Του Γιάννη Στεφανίδη*
Η «επίσημη» ή «δημόσια» Ιστορία, αυτή που [ανα]παράγεται με αφορμή επετείους για να εκπληρώνει στόχους που μπορεί να θέτει η Πολιτεία (καλλιέργεια εθνικής συνείδησης και τόνωση του εθνικού φρονήματος) ή ένα πολιτικό κόμμα (τόνωση κομματικού φρονήματος και επηρεασμός της κρίσης των ψηφοφόρων), αποτελεί ένα «παιχνίδι» της μνήμης και της λήθης:
Προβάλλει ορισμένες όψεις του παρελθόντος και, την ίδια στιγμή, αποσιωπά άλλες, ιδίως αυτές που θυμίζουν τους διχασμούς του έθνους. Τα «Δεκεμβριανά» δεν αποτελούν εξαίρεση.
Η σύγκρουση που συγκλόνισε την Αθήνα μεταξύ της 4ης Δεκεμβρίου του 1944 και της 11ης Ιανουαρίου 1945 αποτέλεσε σταθμό στην ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας. Δεν είναι υπερβολή να λεχθεί ότι, το διάστημα εκείνο, κρίθηκε όχι μόνο το εσωτερικό καθεστώς αλλά και ο εξωτερικός προσανατολισμός της χώρας για τις δεκαετίες που ακολούθησαν.
Για τρεις, περίπου δεκαετίες, το μετεμφυλιακό κράτος μνημόνευε την επέτειο τόσο ως ημέρα μνήμης για τα θύματα της νικήτριας παράταξης του εμφυλίου όσο και ως ευκαιρία για να στηλιτευθεί ο «αντεθνικός» χαρακτήρας των αντιπάλων της. Εδώ και τέσσερις, σχεδόν, δεκαετίες, το κράτος της μεταπολίτευσης αγνοεί την επέτειο και απομένει στην ποικιλόμορφη Αριστερά να τιμά τους δικούς της νεκρούς και να πενθεί για την ήττα του εαμικού κινήματος.
Πρόσφατες έρευνες δείχνουν ότι ο πολύς κόσμος μάλλον αγνοεί τα Δεκεμβριανά και την ιστορική σημασία τους. Οι ίδιες αυτές έρευνες επιβεβαιώνουν ότι, μέσα στη γενική άγνοια, τείνει να επικρατεί η σκοπιά των ηττημένων.
Στην Ελλάδα έχουμε την τάση να αποδίδουμε τα δεινά μας στον «ξένο παράγοντα». Στην περίπτωση των Δεκεμβριανών, η Αριστερά μέμφεται τους Άγγλους, οι οποίοι επενέβησαν και ματαίωσαν την επικράτηση του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου, και, μέσω αυτού, του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας.
Το «ορθόδοξο» ΚΚΕ επιλέγει να αποσιωπά τον ρόλο του Στάλιν, ο οποίος στις 9 Οκτωβρίου, στη Μόσχα, συμφώνησε με τον Τσώρτσιλ να σεβαστεί τη βρετανική πρωτοκαθεδρία στην Ελλάδα με αντάλλαγμα να αφεθεί απερίσπαστος σε χώρες της Κεντρικής Ευρώπης και των Βαλκανίων, τις οποίες ήδη «απελευθέρωνε» ο Κόκκινος Στρατός.
Αντίθετα, το ΚΚΕ και η υπόλοιπη Αριστερά φροντίζουν να παρουσιάζουν τη σύγκρουση του «Δεκέμβρη» ως μια αναμέτρηση μεταξύ των «λαϊκών δυνάμεων» του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ και των Άγγλων με την προσθήκη κάποιων κυβερνητικών δυνάμεων ή/και «δωσιλόγων».
Η μανιχαϊστική αυτή εικόνα παραγνωρίζει το γεγονός ότι, κατά το κρίσιμο διάστημα από τις 4 έως τις 16 Δεκεμβρίου, η μάχη της Αθήνας διεξήχθη μεταξύ Ελλήνων. Έλληνες, ιδίως η 3η Ορεινή Ταξιαρχία, με πολεμικές περγαμηνές στο πλευρό των Συμμάχων, καθώς και το Σύνταγμα Χωροφυλακής αντιστάθηκαν με επιτυχία στις επιθέσεις του ΕΛΑΣ, προτού επέμβουν μαζικά οι βρετανικές δυνάμεις που μεταφέρονταν από το μέτωπο της Ιταλίας.
Η Αριστερά βολεύεται στον μύθο ότι η επίθεση του ΕΛΑΣ εναντίον κυβερνητικών θέσεων στην Αθήνα στις 4 Δεκεμβρίου ήρθε ως απάντηση στα αιματηρά γεγονότα της προηγούμενης μέρας, όταν συγκέντρωση του ΕΑΜ/ΚΚΕ στην Πλατεία Συντάγματος δέχτηκε πυρά από άνδρες των σωμάτων ασφαλείας, με αποτέλεσμα τον θάνατο διαδηλωτών.
