Έχω γράψει αρκετές φορές πως ένα από τα πρόσωπα που αποτελούν εσχάτως κόκκινο πανί για τον ΣΥΡΙΖΑ είναι ο δημοφιλής σκιτσογράφος Αρκάς. Για να τον αποδομήσει η Κουμουνδούρου χρησιμοποιεί την γνωστή τακτική της την τελευταία επταετία. Κάθε λίγο και λιγάκι, οι ορδές των συριζοτρόλ αναπαράγουν κάποιο σκίτσο του στα σόσιαλ μίντια, διαστρεβλώνοντας σχεδόν πάντα το νόημά του και συνοδεύοντάς το με ύβρεις, κατάρες και σπόντες για «payroll του Κούλη». Σχεδόν αμέσως μπαίνουν στο παιχνίδι και τα διάφορα συριζοsite τύπου αλτσαντίρι, περιοντίστα και ολύμπια γρ. ώστε να έχουμε ένα κανονικό blitzkrieg σε βάρος του ταλαντούχου δημιουργού. Επειδή όμως δεν ξημεροβραδιάζονται όλοι οι Έλληνες στο ίντερνετ, κάποια στιγμή αναλαμβάνει δράση και ο έντυπος φιλοκυβερνητικός Τύπος. Που και που ξεπηδάει και εκεί κάνα αρθράκι ούτως ώστε να ολοκληρωθεί η «δολοφονία χαρακτήρα» (για να χρησιμοποιήσουμε και μια trendy έκφραση).
Το «αρθράκι» αυτό τις περισσότερες φορές είναι ένας παραληρηματικός λίβελος, για να ικανοποιηθεί ο οργισμένος συριζαίικος όχλος. Ενίοτε όμως, πρόκειται για ένα πιο ισορροπημένο και χαμηλών τόνων κείμενο. Τέτοιο είναι και αυτό που δημοσιεύτηκε το Σάββατο στην Εφημερίδα των Συντακτών. Συγγραφείς οι κ.κ. Γιώργος Μαρτινίδης και Ιπποκράτης Ταυλάριος. Προσωπικά δεν τους γνωρίζω, δεν αποκλείω να είναι εξαίρετοι σε αυτό που κάνουν όσο και αν ο τρόπος με τον οποίο προσδιορίζεται ο δεύτερος (φωτογράφος ειδικευμένος στην ασπρόμαυρη καλλιτεχνική φωτογραφία, μαθηματικός και θεολόγος) προσφέρεται για άφθονο τρολάρισμα.
Ο τίτλος του άρθρου, χαρακτηριστικός: «Αρκάς: η θλιβερή κατάπτωση μιας μεγαλοφυΐας». Το περιεχόμενο, ακριβώς αυτό που αναφέρει ο τίτλος. Οι δύο αρθρογράφοι υποστηρίζουν πως ο «κορυφαίος σκιτσογράφος» όπως τον αποκαλούν βρίσκεται σε μια διαρκή παρακμή η οποία είχε ήδη ψιλοξεκινήσει από τα 90's και έχει χτυπήσει κόκκινο τα τελευταία χρόνια.
Τίποτα μεμπτό σε όλα αυτά. Αλίμονο αν απαγορεύουμε στον οποιοδήποτε να κριτικάρει τον οποιοδήποτε. Πόσο μάλλον –επαναλαμβάνω- όταν δεν έχουμε να κάνουμε με ένα χυδαίο λιβελογράφημα αλλά με μια ψύχραιμη (τηρουμένων των αναλογιών) προσωπική άποψη. Να αναφέρω εδώ πως ακριβώς την ίδια γνώμη που έχουν οι κ.κ. της ΕφΣυν για τον Αρκά έχω εγώ για τον Ρόμπερτ Ντε Νίρο: Ένας τεράστιος ηθοποιός που εδώ και δεκαετίες έχει ξεπέσει στα τάρταρα αποτελώντας καρικατούρα του εαυτού του. Άσχετο.
Το πρόβλημα είναι αλλού. Όσο διαβάζεις το εν λόγω άρθρο συνειδητοποιείς πως το θέμα των αρθρογράφων σε ό,τι αφορά τον Αρκά δεν είναι τόσο τα «αστεία σεφερλίδικου τύπου με απλές παραφράσεις λέξεων, πέη, δυσοσμίες, ιδρωτίλες κ.α» (sic) αλλά το γεγονός ότι, όπως τονίζουν χαρακτηριστικά: «ο σκιτσογράφος, για πρώτη φορά μετά από 30 χρόνια καλλιτεχνικού έργου, στράφηκε προς ένα πολιτικό χιούμορ, ή μάλλον «κομματικό», επιτιθέμενος στην τότε «ελπιδοφόρα» νεοεκλεγείσα κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ».
