Εργαλεία, αγγεία και κοσμήματα δεκάδων χιλιάδων χρόνων
Iστορίες Αρχαίων

Εργαλεία, αγγεία και κοσμήματα δεκάδων χιλιάδων χρόνων

Περίπου επί 130 χιλιάδες χρόνια κατοικήθηκε από ανθρώπους το σπήλαιο της Θεόπετρας, στην Καλαμπάκα. Οι χρονολογήσεις κυμαίνονται από τα 130.000 χρόνια πριν από σήμερα μέχρι τα 4.300-4.200 π.Χ. περίπου, και είναι ίσως ο περισσότερο χρονολογημένος αρχαιολογικός χώρος στην Ελλάδα.

«Τα πρώτα βήματα του ανθρώπου στη Θεσσαλία και η διαβίωσή του στο σπήλαιο της Θεόπετρας 130.000 έως 4.000 π.Χ.» ήταν ο τίτλος της ομιλίας που έκανε η επικεφαλής των ανασκαφών, Νίνα Κυπαρίσση- Αποστολίκα, επίτιμη διευθύντρια αρχαιοτήτων του υπουργείου Πολιτισμού στο πλαίσιο του 14ου Πανελλήνιου Συνέδριου Ελληνικού Κολλεγίου Παιδιάτρων, στα Τρίκαλα.

«Η εγκατάλειψη του σπηλαίου από τους ενοίκους του γύρω στα 4,000 π.Χ. πιθανότατα συνδέεται με φυσικά φαινόμενα καθώς και με την εκμετάλλευση της γης με την καλλιέργεια» είπε η αρχαιολόγος. «Η έντονη δράση του νερού που μπήκε στο σπήλαιο μέσω των καρστικών αγωγών προς το τέλος της Νεολιθικής και η αποκόλληση και κατάπτωση μεγάλων τεμαχών από την οροφή, πάλι εξ αιτίας διάβρωσής τους, πιθανότατα ώθησε τους ενοίκους έξω από το σπήλαιο σε αναζήτηση άλλου τόπου εγκατάστασης και σε έναν τρόπο ζωής που γνώριζαν ήδη από υπαίθριους οικισμούς στην ευρύτερη περιοχή τους.»

Στο τρίτο και τελευταίο μέρος της ομιλίας, το οποίο παρουσιάζουμε σήμερα, η κα Κυπαρίσση αναφέρθηκε στα τέχνεργα των κατοίκων ανά περιόδους. Τα λίθινα εργαλεία «είναι το χαρακτηριστικότερο από τα κινητά ευρήματα ιδιαίτερα για τις παλαιολιθικές περιόδους. Στο βαθύτερο ίζημα (πάχους 50-70 εκ), που χρονολογείται κάτω από τα 130.000 χρόνια πριν από τη χρονολογία μας, όπου δεν υπάρχουν κατάλοιπα φωτιάς, υπάρχει βεβαιωμένη ανθρώπινη παρουσία που πιστοποιείται με λίθινα εργαλεία, αλλά και με φυτολίθους. Αυτά τα εργαλεία από το βαθύτερο ίζημα, είναι και τα παλαιότερα όλης της ανασκαφής και είναι αδρά επεξεργασμένα συγκρινόμενα με τα νεότερά τους.

Πιθανότατα αρχικά φτιάχνονταν από πυριτόλιθο εγκλωβισμένο στον ασβεστόλιθο που έβρισκαν στο ίδιο το βραχώδες υπόβαθρο του σπηλαίου, καθώς και από χαλαζία, ΄Οταν αυξήθηκε ο πληθυσμός και προέκυψε ανάγκη δημιουργίας περισσότερων εργαλείων, αλλά σταδιακά εξαντλούνταν και το υλικό από το υπόβαθρο του σπηλαίου, άρχισαν και οι αναζητήσεις εξεύρεσης κατάλληλων πρώτων υλών, που τις εντόπισαν σε ορεινά περιβάλλοντα αλλά και σε ποτάμια. Η αναζήτησή τους γινόταν πολύ πιο οργανωμένα σε μεγάλη ακτίνα έξω από το σπήλαιο.»

Εργαλεία όμοιων τύπων με της Θεόπετρας έχουν βρεθεί στο οροπέδιο της λίμνης Πλαστήρα, περίπου 40 χλμ. Ν της Θεόπετρας όπως είπε η ομιλήτρια, και δεν αποκλείεται να έφθαναν ως εκεί οι αναζητήσεις του πληθυσμού του σπηλαίου για τον εντοπισμό πρώτων υλών, καθώς στην περιοχή της Αργιθέας έχουν πράγματι εντοπιστεί κοιτάσματα πυριτολίθου.

