Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Νούμερο ένα σύμβολο της εγγενούς στη λαϊκιστική Αριστερά αποεπενδυτικής ανάγκης τού ΣΥΡΙΖΑ, της ανάγκης του δηλαδή για απομάκρυνση κάθε επενδυτικής βούλησης από οποιονδήποτε για οπουδήποτε, και για τη συνακόλουθη δημιουργία ενός γκρίζου, φοβικού τοπίου δυσπραγίας στο μέσον του οποίου θα άρχει εφαρμόζοντας επιδοματικές πολιτικές στους πειθήνιους υπηκόους —χαμογελώντας τους πατρικά, και πάντα με κατανόηση—, το Ελληνικό φαίνεται πως επιτέλους μάλλον θα ξεμπλοκάρει πράγματι κάποια στιγμή και, ίσως μέσα στην επόμενη δεκαετία, να αποκτήσει και ένα κάποιο σχήμα, ενώ άλλωστε μέχρι τότε θα έχει δώσει δουλειά σε κάμποσες χιλιάδες ανθρώπους.
Ως εκ τούτου, μόνο να χαιρόμαστε μπορούμε από τις διαφαινόμενες εξελίξεις. Χωρίς να εφησυχάζουμε βέβαια, καθώς δεν θυμόμαστε κάποιο μεγάλης έκτασης έργο που να τήρησε το χρονοδιάγραμμα υλοποίησής του χωρίς έντονη εξωτερική πίεση (βλέπε τους Ολυμπιακούς τού 2004: χωρίς αυτούς, χωρίς την καλοσύνη των ξένων δηλαδή —ω ναι, και χωρίς το νιτερέσο τους—, τουλάχιστον τα μισά από τα έργα εκείνης της εποχής που ανέβασαν επίπεδο την Ελλάδα θα ήταν ακόμη στα μπετά και στο ΚΑΣ, ενώ δεν θα υπήρχε καν θέμα «Ελληνικού» σήμερα, καθώς ούτε το Βενιζέλος θα είχαμε φτιάξει).
Τώρα, ακούμε από ανθρώπους που ξέρουν —και που έχουμε λόγους να τους εμπιστευόμαστε— ότι ο Άδωνις Γεωργιάδης είναι στ' αλήθεια αποτελεσματικός ως υπουργός: ότι κάνει δουλειά. Ένας παραπάνω λόγος, λοιπόν, για να αισιοδοξούμε. Άπαξ και το ανέλαβε, θα κάνει ό,τι μπορεί για να το δει να γίνεται σιγά-σιγά. (Λέμε συνέχεια «να αποκτήσει και ένα κάποιο σχήμα», «σιγά-σιγά» και άλλα τέτοια, γιατί είμαστε από αυτούς που δεν συγκινούνται καθόλου από τα λόγια, θέλουμε να βάλουμε το δάχτυλό μας επί τον τύπον των ήλων για να πειστούμε για οτιδήποτε).
Από την άλλη, κατανοούμε την ανάγκη του υπουργού να διαφημίζει το έργο (σαν να είναι το έργο «του») και να υπερηφανεύεται —έως και να επαίρεται, θα έλεγαν κάποιοι— για την καλή πορεία που δείχνουν να παίρνουν τα πράγματα. Το κάνει από πάντα και για οτιδήποτε άλλωστε, είναι σπουδαίος πωλητής, και, προς Θεού, δεν το βρίσκουμε καθόλου κακό αυτό. Εδώ εμείς βγάζουμε ένα βιβλιαράκι και δεν σταματάτε στιγμή να το διαφημίζουμε δεξιά και αριστερά. Ίσα-ίσα: μας αρέσουν οι εξωστρεφείς, επικοινωνιακοί υπουργοί, και μας αρέσουν και οι παθιασμένοι με τη δουλειά τους άνθρωποι. Η ιστορία είναι ένα ταξίδι πάνω στους ώμους της φιλοδοξίας, όχι ένα καραβάνι που διασχίζει μια έρημο.