Εμ πείτε το έτσι βρε παιδιά! Παραδεχτείτε πως αυτό σας ενοχλεί. Ξαφνικά, ένας σκιτσογράφος καταξιωμένος, με χιλιάδες θαυμαστές έχει το θράσος να στραφεί εναντίον της Εθνοσωτήριου κυβερνήσεώς μας! Την στιγμή μάλιστα που: «ένας άνθρωπος που μεσουρανούσε δημιουργικά κατά τις δεκαετίες του 1980 και 1990 και έχει βιώσει το σκάνδαλο των πάμπερς, το «Τσοβόλα δωσ' τα όλα», τα ζεϊμπέκικα του Άκη, τον Ευάγγελο Γιαννόπουλο να απολαμβάνει στριπτίζ στα μπουζούκια, τα πρωτοσέλιδα της Αυριανής με την ημίγυμνη Μιμή και την γενικότερη επικρατούσα προκλητική πολιτική σήψη των εποχών αυτών ανακαλύπτει τώρα ξαφνικά τον πολιτικό αμοραλισμό» (sic).
Έτσι είναι. Αν π.χ. ο Αρκάς είχε βάλει τον Ισοβίτη (ή τον Μοντεχρήστο, το ποντίκι του) να στηλιτεύει το σκάνδαλο Κοσκωτά θα ήταν ακόμα μια «καλλιτεχνική μεγαλοφυΐα» (sic) αντίθετα με τώρα που έχει μετατραπεί σε έναν «απλό στρατευμένο γελοιογράφο» (sic).
Είναι τέλος χαρακτηριστικό πως για να υποστηρίξουν την θεωρία τους αυτή, οι δύο αρθρογράφοι χρησιμοποίησαν τον παράδειγμα του δημιουργού του Σνούπυ, Τσαρλς Σουλτς, καταλήγοντας στην απορία: «πώς θα φαινόταν εάν ο Σουλτς είχε περάσει τα γηρατειά του παρατώντας τον Τσάρλι Μπράουν και φτιάχνοντας φτηνά προπαγανδιστικά σκίτσα υπέρ του Μπους του πρεσβύτερου;»
Γιατί το να ασκείς κριτική σε μια κυβέρνηση που κορόιδεψε όσο καμία άλλη τον λαό της, που έταξε πενήντα για να πάρει τελικά εκατό, που κατακρεούργησε συντάξεις πάνω από τα ΑΤΜ, που έκοψε στα δύο μια χώρα με ένα δημοψήφισμα την ετυμηγορία του οποίου δεν σεβάστηκε καν, που έβγαλε από την φυλακή τους νεοναζί δολοφόνους του Φύσσα και του Λουκμάν είναι σαν να υποστηρίζεις τον Τζορτζ Μπους τον πρεσβύτερο. Απλά πράγματα.
Αν ο Αρκάς είχε ακολουθήσει τον δρόμο που ακολούθησαν άλλοι –εμφανώς κατώτεροι- σκιτσογράφοι, απεικονίζοντας τον ΓΑΠ και τους σαμαροβενιζέλους ως γερμανοτσολιάδες με σβάστικες στα μπράτσα θα ήταν πρώτος μάγκας για την κάθε Εφημερίδα των Συντακτών. Οι φιγούρες του θα γίνονταν πρόφαϊλ πικ και άβαταρ των συριζοτρόλ και ο ίδιος ενδεχομένως να έβρισκε και καμιά θεσούλα στην ΕΡΤ. Θα ήταν και εύκολο να τον «χώσουν» εκεί καθώς κανείς δεν γνωρίζει το όνομά του και δεν θα μπορούσαμε να τον ανακαλύψουμε στη «Διαύγεια». Όπως άλλωστε συνέβη με τα διάφορα συριζοτρόλ.
Επέλεξε όμως τον αντίθετο δρόμο. Για αυτό πρέπει να αμφισβητηθεί, να κατεδαφιστεί. Μέσα από ανάλογα άρθρα αλλά και «την αμφίδρομη φύση της επικοινωνίας στα social media» όπως αναφέρουν χαρακτηριστικά οι δύο αρθρογράφοι. Την σπεσιαλιτέ δηλαδή του καθεστώτος ΣΥΡΙΖΑ.