«Η παραγωγή εργαλείων κατά τη Μέση Παλαιολιθική περίοδο στηρίχθηκε πρωτίστως στη χρήση του σοκολατί ραδιολαρίτη, ενός μικροκρυπτοκρυσταλλικού πυριτικού πετρώματος που διακρίνεται για την πολύ καλή ποιότητά του» συνέχισε. «Δευτερευόντως χρησιμοποιήθηκαν και άλλα είδη πυριτολίθου καθώς και χαλαζίας. Μετέτρεπαν δηλαδή αδιαμόρφωτες ή μερικώς αποφλοιωμένες πρώτες ύλες σε πυρήνες από τους οποίους αποκόπτονταν στη συνέχεια και διαμορφώνονταν εργαλεία για διάφορες χρήσεις, κυρίως ξέστρα, που πιθανότατα χρησίμευαν στην επεξεργασία οργανικών υλικών, όπως δέρματα, ξύλα κτλ. Σε πολλές περιπτώσεις τα εργαλεία τροποποιούνταν μετά από κάποιο διάστημα ή μετά την σχετική φθορά τους προκειμένου να επιμηκυνθεί η περίοδος χρήσης τους.»

Περίπου μετα τα 40.000 χρόνια από σήμερα) τα εργαλειακά σύνολα είναι πολύ λίγα λόγω των ακραίων κλιματικών συνθηκών που επικρατούσαν, που φαίνεται σχεδόν να «έδιωξαν» τον ανθρώπινο πληθυσμό από το σπήλαιο. Είναι μάλιστα αξιοπαρατήρητο ότι οι πρώτες ύλες των αντικειμένων της Ανώτερης Παλαιολιθικής είναι αλλογενείς και δεν συναντώνται ούτε στα Μέσα Παλαιολιθικά ούτε στα μεσολιθικά εργαλεία. Φαίνεται μάλλον να εισάγονται στη θέση ως έτοιμα εργαλεία και έτσι υποδεικνύονται μετακινήσεις ανθρώπινων ομάδων, οι οποίες επισκέπτονταν σποραδικά τη θέση της Θεόπετρας.

Τείχος-φράγμα εισόδου

«Παρά ταύτα, και από την πολύ ψυχρή περίοδο έχουμε περιορισμένη ανθρώπινη παρουσία στο σπήλαιο, αφού και λίγα εργαλεία βρέθηκαν και σποραδικά κάρβουνα. Εκείνο όμως που αδιαμφισβήτητα μας βεβαιώνει για την ανθρώπινη παρουσία σε αυτό υπό πολύ σκληρές κλιματολογικές συνθήκες είναι η αποκάλυψη ενός τείχους-φράγματος της εισόδου, το οποίο εκτιμούμε ότι είναι από τα αρχαιότερα γνωστά τεχνικά έργα» τόνισε η κα Κυπαρίσση. «Οι πέτρες δεν ήταν τυχαία πεσμένες, όπως αρχικά κι εμείς νομίσαμε, αλλά ήταν στέρεα πακτωμένες δημιουργώντας ένα συμπαγές σύνολο στην είσοδο ακριβώς του σπηλαίου, το οποίο μάλιστα συνδυαζόταν στα δύο άκρα του και με την παρουσία βράχων που προϋπήρχαν εκεί. Χρονολογήθηκε με τη μέθοδο της θερμοφωταύγειας στα 22.000-24.000 πριν από σήμερα, εμπίπτει δηλαδή με βεβαιότητα στο πολύ ψυχρό διάστημα του Last Glacial Maximum. Ένα τέτοιο έργο θα προφύλασσε τον ανθρώπινο πληθυσμό τόσο από το κρύο και τα καιρικά γενικά φαινόμενα, όσο και από ζώα, τα οποία επίσης θα αναζητούσαν καταφύγιο στο σπήλαιο.

Αντίθετα με την Ανώτερη Παλαιολιθική, η αποκλειστική πρώτη ύλη για τις μεσολιθικές λιθοτεχνίες είναι γηγενής.»

