Η υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης τον Ιούλιο του 1923 αποτέλεσε τον προθάλαμο για την ίδρυση του σύγχρονου τουρκικού κράτους. Τρεις μήνες αργότερα ανακηρύχθηκε η Τουρκική Δημοκρατία με πρωτεύουσα την Άγκυρα. Η επιλογή αυτή σηματοδοτούσε, μεταξύ άλλων, την προσπάθεια του θεμελιωτή της Τουρκικής Δημοκρατίας, Μουσταφά Κεμάλ (μετέπειτα Ατατούρκ), να την αποκόψει από το οθωμανικό παρελθόν της.
Τον Νοέμβριο του 1922 η Τουρκική Εθνοσυνέλευση είχε ήδη καταργήσει το σουλτανάτο, θέτοντας έτσι τέλος σε μια περίοδο έξι αιώνων μοναρχικής οθωμανικής εξουσίας. Τον Μάρτιο του 1924 καταργήθηκε και το χαλιφάτο.
Υπό την ηγεσία του Ατατούρκ καταβλήθηκαν συστηματικές προσπάθειες για τον εκδυτικισμό της Τουρκίας. Βασικό χαρακτηριστικό ήταν η επιδίωξη δημιουργίας ενός τουρκικού έθνους κράτους κατά τα πρότυπα των αντίστοιχων της Δυτικής Ευρώπης.
Η επιδίωξη αυτή ήταν άμεσα συνυφασμένη με την πολιτική του εκτουρκισμού που είχε ήδη ξεκινήσει με τους διωγμούς και την εξολόθρευση των μη μουσουλμανικών εθνοτήτων (πρωτίστως των Αρμενίων και των Ελλήνων, αλλά και των Ασσύριων, των Χαλδαίων κ.λπ.) που διαβιούσαν στο τουρκικό έδαφος. Για την εξυπηρέτηση του στόχου του εκδυτικισμού χρησιμοποιήθηκε ως μέσο η εισαγωγή πολυάριθμων μεταρρυθμίσεων, όπως κατάργηση του ιερού μουσουλμανικού νόμου (σαρία) και η εισαγωγή σύγχρονου αστικού και ποινικού κώδικα, η αντικατάσταση του αραβικού αλφαβήτου από το λατινικό, η διεύρυνση των δικαιωμάτων των γυναικών, ο περιορισμός της χρήσης της μουσουλμανικής μαντίλας από τις γυναίκες και η απαγόρευση του παραδοσιακού φεσιού για τους άνδρες, η υποχρεωτική υιοθέτηση και χρήση επωνύμων κ.λπ.
«Ερχόμαστε από την Ανατολή και πηγαίνουμε προς τη Δύση», ήταν ένα από τα αποφθέγματα του Ατατούρκ που συμπύκνωνε την αντίληψή του για την ανάγκη προσαρμογής της Τουρκίας στα δυτικά δεδομένα.
Στην πραγματικότητα, επρόκειτο για μια προσπάθεια επιβολής από πάνω προς τα κάτω, η οποία είχε μεν κάποια αποτελέσματα, αλλά δεν μπόρεσε να ανατρέψει πλήρως αντιλήψεις που ήταν παγιωμένες στην τουρκική κοινωνίας και που είχαν ιστορικό βάθος αιώνων. Ένα τμήμα των οικονομικών και κοινωνικών ελίτ ενστερνίστηκε το σχέδιο του Ατατούρκ. Αντίθετα, η μεγάλη μάζα του πληθυσμού, ιδίως οι φτωχότερες, διατήρησαν ισχυρή τη σύνδεσή τους με την ισλαμική παράδοση και κληρονομιά. Οι μεταρρυθμίσεις σε μεγάλο βαθμό εφαρμόστηκαν διότι, παρά τις διακηρύξεις περί δημοκρατικής λειτουργίας, το κράτος που είχε θεμελιώσει ο Ατατούρκ στην ουσία παρέμεινε για πάνω από δύο δεκαετίες μία μονοκομματική ημιδικτατορία.
