Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Σήμερα έχω τη σειρά να συζητώ με τη Δήμητρα Δημητρακοπούλου, επίκουρη καθηγήτρια στο Τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ και πλέον επισκέπτρια επίκουρη καθηγήτρια στο MIT Media Lab, όπου για τα επόμενα τρία χρόνια θα ερευνά τη διάχυση των ψευδών επιστημονικών ειδήσεων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, εστιάζοντας στο άκρως επικίνδυνο κίνημα κατά του παιδικού εμβολιασμού. Την ευχαριστώ θερμά, όπως άλλωστε και εσάς για τις κοινοποιήσεις αυτής της συνέντευξης.
— Αγαπητή κυρία Δημητρακοπούλου, θέλετε καταρχάς να μας συστηθείτε, να μας πείτε λίγα λόγια για την έως τώρα καριέρα σας;
Δήμητρα Δημητρακοπούλου: Είμαι επίκουρη καθηγήτρια δημοσιογραφίας στο Τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και επισκέπτρια επίκουρη καθηγήτρια στο MIT Media Lab. Η διδασκαλία μου και η ερευνητική μου ενασχόληση εστιάζουν στη σύγκλιση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και της δημοσιογραφίας μέσα από την κοινωνιολογική οπτική. Από φέτος και για τα επόμενα τρία χρόνια θα απέχω από τα διδακτικά μου καθήκοντα, καθώς έλαβα ερευνητική χρηματοδότηση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή μέσω της υποτροφίας Marie Curie Global Fellowship στο πλαίσιο του προγράμματος Horizon2020. Οι υποτροφίες Marie Curie θεωρούνται από τις πιο ανταγωνιστικές ερευνητικές επιχορηγήσεις, καθώς απονέμονται σε έμπειρους ερευνητές από την Ευρωπαϊκή Ένωση μετά από αξιολόγηση βάσει των προσόντων τους, των πτυχών καινοτομίας της έρευνας, καθώς και με κριτήριο την ενίσχυση που παρέχουν τα ιδρύματα στα οποία θα εργαστούν οι ερευνητές ώστε να μεγιστοποιήσουν τις προοπτικές σταδιοδρομίας τους. Στο πλαίσιο της υποτροφίας αυτής, βρίσκομαι ήδη στη Βοστώνη και στο Media Lab του MIT για τα επόμενα δύο χρόνια, ενώ τον τελευταίο χρόνο θα επιτρέψω στην Ευρώπη, και συγκεκριμένα στο Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης. Στόχος της έρευνάς μου είναι η μελέτη της διάχυσης των ψευδών επιστημονικών ειδήσεων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, εστιάζοντας στο κίνημα κατά του παιδικού εμβολιασμού.
— Πολύ ωραία. Και πώς έγινε η επαφή σας ειδικά με το ΜΙΤ;
Δ.Δ.: Η συνεργασία μου με το MIT Media Lab ξεκίνησε στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής μου άδειας, κατά τη διάρκεια της οποίας φιλοξενήθηκα από το Laboratory for Social Machines με διευθυντή τον Prof. Deb Roy. Με αφετηρία αυτή τη συνεργασία, αποφασίσαμε την υποβολή της ερευνητικής πρότασης από κοινού με το Media Lab και το Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης και συγκεκριμένα το Division of Science, Crisis & Risk Communication στο τμήμα Επικοινωνίας και Έρευνας των Μέσων.
— Τα επόμενα τρία χρόνια λοιπόν θα σας απασχολήσουν ερευνητικά τα «επιστημονικά» fake news, και για την ακρίβεια το ψευδοεπιστημονικό κίνημα κατά των εμβολιασμών. Μιλήστε μας γι' αυτή τη θέση που αναλαμβάνετε.
