Του Αλέξανδρου Σκούρα
Πριν από λίγες ώρες, το Facebook και άλλες κοινωνικές πλατφόρμες όπως το YouTube και το Spotify κατάργησαν τους λογαριασμούς του Alex Jones, ιδιοκτήτη του Infowars και διαβόητου υποστηρικτή και διακινητή «αντισυστημικών» θεωριών συνωμοσίας, ιδιαίτερα δημοφιλών και στην Ελλάδα μεταξύ των μελών του εγχώριου αριστεροδεξιού μετώπου των ψεκασμένων.
Πολλοί, κυρίως υποστηρικτές του, έσπευσαν να καταγγείλουν καταπάτηση της ελευθερίας του λόγου. Ομως ο Jones δεν στερήθηκε το δικαίωμα να εκφράζει τις απόψεις του, να διατυπώνει και να διαδίδει τις απαράδεκτες θεωρίες του. Μπορεί να συνεχίσει τις ραδιοφωνικές του εκπομπές που του χάρισαν διασημότητα, να γράφει και να πουλά τα βιβλία του, να αρθρογραφεί σε όποιο έντυπο δέχεται να δημοσιεύσει τα άρθρα του, να ασκεί με άλλα λόγια πλήρως το δικαίωμά του στον δημόσιο λόγο.
Το Facebook όμως είναι ιδιωτικό μέσο. Και ο αποκλεισμός του Jones από αυτό είναι θεμιτή άσκηση ενός ιδιοκτησιακού δικαιώματος. Οι μέτοχοι του Facebook θέλουν η πλατφόρμα τους να συνεχίσει να είναι ελκυστική, δημοφιλής και κερδοφόρα γι' αυτούς. Στο πλαίσιο αυτό, μπορούν να πάρουν οποιοδήποτε απόφαση επιθυμούν με την οποία πιστεύουν ότι θα διασφαλίσουν καλύτερα αυτόν τον στόχο -φυσικά εντός του ευρύτερου πλαισίου της νομιμότητας. Tο αν αυτές οι αποφάσεις θα έχουν το επιθυμητό αποτέλεσμα, θα κριθεί τελικά από τους καταναλωτές.
Το σημαντικό στην περίπτωση αυτή είναι πως η άσκηση του δικαιώματος της ιδιοκτησίας καθορίζει τα όρια των υπολοίπων δικαιωμάτων μας. Οπως ακριβώς έχουμε δικαίωμα να αρνηθούμε σε κάποιον να εκφωνήσει έναν λόγο στο σαλόνι μας, έτσι και το Facebook μπορεί να αποκλείει χρήστες από την πλατφόρμα του. Και, πράγμα σημαντικό, το να αναγνωρίζουμε ότι μπορεί να το κάνει, δεν συνεπάγεται αναγκαστικά ότι συμφωνούμε με την απόφασή του ή τους λόγους που μπορεί να προβάλει κάθε φορά.
Παρά τη διαδεδομένη σχετική πεποίθηση, η χρήση του Facebook δεν μας αποδίδει -και δεν πρέπει να μας αποδίδει- τα ίδια πυκνά δικαιώματα ελευθερίας του λόγου που απολαμβάνουμε όταν μιλάμε σε έναν δημόσιο χώρο ή όταν αποφασίζουμε να εκδώσουμε μια εφημερίδα. Στο Facebook τα δικαιώματά μας οριοθετούνται αυστηρά από τους όρους χρήσης με τους οποίους συμφωνούμε κατά την είσοδό μας σε αυτό, από μια ιδιωτική δηλαδή συμφωνία την οποία κανένα μέρος δεν δικαιούται να παραβιάσει.
Ούτε βεβαίως έχει κανείς δικαίωμα, βάσει πάλι των όρων χρήσης της πλατφόρμας, να γράφει ό,τι του κατεβαίνει στον φεϊσμπουκικό μας τοίχο, ή να είναι «φίλος» μας. Είναι στην αποκλειστική μας ευχέρεια να του επιτρέψουμε ή όχι να βλέπει αυτά που γράφουμε ή να τα σχολιάζει. Υποθετικά, θα μπορούσε να υπάρχει μια κοινωνική πλατφόρμα με όρους χρήσης που δεν θα μας έδιναν τη λυτρωτική ευχέρεια του «ban», του «unfollow» και του «delete» -όμως μάλλον ελάχιστοι θα την επιλέγαμε εξαρχής. Και αυτή είναι η δική μας δύναμη, που κάνει το Facebook, τις κοινωνικές πλατφόρμες, αλλά και κάθε εταιρεία που έχει ως πελάτες ιδιώτες ή άλλες ιδιωτικές εταιρείες να λαμβάνει υπόψη της στον σχεδιασμό της την πληρέστερη ικανοποίησή μας.
Αλλο πράγμα λοιπόν η ελευθερία του λόγου και άλλο η άσκηση του δικαιώματος στην ιδιοκτησία. Αν δεν μας αρέσει το Facebook, είμαστε ελεύθεροι να φύγουμε -κι αν είμαστε πολλοί, είναι εξαιρετικά πιθανό το κενό που θα δημιουργηθεί να το καλύψει η αγορά με κάποιο άλλο προϊόν. Υποχρέωση να ανοίγω το σπίτι μου, την πλατφόρμα μου, τα αυτιά μου στη φωνή κάποιου άλλου, ευτυχώς για όλους μας δεν υφίσταται στις φιλελεύθερες δημοκρατίες.
Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο της Πέμπτης, 9 Αυγούστου
Φωτογραφία: APImages