Όταν μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, κι αφού στο μεταξύ ο Ατατούρκ είχε προ πολλού (το 1938) πεθάνει, υπήρξε σταδιακή μετάβαση στον πολυκομματισμό, οι έως τότε υφέρπουσες μη κεμαλικές δυνάμεις μπόρεσαν να εκφραστούν ανοιχτά. Στις εκλογές του 1950 το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα, το οποίο είχε ιδρυθεί από τον Ατατούρκ και εξέφραζε τον κεμαλισμό, ηττήθηκε. Έτσι, για πρώτη φορά μία άλλη πολιτική παράταξη, το Δημοκρατικό Κόμμα, σχημάτισε κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Αντνάν Μεντερές. Κατά τη διάρκεια της δεκαετούς του διακυβέρνησης, ο Μεντερές χαλάρωσε τα μέτρα που είχαν ληφθεί από τους κεμαλικούς εις βάρος του ισλάμ. Ο Μεντερές εφάρμοσε έτσι μια πρώιμη μορφή πολιτικής εκμετάλλευσης του θρησκευτικού συναισθήματος του τουρκικού λαού.
Το 1960 ο Μεντερές ανατράπηκε από στρατιωτικό πραξικόπημα, το οποίο εγκαινίασε την περίοδο των αλλεπάλληλων παρεμβάσεων των ενόπλων δυνάμεων στην πολιτική ζωή της Τουρκίας. Οι ένοπλες δυνάμεις παρουσιάζονταν ως οι θεματοφύλακες του κεμαλισμού. Με αυτό το πρόσχημα, επενέβησαν και πάλι το 1971 και το 1980. Ήταν η ίδια περίοδος που το πολιτικό Ισλάμ, υπό την καθοδήγηση του Νετσμετίν Ερμπακάν, άρχιζε να κερδίζει έδαφος. Οι απόψεις του Ερμπακάν αμφισβητούσαν τον σεκουλαριστικό χαρακτήρα του τουρκικού κράτους. Από αυτή την άποψη, έρχονταν σε σύγκρουση με μια από τις θεμελιώδεις αρχές του κεμαλισμού. Τον Ιούνιο του 1996 ο Ερμπακάν έγινε ο πρώτος ισλαμιστής πολιτικός που ανέλαβε την πρωθυπουργία στην Τουρκία. Το πείραμα δεν θα διαρκούσε παρά μόλις έναν χρόνο, καθώς τον Ιούνιο του 1997 ο Ερμπακάν εξαναγκάστηκε σε παραίτηση μετά από απαίτηση των ενόπλων δυνάμεων. Στην ουσία, επρόκειτο για το τέταρτο πραξικόπημα στην ιστορία της Τουρκικής Δημοκρατίας.
Την πολιτική κληρονομιά του Ερμπακάν αξιοποίησε, διευρύνοντάς την εντυπωσιακά, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, το οποίο ο ίδιος ίδρυσε το 2001, κέρδισε τις εκλογές το 2002. Ο Ερντογάν δεν εξελέγη βουλευτής, ούτε μπόρεσε να αναλάβει άμεσα την πρωθυπουργία λόγω προηγούμενης καταδίκης του με την κατηγορία της δημόσιας απαγγελίας ποιήματος με ισλαμιστικό περιεχόμενο.
Τελικά, ο Ερντογάν έγινε πρωθυπουργός τον Μάρτιο του 2003, θέση που διατήρησε έως τον Αύγουστο του 2014, οπότε μεταπήδησε στην προεδρία της δημοκρατίας. Ο Ερντογάν συγκρούστηκε με το κεμαλικό κατεστημένο. Όμως, σε αντίθεση με τον Ερμπακάν, κατόρθωσε να επικρατήσει στη σύγκρουση. Για να το καταφέρει, βασίστηκε στη μεγάλη λαϊκή υποστήριξη που είχε και η οποία ήταν κατά κύριο λόγο αποτέλεσμα της ανάταξης της τουρκικής οικονομίας που ο ίδιος πέτυχε.
