Δημοκρατία και ακυβερνησία

Δημοκρατία και ακυβερνησία

Του Δημήτρη Δημητράκου

Το έγκυρο περιοδικό Economist έγραψε σε πρόσφατο άρθρο του ότι η ακυβερνησία είναι το μείζον πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι δημοκρατίες των προηγμένων χωρών. Ως παραδείγματα αναφέρει ο Economist την Ιταλία, τη Γαλλία, το Βέλγιο, την Ισπανία, τις ΗΠΑ, τη Βρετανία κ.ά. Στις χώρες εμφανίζεται το πρόβλημα της ακυβερνησίας σε διάφορες μορφές. Ακυβερνησία υπάρχει όταν ο σχηματισμός κυβέρνησης αντιμετωπίζει δυσκολίες, όταν επικρατεί κλίμα βίαιων επεισοδίων και κοινωνικών συγκρούσεων, όταν υπονομεύονται οι δημοκρατικοί θεσμοί ή παραβιάζονται συνταγματικοί κανόνες -με αποτέλεσμα τη δημιουργία πολιτειακού χάους- ή όταν μια κυβέρνηση συναντά εσωτερικά εμπόδια στο νομοθετικό της έργο. Συχνά αυτό γίνεται όταν μια μεταρρυθμιστική πρωτοβουλία μιας κυβέρνησης συγκρούεται με διαπλεκόμενα συμφέροντα και το «βαθύ κράτος».

Το φαινόμενο της ακυβερνησίας είναι πολύμορφο και διαφέρουν μεταξύ τους από χώρα σε χώρα οι αιτίες που το προκαλούν. Ασφαλώς οι δυσκολίες που αντιμετώπισε πριν από λίγους μήνες ο Εμανουέλ Μακρόν στη Γαλλία με την εξέγερση των «κίτρινων γιλέκων» δεν έχουν τα ίδια αίτια με εκείνα που προκάλεσαν το «λουκέτο» που έβαλε στο δημόσιο ο Ντόναλντ Τραμπ ή το χάος που προκάλεσε το δημοψήφισμα για έξοδο της Βρετανίας από την Ε.Ε.

Ίσως η κοινή αιτία να είναι, αν όχι η κρίση, πάντως μια «θεσμική κόπωση» της δημοκρατίας, υπό συνθήκες παρατεταμένης οικονομικής κρίσης και πρωτόγνωρων προβλημάτων που γέννησε η αλματώδης παγκοσμιοποίηση σε συνδυασμό με την προσφυγική κρίση. Κοινωνικές αναταραχές και δυσλειτουργίες της κρατικής μηχανής είναι απότοκα αυτού του φαινομένου.
Ισχύει, βέβαια, η αρχή σύμφωνα με την οποία η δημοκρατία δεν έχει αδιέξοδα. Η αρχή αυτή έχει κανονιστική σημασία: Δεν πρέπει να υπάρχουν αδιέξοδα σε μια δημοκρατία. Οι θεσμοί της, όμως, δεν επαρκούν από μόνοι τους για να εξασφαλίσουν την υπέρβαση των αδιεξόδων. Πρέπει να υπάρχουν άνθρωποι που θα βρουν διεξόδους. Αυτό δεν εξασφαλίζεται νομοθετικά. Εξασφαλίζεται με δημοκρατική αποφασιστικότητα, όταν αυτοί που ασκούν εξουσία βρίσκουν λύσεις συμβατές με το πνεύμα της δημοκρατίας όταν «ζορίζεται» το δημοκρατικό σύστημα: όχι επιβάλλοντας αυταρχικές αποφάσεις, αλλά αντιμετωπίζοντας τα προβλήματα με ορισμένους άτυπους κανόνες, παραμένοντας εντός του πλαισίου της συνταγματικής τάξης.

Ένας τέτοιος κανόνας είναι αυτός που η σύγχρονη δημοκρατική θεωρία αποκαλεί «κανόνα αυτοσυγκράτησης». Η εφαρμογή αυτού του κανόνα έχει ως προαπαιτούμενο ότι οι εκάστοτε ασκούντες εξουσία δεν αντιμετωπίζουν τους αντιπάλους τους ως εχθρούς, ως κακοποιό στοιχείο. Ένα από τα γνωρίσματα του λαϊκισμού είναι ακριβώς η άρνηση τήρησης αυτού του κανόνα, εφόσον ο αντίπαλος λογίζεται ως «εχθρός του λαού». Ο λαϊκισμός αρνείται να εφαρμόσει τον κανόνα της αυτοσυγκράτησης: τουναντίον, προσπαθεί να εξαντλήσει τα όρια της τυπικής νομιμότητας που του παρέχονται από το σύνταγμα και μάλιστα διαμαρτύρεται για τα «θεσμικά εμπόδια» που αντιμετωπίζει για να εφαρμόσει την πολιτική του.

Αντίθετη είναι η στάση του συνεπούς και συνετού δημοκράτη όταν ασκεί εξουσία. Αντιμετωπίζει συχνά μεθοδευμένες αντιστάσεις σε μεταρρυθμίσεις που εισάγει και παρουσιάζονται, ενδεχομένως, περιπλοκές θεσμικής δικαιοδοσίας που μπορούν να οδηγήσουν σε κυβερνητική παράλυση ή κοινωνική αναταραχή. Η ακυβερνησία, όμως, αποτρέπεται όταν η μεταρρυθμιστική βούληση παραμείνει αταλάντευτη και σθεναρή και όταν συνδυασθεί με αποφασιστική, αλλά ήπια στάση έναντι του πολιτικού αντιπάλου, εφόσον αυτός δεν αντιμετωπίζεται ως «εχθρός». Αυτή η στάση εντάσσεται και σε μια στρατηγική του δημοκράτη πολιτικού -ιδίως αν είναι συγχρόνως φιλελεύθερος: είναι ένα πολιτικό παιχνίδι στο οποίο παίζει στο δικό του πεδίο, και στο οποίο ο αντίπαλος, αν είναι λαϊκιστής, θα βρει δυσκολία να προσαρμόσει το δικό του παιχνίδι.

 

*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στον Φιλελεύθερο στις 5 Αυγούστου