Το κρίσιμο εικοσιτετράωρο των Ιμίων, όταν είχαν μοιραστεί φύλλα επιστράτευσης στους εθνοφύλακες-κατοίκους των παραμεθόριων νησιών μας, η Ολυμπιακή είχε βάλει έκτακτες πτήσεις σε Ρόδο, Κω, Σάμο, Χίο και Λέσβο λόγω αυξημένης ζήτησης. Το εισιτήριο γι' αυτές τις πτήσεις είχε φθάσει να πουλιέται στην μαύρη αγορά μέχρι και έξι φορές πάνω από την κανονική του τιμή. Κάποιοι ταμπουρώνονταν στον φράκτη του κήπου τους για να υπερασπιστούν την πατρίδα, κάποιοι άλλοι την κοπανούσαν.
Να τα λέμε κι αυτά, διότι δίπλα σε καθέναν που twitάρει τα άκαμπτα πατριωτικά του αισθήματα, υπάρχει κι άλλος ένας (ίσως και δυο) που στα μουλωχτά ετοιμάζουν βαλίτσες για τα ασφαλή μετόπισθεν. Κι επειδή έτυχε εκείνη την σημαδιακή περίοδο να φύγω με δημοσιογραφική αποστολή σε μεγάλο νησί της παραμεθορίου μόλις μιάμιση μέρα μετά την εκτόνωση της κατάστασης, είδα πράγματα που τότε δεν αποτόλμησα να γράψω για ευνόητους εθνικούς λόγους.
Σήμερα, είκοσι πέντε χρόνια μετά και ελπίζοντας ότι τα πράγματα είναι σαφώς πιο βελτιωμένα, μπορώ να αποκαλύψω μερικά απ’ αυτά. Δεκάδες στρατιωτικά οχήματα ήταν παρατημένα φύρδην μίγδην στις άκρες των κεντρικών δρόμων, με ένα σαστισμένο φανταράκι δίπλα τους να τα φυλάει από τους περαστικούς. Όπως έμαθα, είχαν εφαρμοστεί τα σχέδια για εκκένωση των στρατοπέδων που αποτελούν αεροπορικούς στόχους και για μεταφορά του οπλισμού και των ανδρών σε κρίσιμα αμυντικά σημεία, όμως η εκκένωση έγινε τόσο άγαρμπα που δεκάδες οχήματα απόμειναν στους δρόμους.
Άλλα διότι είχαν πολύ καιρό να κινηθούν και χάλασαν, άλλα διότι δεν υπήρχαν οδηγοί κι ένας χειριστής έπρεπε να απομακρύνει δυο και τρία οχήματα, άλλα διότι τα κλειδιά από τις εφεδρικές αποθήκες καυσίμων είχαν χαθεί και δεν υπήρχε βενζίνη να κινηθούν. Στο ίδιο νησί συνάντησα αποφασισμένους στρατιωτικούς και πολίτες να κάνουν το καθήκον τους άφοβα και με σύστημα, αλλά βρήκα και ανθρώπους που η μόνιμη επωδός τους ήταν «τι θέλουμε τώρα και μπλέκουμε;»
Βρήκα ακρίτες που είπαν ευθέως και δίχως κομπασμούς «από δω δεν περνάνε», αλλά βρήκα και κάτι μεγαλοπαράγοντες που όλο για τα ξενοδοχεία τους έλεγαν και για την ασφάλεια των οικογενειών τους, λες και τα υπόλοιπα ανθρωπάκια που ζώστηκαν το G3 και πήγαν να ακροβολιστούν στην παραλία δεν είχαν παιδιά αλλά πρόβατα. Βρήκα πεζοναύτες που χαμογελούσαν με σιγουριά λέγοντας «ας κοπιάσουν και θα δουν», αλλά μου διηγήθηκε κι ένας αστυνομικός την επίσκεψη του σ’ ένα φυλάκιο όπου βρήκε έναν υπολοχαγό να φορτώνει βρίζοντας το Ρέο με οβίδες παρέα μ’ έναν δόκιμο, ενώ παραδίπλα δυο φαντάροι έκλαιγαν και ζητούσαν την μάνα τους.
Θέλω να ελπίζω ότι τώρα τα πράγματα είναι πολύ καλύτερα, εξάλλου τα Ίμια έπεσαν σαν κεραυνός εν αιθρία μετά από μακρά περίοδο εφησυχασμού και ηρεμίας, ενώ στην παρούσα φάση η επιφυλακή διαρκεί μήνες. Δεν τα γράφω αυτά για να μειώσω το αξιόμαχο των ενόπλων δυνάμεων μας, ίσα-ίσα πιστεύω ότι οι Τούρκοι έχουν καβαλήσει το καλάμι με τους φανφαρονισμούς του Ερντογάν και κινδυνεύουν να πάθουν την πλάκα τους. Απλώς λέω ότι ο πατριωτισμός είναι πολύ πιο σύνθετο ζήτημα από τα ηρωικά twits του καναπέ και επίσης πολύ πιο πρακτικό ζήτημα ετοιμασίας, τροφοδοσίας και εκπαίδευσης.
Κι αν αυτός που twitάρει ηρωικά απ’ το σαλόνι του δεν είναι υποχρεωμένος να τα λαμβάνει υπ’ όψη του όλα αυτά πριν πατήσει τα πλήκτρα, ο πρωθυπουργός είναι υποχρεωμένος να τα ζυγίζει δυο και τρεις φορές πριν πάρει απόφαση. Σε εθνικές κρίσεις τέτοιου μεγέθους, δεν χωράνε πολλαπλές εκτιμήσεις και αερολογίες του καθενός. Εμπιστευόμαστε την πολιτική ηγεσία στις κινήσεις της, όσο κι αν δεν τις καταλαβαίνουμε καμιά φορά, διότι αυτή ξέρει περισσότερα. Τόσο απλά είναι τα πράγματα.