ότι η Τουρκία θέλει να επιβάλει πότε με το casus belli, πότε με τις γκρίζες ζώνες πότε με τη Γαλάζια Πατρίδα, πότε με το Τουρκολυβικό, πότε με τη σύνδεση αποστρατικοποίησης νησιών με την ελληνική κυριαρχία επ' αυτών, την βασική και διαχρονική επιδίωξη της τουλάχιστον μετά το 1975.
Τον εγκλωβισμό δηλαδή της Ελλάδας σε έναν διάλογο επί θεμάτων ακόμη και της ελληνικής κυριαρχίας, όπου η Ελλάδα θα καλείται να πληρώνει και η Τουρκία να εισπράττει.
Μια σοβαρή ακόμη παρεξήγηση που πιθανόν έχει δημιουργηθεί τις τελευταίες εβδομάδες είναι ότι για να διατηρηθεί το «ήρεμο κλίμα» θα πρέπει να αποφύγουν ενέργειες και οι δυο πλευρές. Εάν αυτό αφορά επιθετικές ενέργειες και έστω και περιορισμό των ασκήσεων στο Αιγαίο έχει καλώς. Εάν όμως αυτή η αναφορά υπονοεί ότι η Ελλάδα θα υποχρεωθεί προκειμένου να μην έχουμε υπερπτήσεις ή επιθετικές δηλώσεις να απέχει από την άσκηση κυριαρχικών δικαιωμάτων της τότε είναι προφανές ότι είναι μια «συνεννόηση» ετεροβαρής και επικίνδυνη.
Να θυμίσουμε απλώς ότι όπως η κυβέρνηση Σημίτη με τη Συμφωνία της Μαδρίτης (1997) δεσμεύθηκε να μην ασκήσει κυριαρχικά δικαιώματα («μονομερείς ενέργειες») και επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ μπήκε στο ράφι κάθε συζήτηση για επέκταση των χωρικών υδάτων και καθορισμού ευθείων γραμμών βάσης και το κλείσιμο των Κόλπων, έτσι και τώρα η κυβέρνηση αν και έκανε την επέκταση των χωρικών υδάτων στο Ιόνιο, εξάντλησε την θητεία της και δεν βρήκε τον χρόνο να δρομολογήσει την επέκταση των χωρικών υδάτων νοτίως της Κρήτης, όπως επανειλημμένα είχε προαναγγελθεί.
Επίσης, προβληματική είναι και η Συμφωνία αλληλοϋποστήριξης των δυο χωρών στην ελληνική υποψηφιότητα για το ΣΑ του ΟΗΕ(που είναι δεδομένη η εκλογή της ) και της τουρκικής υποψηφιότητας για τη θέση του ΓΓ του ΙΜΟ, όπου το πιθανότερο ευτυχώς δεν έχει ελπίδες εκλογής. Γιατί ο ΙΜΟ είναι θεματοφύλακας της ελεύθερης ναυσιπλοΐας (με την Τουρκία να έχει δυο εμπάργκο σε εμπορικά κυπριακά πλοία) και συγχρόνως ρυθμίζει το εξαιρετικά σημαντικό ζήτημα των Ζωνών Έρευνας και Διάσωσης, όπου η Τουρκία διεκδικεί συστηματικά την επέκταση της ζώνης τουρκικής ευθύνης μέχρι το μέσο του Αιγαίου με στόχο τον εγκλωβισμό των ελληνικών νησιών του Ανατολικού Αιγαίου σε ζώνη τουρκικής αρμοδιότητας… Ο ΓΓ του ΙΜΟ προφανώς δεν μπορεί να αποφασίζει μόνος του την αλλαγή των ζωνών αλλά μπορεί να δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα και στην Ελλάδα.
Το μεγάλο ερωτηματικό λοιπόν είναι εάν η Ελλάδα έχει αναλάβει συγκεκριμένες δεσμεύσεις έναντι της Τουρκίας και ποιες είναι αυτές.
Διότι προφανώς θα πρόκειται περί παραλογισμού, η Ελλάδα προκειμένου να εξασφαλίσει μια εντελώς προσωρινή και αβέβαιης διάρκειας «ηρεμία» στο Αιγαίο να έχει βάλει στο καλάθι τον αυτοπεριορισμό στην άσκηση κυριαρχικών δικαιωμάτων της.
