Του Γιάννη Στεφανίδη*
Μέσα στην ερχόμενη εβδομάδα πρόκειται να συζητηθεί στη Διαρκή Επιτροπή Εθνικής Άμυνας και Εξωτερικών Υποθέσεων της Βουλής το Πρωτόκολλο Τροποποίησης της Συμφωνίας Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας (ΣΑΑΣ/MDCA) μεταξύ Ελλάδας και ΗΠΑ. Το πρωτόκολλο υπέγραψαν οι υπουργοί Εξωτερικών των δύο πλευρών, Δένδιας και Πομπέο, στις 5 Οκτωβρίου του 2019.
Με το εν λόγω πρωτόκολλο αναπροσαρμόζεται το Παράρτημα που εξειδικεύει την εφαρμογή της ισχύουσας Συμφωνίας, η οποία είχε συναφθεί επί κυβερνήσεως Κωνσταντίνου Μητσοτάκη το 1990.
Το εν λόγω Παράρτημα απηχεί πλέον τις αλλαγές που έχουν επέλθει τα τελευταία τριάντα χρόνια στον αριθμό και το είδος των «βάσεων» ή, όπως περιγράφονται στη συμφωνία, των «στρατιωτικών και βοηθητικών ευκολιών (facilities)» τις οποίες διαθέτουν οι Ηνωμένες Πολιτείες στο ελληνικό έδαφος.
Με τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου, οι Αμερικανοί έκλεισαν διαδοχικά τις τρεις από τις τέσσερις κύριες βάσεις τους στην Ελλάδα (Νέα Μάκρη και Ελληνικό στην Αττική, και Γούρνες Ηρακλείου). Διατήρησαν την αεροπορική τους βάση στη Σούδα και (τη μοναδική σε όλη την Ανατολική Μεσόγειο) δυνατότητα ελλιμενισμού ακόμα και αεροπλανοφόρου στην παρακείμενη ναυτική βάση στο Μαράθι βάσει ειδικού Μνημονίου Συνεργασίας.
Έπειτα από αρκετά χρόνια σχετικής άπνοιας, στη διάρκεια των οποίων αποσύρθηκαν και οι τελευταίες αμερικανικές πυρηνικές βόμβες από το ελληνικό έδαφος (το 2001, από την αεροπορική βάση στον Άραξο), το ενδιαφέρον των Αμερικανών για τις «ευκολίες» τους στην Ελλάδα αναζωπυρώθηκε σχετικά πρόσφατα.
Στην εξέλιξη αυτή συνέβαλαν διάφοροι παράγοντες, με κυριότερους (α) τη δυναμική επανεμφάνιση της Ρωσίας στην Ανατολική Μεσόγειο ταυτόχρονα με την πύκνωση των νεφών στις σχέσεις της με τις ΗΠΑ και τη Δύση γενικότερα, (β) την παρατεταμένη κρίση και αστάθεια σε χώρες της Μέσης Ανατολής (Συρία, Ιράκ), και (γ) την αβεβαιότητα που δημιουργεί για το μέλλον της στενής αμυντικής σχέσης της Δύσης με την Τουρκία η εξωτερική πολιτική του προέδρου Ερντογάν.
Όπως είναι γνωστό, επί των ημερών της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ είχε ξεκινήσει η επέκταση, για πρώτη φορά από το 1994, των «ευκολιών» προς τις ένοπλες δυνάμεις των ΗΠΑ. Πρόκειται για στρατιωτικές εγκαταστάσεις των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων (η αεροπορική βάση Λάρισας και η βάση Αεροπορίας Στρατού στο Στεφανοβίκειο του Βόλου) αλλά και μη στρατιωτικές εγκαταστάσεις και υποδομές (όπως, και ενδεχομένως με ελληνική πρόταση, το λιμάνι της Αλεξανδρούπολης). Τις εγκαταστάσεις αυτές ήδη χρησιμοποιούν οι Αμερικανοί, σε ad hoc βάση, από την εποχή Τσίπρα-Καμμένου.
Δεν είναι γνωστό με ποιους όρους η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα (με ή χωρίς τον Πάνο Καμμένο) επιχείρησε να διαπραγματευτεί την παραχώρηση των πρόσθετων «ευκολιών» στις ΗΠΑ. Δεν είναι επίσης γνωστό αν η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη διαπραγματεύτηκε απτά ανταλλάγματα όταν, τον Σεπτέμβριο-Οκτώβριο του 2019, κατέληξε σε συμφωνία με την προεδρία Τραμπ για τον τόπο και τον τρόπο λειτουργίας των βάσεων.
Εκτός από την «επίσημη» αεροπορική βάση της Σούδας, η συμφωνία παρέχει στους Αμερικανούς «ευκολίες» στο Μαράθι της Σούδας, στη Λάρισα, το Στεφανοβίκειο, αλλά και «ανεμπόδιστη πρόσβαση»» στο λιμάνι της Αλεξανδρούπολης. Επιπλέον, παρέχει τη δυνατότητα να επεκταθούν οι διευκολύνσεις και σε άλλες εγκαταστάσεις και τοποθεσίες με βάση μελλοντικές συμφωνίες.
Προ ημερών, αμέσως μετά την ενημέρωσή του από τον πρωθυπουργό σχετικά με την επίσκεψή του στις ΗΠΑ, ο Αλέξης Τσίπρας ζήτησε από τον κύριο Μητσοτάκη «να αναστείλει την ψήφιση του νομοσχεδίου για την αναβάθμιση της αμυντικής μας συνεργασίας με τις ΗΠΑ, μέχρις ότου εξασφαλισθεί η έμπρακτη στήριξη στα κυριαρχικά μας δικαιώματα».