Νεολιθική εποχή

Η νεολιθική λιθοτεχνία χαρακτηρίζεται από ποικιλία πετρωμάτων, κυριαρχεί ωστόσο με ποσοστό 77,6% ο σοκολατί ραδιολαριτικός πυριτόλιθος. Σε πολύ μικρότερα ποσοστά της τάξεως του 1,3% έως 5,7% εμφανίζονται άλλα πετρώματα, τα οποία όμως επίσης ανήκουν στην ίδια πετρογραφική ομάδα του ραδιολαριτικού πυριτολίθου. Είναι χαρακτηριστική για τη νεολιθική λιθοτεχνία του ραδιολαρίτη η δευτερογενής επεξεργασία, που δηλώνει μεγαλύτερη επανάχρηση και εκμετάλλευση του υλικού για λόγους οικονομίας. Ο οψιανός (ηφαιστειακό πέτρωμα που σε ανοιχτές νεολιθικές θέσεις συναντάται σε μεγάλη συχνότητα) βρέθηκε στη Θεόπετρα σε ποσοστό μόνο 3,4% και είναι μηλιακής προέλευσης όπως αποδείχθηκε με ειδικές αναλύσεις στον Δημόκριτο.

Στη Νεολιθική πλέον περνούμε και στην επεξεργασία και άλλων πετρωμάτων που ανήκουν στους οφιόλιθους (διαβάσης, γάββρος, σερπεντινίτης και νεφρίτης, πετρώματα μέτριας σκληρότητας, αλλά και ο σχιστόλιθος σε λίγα εργαλεία). Τα πετρώματα αυτά χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή λειασμένων εργαλείων που προορίζονταν για τις νέες δραστηριότητες του ανθρώπου, όπως είναι η γεωργία, η κοπή δένδρων κ. ά. Διαφαίνεται εδώ μια συνειδητή επιλογή για την καταλληλότητά των πετρωμάτων ανάλογα με τη χρήση.

«Η εκμετάλλευση αποκλειστικά των τοπικά διαθέσιμων πρώτων υλών είναι ένδειξη επάρκειας και αυτονομίας των ανθρώπων του σπηλαίου, αφού η περιοχή παρέχει όλες τις πρώτες ύλες σε αφθονία» σύμφωνα με τα αποτελέσματα των μελετών που έγιναν. Τα λειασμένα εργαλεία «είναι μικρά και μεγαλύτερα σχεδόν σε ισότιμη αναλογία. Τα μικρά χρησιμοποιήθηκαν για λεπτή επεξεργασία ξύλινων πιθανότατα αντικειμένων. Τα μεγάλα είναι γενικής χρήσης εργαλεία. και φέρουν έντονα σημάδια φθοράς.

Στο μεγαλύτερο ποσοστό τους τα εργαλεία δεν ήταν μιας χρήσης, είτε πρόκειται για μια συγκεκριμένη εργασία (πελέκεις, τριπτήρες, τριβεία), είτε για πολυεργαλεία (πελέκεις- κόπανοι) ή και τροποποιημένα για δεύτερη χρήση (πελέκεις- τριπτήρες). Επιπροσθέτως η λόγω του πυριτίου παρουσία στίλβης, υποδηλώνει την παρουσία ειδικών εργαλείων για συγκεκριμένη χρήση, αυτή δηλαδή της επεξεργασίας των σιτηρών.»

Η πρώτη εμφάνιση του πηλού

Η κατάκτηση της κεραμικής τεχνολογίας μαζί με την έναρξη της καλλιέργειας είναι τα δύο στοιχεία που χαρακτηρίστηκαν ως «νεολιθική επανάσταση». Η κεραμική τεχνολογία όμως δεν παρουσιάστηκε τελειοποιημένη από την αρχή της εμφάνισής της. Ιδιαίτερα σημαντική για την εξέλιξη της κεραμικής τεχνολογίας θεωρείται η παρουσία στο σπήλαιο της Θεόπετρας «δεκάδων πήλινων, συνήθως κυλινδρικών, σχηματισμών πιθανότατα ελαφρά στεγνωμένων, όχι ψημένων, με μήκος που φθάνει τα 10 εκ. περίπου και πάχος τα 2,5- 3 εκ. Αυτοί οι πήλινοι σχηματισμοί βρέθηκαν αρχικά σε παλαιολιθικά στρώματα μπερδεύοντάς μας για την πρωιμότητα παρουσίας του πηλού, ενώ στην πραγματικότητα προέρχονται από την ενότητα της Μεσολιθικής επίχωσης και έφθασαν σε βαθύτερα στρώματα μέσω των τεράστιων κοιτών και νεροφαγωμάτων που προκλήθηκαν από την εισβολή μεγάλων ποσοτήτων νερού που αναφέρθηκαν ήδη.