Οι δηλώσεις Τσαβούσογλου, όπως και εκείνες του Ι.Καλίν πριν λίγες ημέρες αλλά και το προεκλογικό μανιφέστο του Ερντογάν δείχνουν πως εννοεί την επόμενη ημέρα της «μη έντασης» η Τουρκία και το ανησυχητικό είναι ότι δεν έχει δοθεί συγκεκριμένη απάντηση από την Αθήνα, χωρίς αυτό να σημαίνει βεβαίως ότι θα πρέπει να γίνει δημόσια διαπραγμάτευση.
Ο κ.Τσαβούσογλου με απειλητικό τόνο δήλωσε ότι εάν δεν εκμεταλλευθούμε αυτό το θετικό κλίμα για την επίλυση των προβλημάτων τότε αυτό δεν θα διαρκέσει και θα επιστρέψουμε στις εντάσεις. Καθόρισε μάλιστα τόσο την ατζέντα αυτού του διαλόγου όσο και την διαδικασία: στην ατζέντα συμπεριέλαβε τις «γκρίζες ζώνες», τον εναέριο χώρο τα χωρικά ύδατα και εμμέσως και την αποστρατικοποίηση των νησιών.
Ως διαδικασία ζήτησε απευθείας διάλογο (χωρίς τρίτους όπως επεσήμανε και ο Ι.Καλίν) για όλα τα θέματα υπό μορφή πακέτου. Ακόμη και για το ενδεχόμενο προσφυγής στην Χάγη επανάφερε τη γνωστή θέση της Τουρκίας για σύνταξη συνυποσχετικού που θα περιλαμβάνει όλα αυτά τα ζητήματα. Δηλαδή η Τουρκία απαιτεί από την Ελλάδα να αποδεχθεί με την υπογραφή της την παραπομπή στην κρίση του Δικαστηρίου όχι μόνο των θεμάτων της οριοθέτησης της Υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ αλλά και ζητημάτων κυριαρχίας της χώρας, όπως είναι η ελληνικότητα των νησιών και βραχονησίδων που αμφισβητεί η Τουρκία, την αποστρατικοποίηση των νησιών και επίσης την παραίτηση της Ελλάδας από την άσκηση κυριαρχίας με την επέκταση των χωρικών υδάτων της και ανάθεση του δικαιώματος αυτού στο ΔΔ της Χάγης.
Στο προεκλογικό μανιφέστο του ΑΚΡ που παρουσίασε ο κ. Ερντογάν κατηγορείται η Ελλάδα ότι παρακινείται από τους «ιμπεριαλιστές» σε μια εκστρατεία δι' αντιπροσώπων εναντίον της Τουρκίας και επισημαίνεται ότι η Τουρκία είναι υποχρεωμένη να υπερασπιστεί την Γαλάζια Πατρίδα στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο καθώς οι «κινήσεις της Ελλάδας παραβιάζουν το διεθνές δίκαιο και τις συμφωνίες θέτοντας σε κίνδυνο την ασφάλεια της Τουρκίας».
Στο προεκλογικό αυτό κείμενο γίνεται αναφορά στη διάθεση της Τουρκίας για επίλυση των διαφορών με την Ελλάδα μέσω διπλωματικών συνομιλιών και υπάρχει ένας μακρύς απολογισμός των πεπραγμένων της κυβέρνησης Ερντογάν για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων της Τουρκίας, με αναφορές στις επιστολές στον ΟΗΕ, στο Τουρκολιβυκό Μνημόνιο και στις άδειες ερευνών και εξορύξεων στην τουρκική κρατική εταιρεία ΤΡΑΟ. Όσο για το κυπριακό τονίζεται ότι η Τουρκία θα συνεχίσει την προσπάθεια για επίσημη αναγνώριση της «ΤΔΒΚ» και θα συνεχισθεί η υποστήριξη στην «ΤΔΒΚ» για την «εθνική μας υπόθεση το Κυπριακό».
Στο πλαίσιο αυτό είναι δυσδιάκριτη η «χείρα φιλίας» που τείνει η Τουρκία προς την Ελλάδα ενώ αντιθέτως είναι έντονα ορατά τα πολλά τα ερωτηματικά που ζητούν απαντήσεις για το πως η Ελλάδα αντιμετωπίζει αυτή τη συνολική πρόταση της Τουρκίας για την επίλυση των ελληνοτουρκικών «προβλημάτων».