Η προτροπή αυτή του κυρίου Τσίπρα εγείρει δύο, τουλάχιστον, ζητήματα: (α) υπάρχει προηγούμενο, και (β) είναι πρόσφορη μια τέτοια ενέργεια;
Παραδόξως, μόνο η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, που είχε διαπραγματευτεί και υπογράψει την αναθεώρηση της αρχικής συμφωνίας για τις βάσεις το 1977, δεν την κατέθεσε στη Βουλή, αφενός ενόψει της άρσης του εμπάργκο που είχε επιβάλει το αμερικανικό Κογκρέσο στην Τουρκία λόγω της εισβολής στην Κύπρο, και, αφετέρου, ενόψει της σφοδρής αντίθεσης του Ανδρέα Παπανδρέου, η μετεωρική εκλογική άνοδος του οποίου όφειλε πολλά στο ρεύμα του αντιαμερικανισμού.
Παραδόξως, επίσης, η κυβέρνηση του αντιαμερικανικού ΠΑΣΟΚ σύναψε και επικύρωσε την ανανέωση της συμφωνίας για τις βάσεις το 1983, με βασικό αντάλλαγμα τη ρήτρα ότι η εν λόγω συμφωνία «τερματίζεται μετά πέντε χρόνια». Η ρήτρα προοριζόταν για εσωτερική κατανάλωση και καμία ελληνική κυβέρνηση δεν την επικαλέστηκε (για το θέμα υπάρχει και μονογραφία του Κυριάκου Μητσοτάκη).
Ας δούμε το δεύτερο ζήτημα, κατά πόσον είναι πρόσφορο να συνδεθεί η επικύρωση του πρωτοκόλλου της ΣΑΑΣ με «έμπρακτη στήριξη στα κυριαρχικά μας δικαιώματα» εκ μέρους των ΗΠΑ.
Ιστορικό προηγούμενο τέτοιας στήριξης συνιστά το κείμενο αρχών που είχαν συνομολογήσει ο έλληνας υπουργός Εξωτερικών Μπίτσιος και ο αμερικανός ομόλογός του Κίσινγκερ το 1976. Το κείμενο αυτό έθεσε τις βάσεις για την αναλογία 7:10 στη στρατιωτική βοήθεια που παρείχαν έκτοτε οι ΗΠΑ σε Ελλάδα και Τουρκία. Σε αυτό προστέθηκε μονομερής δήλωση του Κίσινγκερ ότι η χώρα του θα αντιτασσόταν «ενεργώς και ανεπιφυλάκτως» σε απόπειρα «στρατιωτικής επιλύσεως» των διαφορών Ελλάδος-Τουρκίας. Σε επίπεδο ΣΑΑΣ, η αμερικανική πλευρά ρητά αναγνωρίζει την ανάγκη για «διατήρηση της ισορροπίας στρατιωτικής ισχύος στην περιοχή». Η πρόβλεψη αυτή ισχύει και σήμερα.
Εδώ και καιρό, Αθήνα και Άγκυρα έχουν πάψει να στηρίζονται στη στρατιωτική βοήθεια των ΗΠΑ, που έχει μειωθεί δραματικά από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Για δε τις ΗΠΑ και τον δυτικό κόσμο, το ζητούμενο είναι να διασώσουν τον στρατηγικό τους δεσμό με την Τουρκία, όχι να ικανοποιήσουν την Ελλάδα.
Πέραν του παραδόξου ένας αρχηγός κόμματος, το οποίο προ ολίγων ετών αμφισβητούσε δημόσια την αξία της ένταξής μας στο ΝΑΤΟ, να αξιώνει την εγγύηση των συνόρων μας από τις ΗΠΑ, το «πάγωμα» της επικύρωσης του πρωτοκόλλου για τις βάσεις θα εμφάνιζε την Ελλάδα να κινείται καιροσκοπικά/εκβιαστικά, την ώρα ακριβώς που το «αντίπαλο δέος» συμπεριφέρεται ως παράγοντας αστάθειας στην περιοχή μας.
Η ελπίδα για την εξωτερική μας πολιτική, στην παρούσα συγκυρία, είναι να επιβεβαιώσει και, ει δυνατόν, να ενισχύσει τη γεωστρατηγική αξία της για τις ΗΠΑ και τη Δύση, δεσμεύοντας τους δύο αυτούς παράγοντες ταυτόχρονα, έμπρακτα και στον μέγιστο δυνατό βαθμό στην προάσπιση της εδαφικής μας ακεραιότητας.
Πώς θα γίνει αυτό; Μα με την παρουσία αμερικανικών μονάδων σε ακριτικές περιοχές μας, και μάλιστα κείμενες προς ανατολάς, όπως στην περίπτωση της Αλεξανδρούπολης.
Όταν η κυβέρνηση Παπάγου συνομολογούσε την αρχική συμφωνία για τις βάσεις, το 1953, έτρεφε την ελπίδα να εγκατασταθούν όσο το δυνατόν βορειότερα, προκειμένου να είναι άμεσα εκτεθειμένες σε περίπτωση πραγμάτωσης της «από βορράν» απειλής. Τότε, οι Αμερικανοί απέφυγαν να λειτουργήσουν οι βάσεις τους ως «πυροδοτικός μηχανισμός».
Σήμερα, εφόσον αισθανόμαστε απειλούμενοι, αξίζει να επιδιώξουμε τον ελλιμενισμό αμερικανικών σκαφών δίπλα στις εκβολές του Έβρου, όπως αξίζει να διευρύνουμε τον ρόλο της πολυεθνικής FRONTEX κατά μήκος των ανατολικών θαλασσίων συνόρων μας, κύριε Τσίπρα.
*Ο Γιάννης Στεφανίδης είναι καθηγητής Διπλωματικής Ιστορίας στη Νομική του ΑΠΘ