Πράγματι, βρέθηκαν τελικά στη σωστή στρωματογραφική τους θέση, στη Μεσολιθική ενότητα, και οπωσδήποτε αντιπροσωπεύουν πρώιμες προσπάθειες σχηματοποίησης αυτού του εύπλαστου υλικού, του πηλού, τις ιδιότητες του οποίου φαίνεται πως γνώριζαν ήδη οι Μεσολιθικοί ένοικοι του σπηλαίου. Aποτελούν δε σοβαρές ενδείξεις ότι η κεραμική τεχνολογία είναι γηγενής κατάκτηση και όχι εισηγμένη από την Μέση Ανατολή, όπως για πολλές δεκαετίες αναφερόταν στην βιβλιογραφία.»

Η κεραμική παραγωγή ήταν πολύ περιορισμένη στην αρχή, όπως και σε άλλα σπήλαια, και εξελίχθηκε κατόπιν. Oι πρωιμότερες προσπάθειες διακόσμησης στα αγγεία έχουν απλά σχήματα, συνήθως συμπαγή τρίγωνα ή απλές γραμμές, ενώ όσο προχωράει και εμπεδώνεται η τεχνολογική γνώση παραγωγής τους αλλά και με τη χρήση φυσικών χρωστικών ουσιών παρατηρείται έξαρση παραγωγής κεραμικής καλής ποιότητας. Η πληθώρα της κεραμικής είναι η μονόχρωμη, με ποσοστό που αγγίζει το 90%, με το υπόλοιπο 10% να αποτελεί την διακοσμημένη γραπτή (ζωγραφιστή δηλ.). Και η μονόχρωμη κεραμική έχει πολύ ενδιαφέρον καθώς και εκεί υπάρχουν διακοσμητικά θέματα είτε με νυχιές που χαράχτηκαν στον φρέσκο πηλό πριν το ψήσιμο είτε με τη μορφή ανάγλυφων ταινιών ή ακόμη «παίζοντας» οι τεχνίτες με τη φωτιά που δημιουργεί μια πολυχρωμία στο αγγείο ιδιαίτερης αισθητικής

Τις πρώτες ύλες, δηλαδή τον πηλό, για την κατασκευή των αγγείων στην πλειονότητά τους τις έβρισκαν σε κοντινή απόσταση, όπως έχει αποδειχτεί από ειδικές πετρογραφικές αναλύσεις, χρησιμοποιούσαν όμως διάφορες μεθόδους για να πετύχουν όσο το δυνατόν λεπτόκοκκο πηλό για λεπτά αγγεία, τα οποία έψηναν και σε πολύ υψηλές θερμοκρασίες σε κάποιες περιπτώσεις, ενώ για τα πιο χρηστικά που ήθελαν να έχουν πιο ανθεκτικά τοιχώματα, ενίσχυαν την πρώτη ύλη με πολύ μικρά πετραδάκια ή άχυρο.

«Στην κεραμική τεχνολογία θα πρέπει βέβαια να εντάξουμε και τα ειδώλια ο ρόλος των οποίων δεν έχει αποσαφηνιστεί απολύτως για την προϊστορία, αν και έχουν διατυπωθεί και συνεχώς διατυπώνονται νέες απόψεις ως προς τη λειτουργία τους» ανέφερε η ομιλήτρια, εξηγώντας πως τους αποδίδεται «άλλοτε λατρευτικός χαρακτήρας, άλλοτε ότι λειτουργούσαν ως ανταλλακτικά κουπόνια. Φτιάχνονταν από άνδρες, γυναίκες, παιδιά. Αποτυπώματα δακτύλων σε κάποια από αυτά που εξετάστηκαν παραπέμπουν σε παιδιά. Αλλά κάποια είναι τόσο καλά πλασμένα, με γνώση της ανατομίας του σώματος και λεπτομέρειες, ώστε πολύ δύσκολα θα αποδίδονταν σε παιδιά. Είναι πολύ πιθανό ο ρόλος τους να ήταν πολλαπλός. Για το πλάσιμό τους υπάρχει συνήθως ένας πυρήνας γύρω από τον οποίο «κτίζεται» η μορφή του ειδωλίου. Τέλος, κάποια είναι κούφια εσωτερικά. Αυτό το τελευταίο σε μία τουλάχιστον περίπτωση από το σπήλαιο Θεόπετρας είχε έναν σκοπό: μέσα στο κούφιο εσωτερικό του ειδωλίου εγκλώβισαν ένα χαλικάκι, το οποίο με κάθε κίνηση κουδουνίζει παραπέμποντας στις κουδουνίστρες των βρεφών!».