Αλλά όμως δεν γίνεται να μη γελάσουμε με όλη αυτή την αποστροφή:
Το Ελληνικό ως επένδυση μεμονωμένη θα μπορούσε να είναι το σύμβολο που στο μέλλον θα συμβολίζει αυτή τη στροφή της Ελλάδος. Δηλαδή, πώς βλέπει κάποιος τον Παρθενώνα και λέει, «Είναι η εποχή της Αθηναϊκής Δημοκρατίας και της Κλασικής Ελλάδος», να βλέπει κατ' αναλογία το Ελληνικό και να λέει, «Τότε η Ελλάδα άλλαξε από μία... η τελευταία, ξέρω γω, σοβιετική δημοκρατία των Βαλκανίων, σε μία κανονική Δυτική χώρα. Αυτό είναι».
Μέχρι τώρα, τη στιγμή δηλαδή που διαβάζετε αυτές τις αράδες, είμαστε σίγουροι πως θα έχει αναπτυχθεί για τα καλά μία μεγάλη συζήτηση γύρω από την παραπάνω δήλωση: όλα γίνονται τόσο γρήγορα, όλα τρέχουν με τόσο ασθματικούς ρυθμούς στον κόσμο των social media (και τι άλλο άραγε είναι ο κόσμος μας;…), και πια κανείς δεν προλαβαίνει τίποτε. Οπότε δεν χρειάζεται καν μία δική μας «ανάλυση» για το πόσο άστοχο είναι όλο αυτό, για το πόσο άστοχη είναι αυτή η αναλογία-πυροτέχνημα του υπουργού.
Χωρίς να συμμεριζόμαστε τα περισσότερα από όσα έτυχε να δουν τα μάτια μας —για παράδειγμα, οι ακροδεξιοί και οι εθνικιστές σκίζουν τα ρούχα τους για την υποτιθέμενη… «βλασφημία» του υπουργού: μια ωραία κατάσταση όποτε συμβαίνει, που πάντα την απολαμβάνουμε—, παρά ταύτα όμως δεν μπορούμε να αντισταθούμε κι εμείς τελείως στον πειρασμό. Γιατί ο Παρθενών, βέβαια, δεν είναι μόνο σύμβολο «της Αθηναϊκής Δημοκρατίας και της Κλασικής Ελλάδος», αλλά είναι και σύμβολο της Αθηναϊκής Ηγεμονίας (μολονότι την αποδυνάμωσε λόγω της κατάχρησης του συμμαχικού ταμείου ακριβώς για την κατασκευή των μεγάλων έργων): είναι, δηλαδή, αποτέλεσμα πλούτου και επιστέγασμα ισχύος — και όχι το αντίθετο.
Και, διάολε, κανείς μας δεν θα ζήσει για να δει κάτι τέτοιο? κανείς μας, ποτέ, δεν θα έχει τη χαρά να δει την Ελλάδα πραγματικά ισχυρή. Και, καθώς εμάς μάς αρέσουν οι ποδοσφαιρικές αναλογίες, δεν θα κινδυνεύσουμε ποτέ ξανά, μεν, να πέσουμε κατηγορία —φρονώ ότι πήραμε το μάθημά μας από το '15 και δώθε—, αλλά δεν θα διεκδικήσουμε και το πρωτάθλημα? ούτε καν τις θέσεις που οδηγούν στα μεγάλα διεθνή τουρνουά: θα παραδέρνουμε για πολύ καιρό ακόμη κάπου στα μέσα του ευρωπαϊκού βαθμολογικού πίνακα.
Αλλά και κάτι ακόμη: δυτική χώρα κατά βάση γίνεσαι όταν έχεις λαμπρά πανεπιστήμια, στις γραμματείες των οποίων στοιβάζονται οι αιτήσεις ξένων φοιτητών, και άρα μπορείς να ανεβάζεις τα δίδακτρα κατά το δοκούν, ενώ από δίπλα οι μεγάλες εταιρίες θα σπεύδουν να παρέχουν υποτροφίες σε αριστούχους μαθητές που δεν θα 'χουν τα χρήματα για να σε πληρώσουν. Ουρανοξύστες (απροπό, τους αγαπώ πολύ), mall, καζίνα, μαρίνες κλπ. έχουν και τα Εμιράτα. Έχει και η Κίνα. Έχουν ένα σωρό φασιστικά, αντιδημοκρατικά κράτη με χούντα. Ήτοι, το διαμετρικώς αντίθετο μιας Δυτικής χώρας.
Αλλά εν πάση περιπτώσει, δεν θα επεκταθούμε. Θέλω να πω μόνο κάτι ακόμη, που δεν έχει καμία σχέση με το Ελληνικό — αλλά έχει με τα ελληνικά.
