Εδώ και χρόνια, δύο κορυφαία αμερικανικά παρατηρητήρια ελευθερίας, διεθνούς εμβέλειας που δημοσιεύουν κάθε χρόνο ένα «Δείκτη Ελευθερίας», επικοινωνούν μαζί μου - υποθέτω και με άλλους φιλελεύθερους στην Ελλάδα ή συμπολίτες μας που είναι γνωστό από το δημόσιο λόγο τους ότι ιεραρχούν την Ελευθερία και τα Δικαιώματα του Ανθρώπου υψηλότερα από κάθε πολιτική ή άλλη φιλία - για να συζητήσουμε τα ευρήματα της ετήσιας έκθεσής τους, πριν τη δημοσιεύσουν. Η συνέντευξη αυτή γίνεται γιατί επιθυμούν να είναι όσο το δυνατόν πιο δίκαιοι και αντικειμενικοί με την κάθε χώρα λαμβάνοντας υπόψη και τυχόν ιδιαιτερότητές της.
Την περσινή χρονιά, στη μία περίπτωση που ήταν και η πιο γνωστή και η έρευνά τους λαμβάνει και τη μεγαλύτερη δημοσιότητα διεθνώς, ενώ συμφώνησα με την κριτική στην κυβέρνηση ακόμα και στα σημεία που τη βρήκα ιδιαίτερα αυστηρή, υπήρχε ένα σημείο που διαφώνησα με πολύ μεγάλη ένταση και αφορούσε το νόμο για τη ρύθμιση των διαδηλώσεων. Η έκθεση κατέγραφε την ψήφιση του νόμου αυτού ως «εξόφθαλμη παραβίαση» του Άρθρου 12 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αφορά την «ελευθερία του συνέρχεσθαι ειρηνικώς» αλλά και του Άρθρου 11 του ελληνικού Συντάγματος, συμπληρώνω.
Προσπάθησα να εξηγήσω στον ερευνητή τι αφορούσε ο νόμος για τη ρύθμιση των διαδηλώσεων. Για έναν Αμερικανό Πολιτικό Επιστήμονα, η έννοια της κατάχρησης του δικαιώματος από τους πολίτες σε βαθμό που να απαιτείται κρατική παρέμβαση, ήταν αδιανόητη. Δεν μπορούσε να καταλάβει πως ένα συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα δεν το καταχρώνταν η εξουσία αλλά ομάδες πολιτών σε βάρος του κοινωνικού συνόλου και της οικονομικής δραστηριότητας στην πρωτεύουσα της χώρας.
Οι τόνοι στη συζήτηση ανέβηκαν κι από τις δύο πλευρές κι ενώ παρέμεινα ανυποχώρητη στη θέση μου ότι ο συγκεκριμένος νόμος όχι απλώς δεν παραβίαζε κάποιο θεμελιώδες δικαίωμα αλλά προστάτευε τους πολλούς από την αυθαιρεσία, η συζήτηση έκλεισε με εκείνον να μου δηλώνει: «Όπως καταλαβαίνεις βέβαια είναι απλώς αδύνατον να παραλείψω από την έκθεσή μου την αναφορά σε νόμο που ρυθμίζει τις διαδηλώσεις ακόμα κι αν τα πράγματα είναι όπως τα λες».
Μετά από αυτό το γεγονός, αν κάτι μας έκανε εντύπωση στην έκθεση για την Ελευθερία του Τύπου των «Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα» δεν ήταν τόσο η ίδια η έκθεση, δεδομένου ότι γνωρίζουμε πως συντάσσονται αυτές οι εκθέσεις και τα εγγενή προβλήματα που έχουν. Αυτό που μας άφησε άναυδους ήταν το θράσος όσων Ελλήνων δημοσιογράφων τη μοιράστηκαν προς επίρρωση των ισχυρισμών τους ότι στην Ελλάδα έχουμε Χούντα.
Έχουμε στην Ελλάδα Χούντα;
Η χώρα είναι μικρή και όλοι γνωριζόμαστε μεταξύ μας, πολύ καλά. Γνωρίζουμε πολύ καλά και τι υπηρετεί ο καθένας μας. Μπορεί να μην το δηλώνουμε όλοι ανοιχτά, όπως εμείς εδώ, για παράδειγμα αλλά οι Έλληνες δεν είμαστε ηλίθιοι, καταλαβαίνουμε πώς και γιατί κινείται ο καθένας.
Ελλάδα είναι η χώρα που η επίσημη ένωση των δημοσιογράφων, η ΕΣΗΕΑ, δεν αναστέλλει την ιδιότητα του μέλους σε όσους δημοσιογράφους βρεθούν να εργάζονται σε γραφεία Τύπου υπουργείων ή κομμάτων ενώ μέλη της ΕΣΗΕΑ είναι και δημοσιογράφοι που εργάζονται σε εφημερίδες - όργανα των κομμάτων και πληρώνονται από το κόμμα, όπως συμβαίνει με τους δημοσιογράφους του Ριζοσπάστη και της ΑΥΓΗΣ.
Ας συμφωνήσουμε λοιπόν τουλάχιστον σε τούτο: Στην Ελλάδα έχουμε μάλλον... εκκεντρικές απόψεις για το τι συνιστά δημοσιογραφική ανεξαρτησία, για το θέσουμε όσο πιο ευγενικά γίνεται.
Είναι εξοργιστικό πλέον αυτό το μασκαριλίκι. Στην Ελλάδα η ποιότητα του Τύπου είναι εξαιρετικά χαμηλή όμως γι' αυτό δεν ευθύνονται μόνο οι κυβερνήσεις. Ευθύνεται πρωτίστως ο ίδιος ο κόσμος του Τύπου: Οι ιδιοκτήτες των Μέσων, οι δημοσιογράφοι και οι διαφημιστικές εταιρείες που «κάνουν παιχνίδι» με τα διαφημιστικά κονδύλια. Τα Μέσα είναι που επιδιώκουν να διαπλακούν σε κάποιο βαθμό με τις εξουσίες και τις ηγεσίες, πολιτικές, επιχειρηματικές, αθλητικές. Δεν συμβαίνει το αντίθετο.
Μόνο θύμα βέβαια η ποιότητα της δημοκρατίας αλλά κι αυτό δεν είναι βέβαιο. Σε μια χώρα που δημοκρατία λογίζεται μόνο το δικαίωμα να λες ό,τι σου κατέβει, ανενόχλητος, αυτή η δημοκρατία μάλλον ανθεί, δεν υποφέρει.