Του Θανάση Διαμαντόπουλου
Κάποτε η Δικαιοσύνη στην κοινωνική συνείδηση εθεωρείτο φραγμός στην κοινωνική αυθαιρεσία, φραγγέλιο τιμωρητικό για την κοινωνική αμαρτία, φρουρός που προστάτευε την υγιή κοινωνία. Σήμερα από πολλούς γίνεται η ίδια αντιληπτή ως κοινωνικό καρκίνωμα, πηγή αυθαιρεσιών, αμαρτιών, ατασθαλιών.
Όσα αποκαλύπτονται τον τελευταίο καιρό, ειδικά τις τελευταίες ημέρες, είναι δραματικά εύγλωττα, κραυγαλέα εκκωφαντικά: ανώτατοι εισαγγελικοί λειτουργοί, αντί να συνεργάζονται στην πάταξη της διαφθοράς, αλληλοϋπονομεύονται και αλληλοεξευτελίζονται, δικαστές παίζουν ασύστολα πολιτικά παιχνίδια στιγμές πολιτικά όχι ουδέτερες, χυδαίοι πολιτικοί συναλλάσσονται και ποδηγετούν –ή, πάντως, το επιχειρούν ανενδοίαστα- επίορκους ή επιρρεπείς σε αυτό φρουρούς της έννομης τάξης κοκ. Και καμία σοβαρή θεσμική πρόταση δεν κατατίθεται από πολιτικά υποκείμενα και άλλους θεσμικούς φορείς για εκρίζωση των δικαστικών παθογενειών που έχουν τέσσερις κατά βάση πηγές ή μορφές εκδήλωσης: α) Την ώσμωση της πολιτικής με τη δικαστική εξουσία. β) Την καθυστέρηση της απονομής της Δικαιοσύνης, που αγγίζει την αρνησιδικία (παρά την ύπαρξη στη χώρα μας περισσότερων, ως προς τον πληθυσμό της, δικαστών σε σχέση προς τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες). γ) Το ανεξέλεγκτο των δικαστών. δ) Την απληστία πολλών εξ αυτών.
Ως προς το πρώτο πρόβλημα, ως αίτιο συνήθως αναφέρεται η ανάδειξη των κορυφών της Δικαιοσύνης από την εκτελεστική εξουσία (που δημιουργεί και πολλές «προληπτικές αντιδράσεις» των υπό κρίση δικαστών, προκειμένου να είναι αρεστοί).
Ωστόσο μόνο υποκριτική ακούγεται η πρόταση της ΝΔ οι ανώτατοι δικαστές να εκλέγονται από την Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, αφού ουσιαστικά η (φιλο)κυβερνητική πλειοψηφία της θα επιλέγει και εκεί όποιους θέλει η κυβέρνηση. Ακόμη τραγικότερη μου φαίνεται η πολύκροτη πρόταση Βουρλούμη-Αλιβιζάτου κ.α. στο πολυσυζητημένο «Καινοτόμο Σύνταγμα» -το οποίο ο ε.τ. αντιπρόεδρος του ΣτΕ καθηγητής Παραράς απεκάλεσε «θεσμοκτόνο»-, εφόσον ζητάει οι ίδιοι οι δικαστές να επιλέγουν τους τρεις εκλόγιμους, προκειμένου ο ΠτΔ να κάνει εξ αυτών την τελική επιλογή.
Δυσκολεύομαι να φανταστώ ασφαλέστερη μέθοδο για επίταση του φατριασμού, του πελατειασμού και των ομαδοποιήσεων στο Δικαστικό Σώμα. Τολμώ, λοιπόν, να ξανακαταθέσω την επί χρόνια επαναλαμβανόμενη πρότασή μου, την επιλογή να κάνει μεν η Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, με τη «συναινετική» πλειοψηφία, όμως, των 3/5 των μελών της. Είναι άδικη, δε, η κριτική που γίνεται με βάση την εμπειρία για αδυναμία ή δυσκολία επίτευξης συναινετικών πλειοψηφιών για τους προέδρους των ανεξαρτήτων αρχών. Εκεί πρόκειται ουσιαστικά για μονοπρόσωπα όργανα. Εδώ καθήκοντα προέδρου ή εισαγγελέως θα μπορεί να ασκεί, μέχρι την επίτευξη της συναινετικής πλειοψηφίας, ο αρχαιότερος αντιπρόεδρος ή αντιεισαγγελέας (εναλλακτικά: ενδεχομένως ένας εκ των τριών αρχαιοτέρων, μετά από δημόσια κλήρωση που θα διεξάγει ο ΠτΔ).|
Για το δεύτερο πρόβλημα πολλές προτάσεις έχουν υποβληθεί, από τη «διαπραγμάτευση ποινών» μέχρι τη δική μου για άμεση τελεσιδικία μικρής σημασίας πρωτόδικων αποφάσεων. Θυμίζω μόνο πως, προ της παρούσης κυβέρνησης, ίσχυσε επί «Σαμαροβενιζέλων» για ένα χρόνο νόμος που προέβλεπε την υποχρέωση της αναβάλλουσας σύνθεσης να εκδικάσει η ίδια μεταγενέστερα την αναβαλλόμενη υπόθεση: εκείνο το διάστημα οι αναβολές είχαν μειωθεί κατά …90%, γεγονός που αποδεικνύει ότι 9 αναβολές στις 10 οφείλονται σε φυγοπονία ή φόβο των δικαστών και υποδεικνύει τους ορθολογικούς τρόπους αντιμετώπισης του προβλήματος…
Για το τρίτο θέμα αρκεί να λεχθεί πως την ιστορία του ελληνικού κράτους ουδείς(!) δικαστής έχει ποτέ καταδικαστεί από το Δικαστήριο Αγωγών Κακοδικίας. Προφανής η ανάγκη θεσμοθέτησης αρμόδιου δικαστηρίου πιο ανεξάρτητου από τους δικαζόμενους.
Τέλος, για το τέταρτο θέμα, να θυμίσω πως –πριν από τα πρόσφατα αναδρομικά- δικαστήρια στα οποία μετείχαν ανώτατοι δικαστές είχαν επιδικάσει ποσά που ξεπερνούσαν τις 400.000 ανά ανώτατο δικαστικό λειτουργό, θεωρώντας πως το κράτος αδικοπράγησε μισθοδοτώντας περισσότερο από τους δικαστές, συγκεκριμένα με 10.000 ευρώ μηνιαίως, τον –ένα και μοναδικό- πρόεδρο της Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών. Εφόσον δε το κράτος αδικοπράγησε, επιδικάστηκαν μάλιστα και τόκοι αδικοπραξίας. Ορισμένοι, βέβαια, δέχτηκαν να πάρουν τα χρήματα ατόκως, ενώ το ΣτΕ προσδιόρισε χαμηλότερους τόκους για τους άλλους. Υπήρξε όμως …μέλος του ίδιου του ΣτΕ που προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, με τον ισχυρισμό πως στερήθηκε του «φυσικού δικαστή» του, που κατά το Σύνταγμα είναι το διευρυμένης σύνθεσης Δικαστήριο Αγωγών Κακοδικίας, το οποίο είχε επιδικάσει την αυξημένη τοκοφορία. Η ανάγκη αποτελεσματικής συνταγματικής αντιμετώπισης του προβλήματος είναι παραπάνω από εμφανής, αλλά ούτε αυτό το θέμα αγγίζει η πρόταση κάποιου κόμματος…