Η γλώσσα είναι ένα ρούχο που διαλέγουμε να φοράμε για να δηλώσουμε μία δέσμη πραγμάτων: ένα dress code που δεν μας επιβάλλει κάποιος αλλά διά του οποίου «επιβαλλόμαστε» εμείς στους άλλους, παρουσιαζόμαστε στον κόσμο, επικοινωνούμε: μια carte de visite. Είναι, αν μου επιτρέπεται να πω κάτι τέτοιο, μια «λεκτική γλώσσα σώματος».
Για παράδειγμα, εδώ το «Ελλάδος» του καλού υπουργού, παρέα με το «ξέρω γω» και όχι εντός ενός φιλολογικού συγκειμένου, σημαίνει πως ο χρήστης αναγνωρίζει τη χώρα με τον αρχαίο τύπο «Ελλάς», δηλαδή την αδιάλειπτη ιστορική συνέχειά της, ή έστω το άλμα της κλασικής αρχαιότητας στο σήμερα —με τη βοήθεια μιας ιστορικής κβαντικής σκουληκότρυπας—, ότι μετέχει του κλέους της και της πολιτιστικής-ηθικής αποστολής της, ότι συγκινείται από την παλαιά γλώσσα, ότι αντιτίθεται στον μαλλιαρισμό και στην «Αριστερή» γλωσσική «απλοποίηση», ότι γι' αυτόν το «Ελλάδα» είναι ένας τύπος κακόζηλος, ή κακός τουλάχιστον όσο το «Greece», ότι κατ' αυτά κατανοεί όσους φοβούνται πως οι ξένοι θέλουν το κακό μας γιατί μάς φοβούνται κ.ο.κ., ενώ ταυτόχρονα θέτει εαυτόν, από τη μία, κατά τής «ευρωλιγούρικης ψευτοπροόδου», όπως ίσως θα έλεγε και ο Ζουράρις, και στη διάθεση, από την άλλη, των υπολοίπων πατριωτών συνελλήνων (που χαίρονται να ακούν το «Ελλάς/Ελλάδος» κι ας μην ξέρουν οι περισσότεροι να το γράψουν: οι παλιοί κάπως εγγράμματοι που το έλεγαν μας άφησαν χρόνους).
Κάπως έτσι πάει: με τη γλώσσα —όπως πρώτη δίδαξε η Αριστερά με κάτι «Οχτώβρης», «Γιούλης», «δουλιά», «μάζωξη» και λοιπά αντιλαϊκά γλωσσικά κατασκευάσματα— κλείνουμε το μάτι.
Ο τύπος «Ελλάς» είναι ένας παλιός τύπος: όχι νεκρός, αλλά παλιός — θέλει το context του για να σταθεί σωστά (όπως ακριβώς το «bars», στον πληθυντικό, θέλει εγγλέζικο κείμενο για να είναι σωστός: στα ελληνικά ο πληθυντικός της λέξης μπαρ είναι μπαρ, δεν είναι «μπαρς»: το «μπαρς» είναι βαρβαρισμός). Ο σημερινός τύπος για τη χώρα μας είναι «[η] Ελλάδα». Η γλώσσα δεν προδίδει. Η γλώσσα μπορεί να είναι μόνο… πατριωτική: είναι κατεξοχήν εθνική, θα λέγαμε, γιατί λέει πάντα την αλήθεια. Εξελίσσεται, πλουταίνει, μεγαλώνει — και μεγαλώνει αποκλειστικά και μόνο όμορφα. Και είναι πάντα και μόνο προοδευτική (τη εξαιρέσει τής καθαρευούσης).
Και, τέλος πάντων, είμαστε αναφανδόν με το μέρος του υπουργού, όχι επειδή είναι ο νέος Περικλής με την παράκτια Ακρόπολή του, ούτε επειδή είναι ο νέος Τρικούπης με το «Η Ελλάς προώρισται να ζήση και θα ζήση». Είμαστε με το μέρος του γιατί (θα) κάνει τη δουλίτσα. Για να γίνουν οι ουρανοξύστες, τα mall, τα καζίνα και οι μαρίνες, και για να βγάλουμε άμποτε λεφτά: παράδες.
Και για να φτιάξουμε με τους παράδες μεγάλα, διεθνή, σπουδαία πανεπιστήμια. Ώστε δι' αυτών να αποκτήσουμε ισχύ και να γίνουμε κανονική Δυτική χώρα.