Του Κώστα Μήλα*
Σύμφωνα με δημοσιογραφικές πηγές, ο Jeroen Dijsselbloem ζήτησε από τα μέλη του Eurogroup να προετοιμαστούν για έναρξη των συζητήσεων για το ελληνικό χρέος τον Απρίλιο. Και πώς να μη γίνει αυτό, αφού, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΔΝΤ, το ελληνικό χρέος, ενώ εκτιμάται στο δυσθεώρητο 206,6% του ΑΕΠ το 2016 και στο 203,6% του ΑΕΠ το 2017, παρουσιάζει μικρή μείωση στο 182,5% του ΑΕΠ μόνο το... 2020; Έχοντας λοιπόν αυτά κατά νου, για τι είδους απομείωση χρέους πρέπει να συζητήσουμε;
Ο γράφων, μαζί με τους συνάδελφους οικονομολόγους Θεόδωρο Παναγιωτίδη και Περικλή Μπουμπάρη (από το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας), δημοσίευσε πρόσφατα μια μελέτη στο επιστημονικό περιοδικό Economics letters με τίτλο «Has the crisis affected the behavior of the rating agencies? Panel evidence from the Eurozone», η οποία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ένα «εθελοντικό» κούρεμα στο χρέος μας από το 206% του ΑΕΠ στο 166% του ΑΕΠ οδηγεί (κατά μέσο όρο) σε αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης της χώρας μας «μόνο» κατά 3 βαθμίδες. Με άλλα λόγια, μια γενναία απομείωση του ελληνικού χρέους κατά περίπου 40 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ δεν είναι ικανή να «διαγράψει» τον εξευτελιστικό χαρακτηρισμό junk (σκουπίδια) των ελληνικών ομολόγων. Και τούτο επειδή η έξοδος μας από την κατάταξη junk απαιτεί αναβάθμιση όχι κατά 3, αλλά κατά 6 βαθμίδες.
Με άλλα λόγια, ένα σημαντικό «κούρεμα» του ελληνικού χρέους δεν είναι ικανό να δώσει το «πράσινο φως» στους επενδυτές έτσι ώστε να εμπιστευθούν (επιτέλους) τα ελληνικά ομόλογα. Αυτό που χρειάζεται, για «βρεθούν» οι υπόλοιπες 3 βαθμίδες που θα οδηγήσουν την έξοδο μας από την κατάταξη junk, είναι μια σημαντική βελτίωση του δείκτη κυβερνητικής αποτελεσματικότητας. Και πώς λοιπόν να μην χρειάζεται βελτίωση της κυβερνητικής αποτελεσματικότητας, όταν βρισκόμαστε πολύ χαμηλότερα (και στον τομέα αυτό) σε σχέση με άλλα μέλη της Ευρωζώνης; Για του λόγου του αληθές, σύμφωνα με την World Bank, ο συγκεκριμένος δείκτης (ο οποίος καταγράφει, σε σύνολο 215 κρατών, την ποιότητα των παρεχόμενων δημοσίων υπηρεσιών και τον βαθμό ανεξαρτησίας του κρατικού μηχανισμού από πολιτικές πιέσεις) κατατάσσει τη χώρα μας στο εξηκοστό-ένατο εκατοστιαίο σημείο, πολύ χαμηλότερα από Ισπανία και Πορτογαλία, οι οποίες βρίσκονται στο ογδοηκοστό-πέμπτο και ογδοηκοστό εκατοστιαίο σημείο, αντιστοίχως.
Σημειώνω επιπλέον ότι μάλλον θα αποτελέσει «χάσιμο χρόνου» ο μεγαλύτερος χρόνος αποπληρωμής στο χρέος ή και η μείωση του κόστους εξυπηρέτησης του χρέους. Αντί αυτών, πρέπει να «πιέσουμε» για «κούρεμα» χρέους. Και τούτο διότι οι διακεκριμένοι οικονομολόγοι Carmen Reinhart (Harvard Kennedy School) και Christoph Trebesch (University of Munich), οι οποίοι μελέτησαν, από ιστορική άποψη, περιστατικά απομείωσης κυβερνητικού χρέους (βλέπε την εργασία τους, το 2016, με τίτλο «Sovereign Debt Relief and its Aftermath» στο επιστημονικό περιοδικό Journal of the European Economic Association, κατέληξαν στο εντυπωσιακό συμπέρασμα ότι ένα σημαντικό «κούρεμα» χρέους οδηγεί σε αύξηση στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ μέχρι και 21% εντός πενταετίας. Από την άλλη, τόσο η αύξηση του χρόνου αποπληρωμής του χρέους όσο και η μείωση του κόστους εξυπηρέτησης του χρέους δεν οδηγούν στην προαναφερθείσα θετική επίδραση (στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ).
Τι σημαίνουν όλα τα παραπάνω για τους κυβερνώντες; Βελτιώστε επιτέλους την κυβερνητική αποτελεσματικότητα (αυτό βέβαια ισχύει και για τα λεγόμενα hotspots) μήπως και καταφέρετε τους Ευρωπαίους να συναινέσουν σε μια «γενναία» απομείωση χρέους. Αλλιώς, «ημίμετρα» όπως ο μεγαλύτερος χρόνος αποπληρωμής στο χρέος ή και η μείωση στο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους (τα οποία βρίσκονται αυτήν τη στιγμή στο «τραπέζι») θα συνεχίσουν το (σε ελεύθερη μετάφραση) λάκτισμα του ελληνικού τενεκέ μέχρι το τέλος του δρόμου («kicking the can down the road»)...
* Ο κ. Κώστας Μήλας είναι καθηγητής Χρηματοοικονομικών στο University of Liverpool.