Τα διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν ότι η ηγεσία του ΚΚΕ, παρά τις όποιες αναστολές και διχογνωμίες μελών της, είχε τεθεί σε τροχιά σύγκρουσης με την κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου, με αφορμή τα αλληλένδετα ζητήματα του αφοπλισμού των ανταρτικών σωμάτων και της σύνθεσης του νέου εθνικού στρατού.
Ως σταθμοί προς τη ρήξη αναφέρονται η σύσκεψη του Πολιτικού Γραφείου στο Αρεταίειο Νοσοκομείο (27 Νοεμβρίου), η αθέτηση της Συμφωνίας της Καζέρτας με την ανασύσταση της Κεντρικής Επιτροπής του ΕΛΑΣ (1/2 Δεκεμβρίου) και η παραίτηση των υπουργών του ΚΚΕ (2 Δεκεμβρίου) – όλα πριν από τη «μοιραία» 3η Δεκεμβρίου.
Η Αριστερά επίσης στέκεται αμήχανα στο ζήτημα των στόχων της επιχείρησης του ΕΛΑΣ στην Αθήνα. Το εγχείρημα έχει περιγραφεί με διάφορους τρόπους, από «συνέχεια της αντιστασιακής πάλης του λαού» έως «ένοπλη διαμαρτυρία» για τη στάση του Παπανδρέου και των βρετανών υποστηρικτών του.
Με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία, φαίνεται πως η ηγεσία του ΚΚΕ έθεσε ως άμεσο στόχο την εξουδετέρωση όλων των ελληνικών δυνάμεων που έμεναν πιστές στη (νόμιμη) κυβέρνηση Παπανδρέου, προκειμένου στη συνέχεια να διαπραγματευτεί από θέση ισχύος και να εξασφαλίσει τη μερίδα του λέοντος στη σύνθεση νέας κυβέρνησης αλλά και νέου στρατού. Απαραίτητη προϋπόθεση ήταν η ταχεία επικράτηση του ΕΛΑΣ στην πρωτεύουσα, προτού καταφθάσουν σοβαρές βρετανικές δυνάμεις.
Η αντίσταση των φιλοκυβερνητικών δυνάμεων ματαίωσε τον άμεσο στόχο του ΚΚΕ, τον στρατιωτικό έλεγχο της Αθήνας αλλά και της ηπειρωτικής Ελλάδας. Η επέμβαση των Βρετανών και η ήττα του ΕΛΑΣ στην Αθήνα ματαίωσε και τον απώτερο στόχο του ΚΚΕ: την κατάληψη της εξουσίας σε εύθετο χρόνο και, μάλιστα, με τη ανοχή των Βρετανών (και τις ευλογίες του Στάλιν).
Κι εδώ ερχόμαστε στη βολική φαντασίωση της «ανανεωτικής» Αριστεράς που «ανορθόδοξα» κυβέρνησε μεταξύ 2015-19: πως αν επικρατούσε το ΕΑΜ/ΚΚΕ τον Δεκέμβρη, η πορεία της Ελλάδας θα ήταν διαφορετική (διάβαζε: πιο δημοκρατική) από εκείνη των «Λαϊκών Δημοκρατιών» της Ανατολικής Ευρώπης του Ψυχρού Πολέμου.
Πρόκειται για προβολή ευσεβούς πόθου πίσω στο παρελθόν. Τι είδους καθεστώς θα επέβαλλαν οι ηγέτες του ΕΑΜ/ΚΚΕ, άραγε; Την απάντηση δίνει ένας διανοούμενος, μέλος του Πολιτικού Γραφείου του ΚΚΕ και ιδρυτικό στέλεχος του ΕΑΜ, ο δημοτικιστής εκπαιδευτικός Δημήτρης Γληνός (ο οποίος πέθανε ένα χρόνο πριν τα Δεκεμβριανά). Όπως αναφέρει έτερο μέλος του ΠΓ, ο Γιάννης Ιωαννίδης στις Αναμνήσεις του (σ. 289-290):
«Ο Γληνός μούλεγε: Γιάννη, θα πιάσουμε 5-6 χιλιάδες ανθρώπους στην Αθήνα και στον Πειραιά και μια αντίστοιχη αναλογία στη Θεσσαλονίκη και σε μερικές άλλες πόλεις. … Κι αυτοί που θα μείνουν, γιατί με 5-6 χιλιάδες δεν τους πιάνεις όλους, θα χώσουν το κεφάλι τους στο καβούκι και δε θα κινηθούν. … Εμείς θα τους εξουδετερώναμε γιατί κάναμε επανάσταση και η επανάσταση δεν ξέρει άλλα».
*Ο κ. Γιάννης Στεφανίδης διδάσκει Διπλωματική Ιστορία στη Νομική του Α.Π.Θ.