Επί σχεδόν δύο δεκαετίες που, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο βρίσκεται στην εξουσία, ο Ερντογάν έχει αναιρέσει πολλές από τις παρακαταθήκες του Ατατούρκ, τον οποίο στην πράξη έχει πολλές φορές επιχειρήσει να αποκαθηλώσει ως εμβληματική προσωπικότητα της σύγχρονης τουρκικής ιστορίας. Ο Ερντογάν συνδυάζει το πολιτικό Ισλάμ με την προσπάθεια της επανασύνδεσης της Τουρκίας με το οθωμανικό της παρελθόν. Ο νέο-οθωμανισμός του συναρτάται, επίσης, με την επιδίωξη της ανάδειξης της Τουρκίας σε περιφερειακή υπερδύναμη, η οποία θα κυριαρχεί ή οπωσδήποτε θα ασκεί καθοριστική επιρροή στη γεωγραφική έκταση της πάλαι ποτέ Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Παράλληλα, επιθυμεί η Τουρκία να καταστεί ηγέτιδα δύναμη του σουνιτικού μουσουλμανικού κόσμου.
Η ολόθερμη υποστήριξή του στο κίνημα των Αδελφών Μουσουλμάνων αποτελεί έκφανση αυτής της επιθυμίας. Κατηγορείται από τους κοσμικούς αντιπάλους του, αλλά και διεθνώς, ότι με όλα αυτά απομακρύνει την Τουρκία από τη Δύση. Όμως αυτό μόνο εν μέρει ισχύει, για τον απλό λόγο ότι η Τουρκία δεν υπήρξε ουσιαστικά ποτέ δυτικό κράτος. Ο εκδυτικισμός λειτούργησε περισσότερο ως επίφαση. Δεν διαπέρασε την τουρκική κοινωνία. Οπωσδήποτε όχι τη μεγάλη μάζα του πληθυσμού της Ανατολίας.
Στα χρόνια της διακυβέρνησης του Ερντογάν, η Τουρκία είναι μια εσωτερικά διαιρεμένη χώρα. Η απλή παρατήρηση του χάρτη με τα αποτελέσματα των βουλευτικών και των προεδρικών εκλογών, αλλά και των δημοψηφισμάτων που διεξήχθησαν κατά την εν λόγω περίοδο, το επιβεβαιώνει.
Οι δυτικές τουρκικές επαρχίες, οι οποίες γεωγραφικά είναι εγγύτερα στην Ευρώπη και ασπάστηκαν περισσότερο τις κεμαλικές μεταρρυθμίσεις, εκφράζονται στην κάλπη εναντίον του Ερντογάν.
Αντίθετα, όσο κάποιος μετακινεί το βλέμμα του προς το εσωτερικό της Τουρκίας, τόσο βλέπει τα ποσοστά υπέρ του Ερντογάν να αυξάνονται. Στις κουρδικές περιοχές, οι οποίες βρίσκονται στο νοτιοανατολικό άκρο της χώρας, ο χάρτης βάφεται με τα χρώματα των κουρδικών κομμάτων, έκφραση της εκεί πλειοψηφικής παρουσίας Κούρδων.
Μπορεί ο ερντογανισμός όχι απλώς να προβληθεί ως το αντίπαλο δέον του κεμαλισμού, αλλά να τον υποκαταστήσει πλήρως ως κυρίαρχη (ή ακόμα και επίσημη) κρατική ιδεολογία;
Σε έναν βαθμό αυτό έχει συμβεί, καθώς ο Ερντογάν έχει εγκαθιδρύσει ένα κατ’ ουσία αυταρχικό καθεστώς, το οποίο, κάτω από την επίφαση της δημοκρατικής νομιμοποίησης, καταδιώκει πολιτικούς αντιπάλους και επιχειρεί να φιμώσει κάθε φωνή κριτικής και αντίστασης.
Το πολιτικό Ισλάμ έχει βαθιές ιστορικές ρίζες στην τουρκική κοινωνία. Δεν υπήρξε εφεύρεση του Ερντογάν, αν και είναι αλήθεια ότι εκείνος ήταν που του έδωσε νέα πνοή και το κατέστησε πλειοψηφικό ρεύμα. Το ερώτημα είναι κατά πόσο θα διατηρήσει αυτή τη δυναμική στο μέλλον και πολύ περισσότερο όταν κάποια στιγμή ο Ερντογάν θα πάψει να είναι επικεφαλής του.
* Ο Αντώνης Κλάψης είναι Επίκουρος Καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.