Του Μανούσου Μαραγκουδάκη *
Οι έννοιες δεν έχουν σταθερό νόημα. Αντίθετα, ανταγωνισμοί και συγκρούσεις γύρω από σύμβολα και έννοιες συχνά καταλήγουν σε μετατοπίσεις νοημάτων και διαμορφώσεις νέων συμβολικών τοπίων στη δημόσια σφαίρα. Μία τέτοια μετατόπιση έχει λάβει χώρα και στην έννοια «εθνικισμός». Αυτό που μέχρι και πρόσφατα αποτελούσε σημείο αναφοράς της πολιτικής κοινότητας, σήμερα καταλήγει να σημαίνει εσωστρέφεια, αυταρέσκεια, εχθροπάθεια, και ρατσισμό.
Σίγουρα η άνοδος της αυτοαποκαλούμενης «εθνικιστικής» Χρυσής Αυγής συνέβαλε στην προφανή απαξίωση της έννοιας στην Ελλάδα. Όμως δεν είναι αυτό ο μόνος λόγος? ούτε ο πιο σημαντικός. Ο σημαντικότερος είναι η - κάτω από την πίεση της πολιτισμικής ηγεμονίας της νέας αριστεράς - μετατόπιση της έννοιας του εθνικισμού προς στα «δεξιά» τόσο ώστε να πάρει την θέση της έννοιας «σοβινισμός»? και συνάμα, η αντικατάσταση της έννοιας του εθνικισμού με τον «πατριωτισμό».
Όμως αυτές οι μετατοπίσεις και αντικαταστάσεις, του εθνικισμού από τον πατριωτισμό, και του σοβινισμού από τον εθνικισμό, και η απαξίωση του τελευταίου, δημιουργεί ένα ουσιώδες χάσμα πολιτικής υφής με πολύ ουσιαστικές επιπτώσεις για το μέλλον της χώρας.
Εξηγώ:
Μέχρι και πρόσφατα υπήρχε ένας σαφής διαχωρισμός της έννοιας «εθνικισμός» από την έννοια «σοβινισμός». Ο πρώτος σήμαινε τον εθνικό χαρακτήρα της πολιτικής κοινότητας? ότι ο λόγος και ο σκοπός της ίδιας της ύπαρξης της πολιτικής κοινότητας είναι η αναπαραγωγή και η ανάπτυξη της φαντασιακής κοινότητας ανθρώπων που νοιώθουν ότι το νόημα της ζωής τους δεν εξαντλείται στην προάσπιση των ατομικών και ταξικών συμφερόντων τους, αλλά επεκτείνεται σε ένα διαχρονικό πολιτισμικό «συνανήκειν». Και ότι αυτό το συνανήκειν υπερβαίνει το ατομικό συμφέρον, επιτρέπει την συγκρότηση σταθερής πολιτικής κοινότητας, και αξίζει τις όποιες ατομικές θυσίες. Η δεύτερη έννοια, αυτή του σοβινισμού, δήλωνε ένα ιδιαίτερο είδος εθνικισμού: τον ανήθικο, εμπαθή, επιθετικό, και τυφλό εθνικισμό που αναγνωρίζει μόνο μία συλλογικότητα και καταφρονεί κάθε άλλη – εθνική ή μη. Η ρήση του Διονυσίου Σολωμού, [είναι] «εθνικό ό,τι είναι αληθινό» είναι δηλωτική του εθνικισμού? η ρήση του Stephan Decatur «η χώρα μου, σωστό ή λάθος» είναι δηλωτική του σοβινισμού.