Αντικείμενα υφαντικής

Μια άλλη κατηγορία αντικειμένων από ψημένο πηλό είναι αυτά που σχετίζονται με την υφαντική. Πρόκειται για διάφορα υφαντικά βαρίδια και σφονδύλια. «Αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ δεν είναι η τεχνολογία του ψημένου πηλού, που ήταν όμοια για όλα τα κεραμικά, αλλά η τεχνολογική εφεύρεση της υφαντικής που αντικατέστησε τις προβιές και τα δέρματα των ζώων ως ρουχισμό και φαίνεται πως έφτασε σε εξαιρετικά δείγματα.» υπογράμμισε

Κοσμήματα

Τα πρώτα κοσμήματα στη Θεσσαλία προέρχονται από το σπήλαιο της Θεόπετρας. Πρόκειται για δύο δόντια ελαφοειδών στα οποία έγιναν διαμπερείς οπές προκειμένου να αναρτηθούν, και για ένα όστρεο γλυκού νερού, προφανώς από το παρακείμενο ποτάμι, στο οποίο επίσης διανοίχτηκε οπή για ανάρτηση. ΄Όλα αυτά προέρχονται από την μεταπαγετώδη περίοδο χρήσης του σπηλαίου, όταν είχαν αυξηθεί σημαντικά και τα λίθινα εργαλεία και προφανώς και ο πληθυσμός του.

Στη Νεολιθική περίοδο τα κοσμήματα έχουν ήδη καθιερωθεί ως αντικείμενα στολισμού αφού έχουμε ανάλογες παραστάσεις σε ειδώλια και ανάλογα με την πρωιμότητα της περιόδου εξελίσσονται. Από τη ΜΝ και κυρίως στη ΝΝ οργανώνεται συστηματικά η παραγωγή τους και στη διαδικασία μπαίνουν πλέον και τα θαλασσινά όστρεα και κυρίως ο Spondylus gaederopus, από τον οποίο κατασκευάζονται βραχιόλια και χάντρες με επιλογή της κατάλληλης βαλβίδας του όστρεου: η δεξιά χονδρότερη προορίζεται για χάντρες, ενώ η αριστερή λεπτότερη για βραχιόλια...

Γύρω στα 4.000 π.Χ. τα βραχιόλια από όστρεο ταξίδευαν μέχρι την κεντρική Ευρώπη, όπου ως εξωτικά αγαθά απέκτησαν ακόμη μεγαλύτερη αξία και βρέθηκαν σε νεκροταφεία (π.χ. της Βάρνας) μαζί με χρυσά κτερίσματα. Τα όστρεα αυτά έχει πιστοποιηθεί με αναλύσεις ισοτοπικής σύνθεσης του οξυγόνου ότι προέρχονται από τις θάλασσες της Μεσογείου και του Αιγαίου και όχι π.χ. από τη Μαύρη θάλασσα αποτελώντας ουσιαστικά την πρώτη μορφή εμπορίου.

Η τεχνολογία της επεξεργασίας του χρυσού άρχισε την ίδια περίοδο της ΝΝ, πιθανότατα στα Βαλκάνια όπου έχουν βρεθεί εκατοντάδες χρυσών κοσμημάτων κυρίως σε τάφους (π.χ. νεκροταφείο της Βάρνας). Ένα από αυτά έφτασε και στο σπήλαιο Θεόπετρας, ένα από τα ελάχιστα που έχουν βρεθεί στην Ελλάδα, και που μάλιστα σύμφωνα με τα τεχνολογικά χαρακτηριστικά του, για την κατασκευή του χρησιμοποιήθηκε μήτρα, ενώ πολλές φορές αυτά είναι απ’ ευθείας κομμένα σε έλασμα χρυσού. Βρίσκεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.

Λόγω της σπουδαιότητάς του για την ιστορία της ΝΑ Ευρώπης το σπήλαιο έχει αναδειχθεί σε επισκέψιμο αρχαιολογικό χώρο, ενώ τα ευρήματά του αναδεικνύονται στο Μουσείο (ΚΤΕΣΘ) στην είσοδο του χωριού, όχι μακριά από το σπήλαιο.