Αυτή είναι η αριστερά;

Του Γιάννη Παντελάκη

Πράγματι, αυτή είναι η αριστερά; Αυτή που διευρύνει την φτωχοποίηση, που υπέκυψε σε απόλυτο βαθμό στις απαιτήσεις της ιεραρχίας, που αναπαράγει φαινόμενα παλαιοκομματισμού και νεποτισμού, που φορολογεί περισσότερο ένα διαμέρισμα στην Κυψέλη από μια βίλα στη Μύκονο, που ενίσχυσε το χάσμα φτωχών με πλούσιους, που προώθησε λογικές εθνικολαϊκισμού, που άλωσε το κράτος με καθεστωτικές λογικές, που λαϊκίζει ασύστολα, που σχεδόν παράτησε τους πρόσφυγες στη μοίρα τους; Αυτή είναι η αριστερά για την οποία μιλάνε πολλοί τόσο πολύ θέλοντας να την απαξιώσουν ως ιδεολογική αναφορά;

Οι συζητήσεις με αφορμή το συνέδριο της Εσθονίας (που ανέδειξε και απέδειξε πόσο καλά κρυμμένα εμφυλιοπολεμικά σύνδρομα διατηρούν πολλοί ακόμα), προχώρησαν παραπέρα. Οι σκέψεις και η κριτική προεκτάθηκαν. Ήρθαν να παραλληλίσουν παντελώς ανόμοιες και αταίριαστες καταστάσεις. Ο Σταλινισμός, μετατράπηκε σχεδόν στην μοναδική και αποκλειστική έκφραση της αριστεράς, δεν υπήρξε ποτέ ιστορικά κάτι πέρα από αυτόν. Ο Πολάκης και η Αυλωνίτου, αποτελούν την γνήσια και μοναδική έκφραση κάθε είδους αριστερής προσέγγισης. Οι θεωρίες που κυκλοφόρησαν και αναπαράγονται, μας λένε πως το πολιτικό μόρφωμα, που μας κυβερνά –και μέσα του διαθέτει και απόγονους του Στάλιν-απέδειξε τι ήταν τελικά η αριστερά που έμενε τόσα χρόνια εκτός εξουσίας.

Η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, δεν αποτελεί τίποτα περισσότερο από ένα ιδεολογικοπολιτικό συνονθύλευμα με κοινό χαρακτηριστικό τον εθνολαϊκισμό και την διάθεση για παραμονή με κάθε τρόπο στην εξουσία που έχει μετατρέψει σε αυτοσκοπό. Αυτό που εκπέμπει, δεν είναι κάτι διαφορετικό από το άθροισμα των κακών εκδοχών των κυβερνήσεων της μεταπολίτευσης. Η αριστερά ως πρακτική δεν υπάρχει, στις πολιτικές που ασκεί. Απλά χρησιμοποιείται το αριστερό πρόσημο ως ένας τεχνητός διαχωρισμός που θα την κάνει διακριτή από το άλλο κόμμα εξουσίας. Πρόκειται για έναν επικοινωνιακού τύπο διαχωρισμό και όχι ουσιαστικό.

Μερικά ενδεικτικά προτάγματα (ενός μέρους τουλάχιστον) της αριστεράς στα μεταπολιτευτικά χρόνια, ήταν η υιοθέτηση κανόνων διαφάνειας, η εξάλειψη της διαπλοκής, η κατάργηση του νεποτισμού και κομματισμού, η καθιέρωση της αξιοκρατίας, ο περιορισμός των εξωθεσμικών εξουσιών (π.χ. της εκκλησίας ή οικονομικών κέντρων), η διαφάνεια, η αξιοκρατία, ο περιορισμός του οικονομικού χάσματος μεταξύ μεγάλων ομάδων του πληθυσμού κ.ο.κ. Κανένα από τα προτάγματα αυτά δεν προωθήθηκε στην ασκούμενη πολιτική. Ούτε καν αυτά που δεν είχαν οικονομικές παραμέτρους, δεν συνδεόντουσαν με τις αναγκαστικές επιλογές των μνημονίων.

Η πολιτική που ακολουθήθηκε από το σημερινό κυβερνητικό σχήμα,

δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο για τη χώρα.  Κατά καιρούς, είχε ασκηθεί από παλαιότερες κυβερνήσεις και ιδιαίτερα από τις χειρότερες εκδοχές τους. Η οριακή κατάσταση στην οποία έφθασε η χώρα, έχει αιτίες. Και είναι γνωστές. Η συνέχεια και αναπαραγωγή αυτών των αιτιών και από την σημερινή κυβέρνηση, έστω σε υπερθετικό βαθμό, δεν ακυρώνει  το αυτονόητο, πως οι παθογένειες της χώρας, δεν δημιουργήθηκαν τα δυόμιση τελευταία χρόνια. Μπορεί το πολιτικό συνονθύλευμα των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, μέσα σε ελάχιστο πολιτικό χρόνο, να δημιούργησε ένα τεράστιο άθροισμα αρνητικών παραμέτρων, αλλά αυτό δεν οφείλεται στην αριστερή προέλευση κάποιων στελεχών της ή το αριστερό πρόσημο που εξακολουθούν να χρησιμοποιούν.

Το πρόβλημα με αυτή την κυβέρνηση, δεν συνδέεται με αναζητήσεις ιδεολογικού περιεχομένου. Αυτό έχει απαντηθεί από την πολιτική πρακτική που ακολουθείται δυόμιση χρόνια. Το ουσιαστικό πρόβλημα είναι πως δεν παράγει πολιτική αλλά μόνο επικοινωνία. Και όσες φορές επιχείρησε το πρώτο, έδειξε παντελώς ανέτοιμη για οτιδήποτε. Παρότι ο χρόνος ήταν σύμμαχός της, δεν επεξεργάστηκε ποτέ ούτε ένα συνολικό σχέδιο για τη χώρα και το παραγωγικό μοντέλο που θα αντικαθιστούσε το χρεοκοπημένο, ούτε μια επιμέρους πρόταση για επιμέρους σημαντικά θέματα.

Η περίπτωση του υπουργείου Παιδείας με τις πανελλαδικές αποτελεί το πιο πρόσφατο και ενδεικτικό παράδειγμα. Από την συνολική κατάργηση των εξετάσεων, πέρασε στις δυο εξεταστικές περιόδους. Και όταν ρωτάνε τον υπουργό Γαβρόγλου ότι κάτι τέτοιο θα ενισχύσει το φαινόμενο της παραπαιδείας (το κόστος της οποίας πληρώνουν κατά βάση οι οικονομικά ασθενέστεροι), δίνει μια απάντηση αφοπλιστική: «τα πρώτα χρόνια, ίσως παρατηρηθεί αύξηση της παρακολούθησης μαθημάτων στα φροντιστήρια, αλλά θα πρέπει να καταλάβουμε ότι πρόκειται για ένα μακροχρόνιο σχέδιο που απαιτεί τη συναίνεση και την υποστήριξη της κοινωνίας». Με δυο λόγια, ναι, θ' αυξηθεί το φαινόμενο της παραπαιδείας, αλλά πρέπει να το στηρίξει η κοινωνία. Πρόκειται γι' απάντηση χωρίς σχολιασμό…