Όσο για τον πατριωτισμό, αυτός δήλωνε - και συνεχίζει να δηλώνει - όχι κάποια πολιτική ιδεολογία, όχι κάποιο όραμα συγκρότησης πολιτικής κοινότητας, αλλά συναίσθημα που δένει ένα άτομο με τον τόπο του. Όμως, δεν έχει πολιτικό νόημα. «Αγαπώ την πατρίδα μου» δεν δηλώνει τίποτα για το τι πράττει κανείς ως πολίτης. Μπορεί να σημαίνει ότι είμαι έτοιμος να θυσιαστώ ως άτομο για την ελευθερία της, ή ότι γιορτάζω τις εθνικές επετείους, ή ότι «νοιώθω» Έλληνας. Όμως, δεν δηλώνει πολιτική συμμετοχή, ούτε πολιτικά δικαιώματα και υποχρεώσεις. Ακόμη περισσότερο, δεν δηλώνει πολιτική ισότητα. Διότι είναι ο εθνικισμός αυτός που εγγυάται την οντολογική ισότητα των μελών της πολιτικής κοινότητας χωρίς υποσημειώσεις και όρους. Αρκεί μόνο να τον συγκρίνουμε με τους ανταγωνιστές του, την παλαιά αριστερά (προτεραιότητα στο προλεταριάτο), και τη νέα αριστερά (προτεραιότητα στα κινήματα) για να διαπιστώσουμε ότι ο εθνικισμός αποτελεί την βάση της ίδιας της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Το συμπέρασμα είναι προφανές. Η διαγραφή της έννοιας του εθνικισμού από το πολιτικώς ορθό λεξιλόγιο και η αντικατάστασή της από τον πατριωτισμό διαγράφει και τον λόγο ύπαρξης ενός εθνικού κράτους όπως είναι η Ελλάδα. Χωρίς εθνικισμό δεν υπάρχει νομιμοποίηση της εθνικής κοινότητας. Χωρίς αυτόν, «Έλληνας» είναι ο κάτοικος της Ελλάδας, και η Ελλάδα είναι μία διοικητική περιφέρεια. Αυτό και τίποτε άλλο. Έτσι όμως οι πολίτες νομιμοποιούνται να γίνουν απομονωμένα άτομα που έχουν μεν (ανθρώπινα) δικαιώματα αλλά όχι και υποχρεώσεις. Και ο καθένας νομιμοποιείται να συλλαμβάνει τον εαυτό του ως μέλος οποιασδήποτε ομάδας επιθυμεί – και να ορίζει τους υπόλοιπους ως ξένους επίσης όπως το επιθυμεί? ακόμη και ως εχθρούς. Χωρίς την βάση του εθνικισμού, τίποτα δεν εμποδίζει κάθε πολιτικό αγώνα να μετατραπεί σε ολοκληρωτικό πόλεμο αν οι συμμετέχοντες το επιθυμούν, διότι τίποτε απολύτως δεν τους δίνει χώρο για να συμβιβασθούν.
Κάποιος θα αντέλεγε ότι ο εθνικισμός, όσο καλοπροαίρετος και δημοκρατικός κι αν είναι, σήμερα βρίσκεται στην ρίζα του ρατσισμού καθώς διαχωρίζει τους «κανονικούς» ιδιοκτήτες της χώρας από τους «άλλους». Και ότι η σημερινή πολυεθνοτική Ελλάδα δεν μπορεί να σταθεροποιηθεί σε μία κοινωνική ευταξία με όρους εθνικισμού. Η απάντηση σε αυτό το εύλογο επιχείρημα είναι η εξής: Στα πλαίσια του εθνικισμού, το μέλος διαχωρίζεται από το μη μέλος μέσω του εμπρόθετου ορισμού της εθνικής ταυτότητας. Ο κίνδυνος ενδημικού ρατσισμού, λοιπόν, ισχύει μόνον όσον αποδεχόμαστε έναν απαρχαιωμένο ορισμό του έθνους-κράτους που αδυνατεί να χωρέσει εξωμερήτες που επιθυμούν να συμμετάσχουν στο συνανήκειν. Ως εκ τούτου, αυτό που χρειαζόμαστε δεν είναι η απαξίωση του ίδιου του εθνικισμού, αλλά τον επανακαθορισμό του έτσι ώστε να συμπεριλάβει μέλη διαφόρων εθνοτήτων που συνειδητά και ειλικρινά επιθυμούν να συνδέσουν τις μοίρες τους με το ελληνικό έθνος, άλλα όχι και οποιονδήποτε τυγχάνει να κατοικεί σήμερα στην Ελλάδα.
Η ανάγκη να εκσυγχρονίσουμε τον Ελληνικό εθνικισμό, και συνάμα την εθνική ταυτότητα, σήμερα, εκ των πραγμάτων, γίνεται όλο και πιο επιτακτική. Η επανεξέταση του φιλελεύθερου και πολυεθνοτικού εθνικισμού που οραματίσθηκε ο Ελευθέριος Βενιζέλος για την Μεγάλη Ελλάδα του, θα αποτελούσε μία καλή αρχή.
* Ο Μανούσος Μαραγκουδάκης είναι καθηγητής Πολιτισμικής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου και επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Yale.