Δ.Δ.: Η ιδέα για το συγκεκριμένο θέμα προέκυψε αρκετά χρόνια πριν, όταν ως νέα μητέρα άρχισα να συμμετέχω σε ομάδες γονέων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και να παρακολουθώ τη συζήτηση γύρω από τα θέματα εμβολιασμού των παιδιών. Με είχε εντυπωσιάσει η ένταση που δημιουργούσαν οι συζητήσεις γύρω από αυτά τα ζητήματα και η πόλωση που προκαλούσαν οι αντίθετες απόψεις. Όταν το θέμα των ψευδών ειδήσεων άρχισε να παίρνει μεγάλες διαστάσεις, ειδικά μετά την εκλογή του Τραμπ στην Αμερική, άρχισα να σκέφτομαι πως ένα γόνιμο πεδίο έρευνας είναι η μελέτη των ψευδο-ειδήσεων στους τομείς της επιστήμης και της υγείας, εκεί όπου, μολονότι η επιστημονική έρευνα και τα στατιστικά μπορούν να δώσουν όλα τα hard facts, οι μυθολογίες γύρω από τις δήθεν επικίνδυνες επιπτώσεις των εμβολίων συνεχίζουν να προσελκύουν σημαντικό κοινό.
— Επιστημονικά, είχατε ασχοληθεί και στο παρελθόν με την προπαγάνδα των fake news;
Δ.Δ.: Ως κοινωνική επιστήμονας και ειδικά στο πεδίο των μέσων και της δημοσιογραφίας, είναι αδύνατον να αποφύγει κανείς να ασχοληθεί με τη διάχυση και τη διείσδυση των ψευδών ειδήσεων. Έχω ασχοληθεί με επιμέρους μικρές μελέτες, κυρίως μαζί με τους μεταπτυχιακούς μου φοιτητές. Είναι η πρώτη φορά που θα αφοσιωθώ στη μελέτη αυτού του φαινομένου σε αυτό το επίπεδο και με μια βαθιά διεπιστημονική προσέγγιση, ειδικά στον μεθοδολογικό σχεδιασμό της.
— Κάθε τομέας των fake news είναι καταρχάς αντικοινωνικός, θα λέγαμε, πέραν των αποτελεσμάτων που ανακύπτουν κάθε φορά (πολιτικά κ.ά.), αλλά ειδικά αυτός κατά των εμβολίων έχει προφανώς μια ιδιαίτερη βαρύτητα. Θα μας αναπτύξετε τις απόψεις σας επ' αυτού;
Δ.Δ.: Θα έλεγα πως οι ψευδείς ειδήσεις είναι βαθιά κοινωνικές, γιατί κατορθώνουν να συσπειρώσουν τους ανθρώπους που τις υιοθετούν γύρω από μια εναλλακτική «αλήθεια». Δημιουργούν κοινότητες μέσα στις οποίες αναπτύσσεται μια βαθιά αλληλεγγύη, χτίζοντας ένα δίπολο ανάμεσα σε «εμάς» και «αυτούς». Αυτή τη διχοτόμηση τη συναντούμε πολύ συχνά στις πολιτικές αντιπαραθέσεις, πεδίο στο οποίο η ιδεολογική αντίθεση γίνεται βαθιά και οδηγεί σε συγκρούσεις. Ειδικά στο ψηφιακό περιβάλλον, οι αντιπαραθέσεις τέτοιου είδους αναδεικνύονται πολύ έντονα. Ο χώρος της υγείας και συγκεκριμένα η συζήτηση γύρω από τον εμβολιασμό έχει «μολυνθεί» από αυτές τις βαθιές αντιπαραθέσεις που θυμίζουν τόσο έντονα την πολιτική συζήτηση: «Αν δεν είσαι μαζί μας, είσαι εναντίον μας».
— Πώς σκοπεύετε να κινηθείτε; Υπάρχει ήδη μία σχεδιασμένη φόρμουλα που θα ακολουθήσετε, ή θα τη χαράξετε μόνη σας εξαρχής;
Δ.Δ.: Η μεθοδολογική προσέγγιση που θα ακολουθήσω είναι διεπιστημονική, συνδυάζοντας την ανάλυση δεδομένων σε μεγάλη κλίματα, συγκεντρώνοντας περιεχόμενο από δημοφιλείς πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης, όπως το Twitter, το Facebook και το Instagram, και παράλληλα εστιάζοντας στη μελέτη της ανθρώπινης συμπεριφοράς μέσα από τη διεξαγωγή ομάδων εστίασης, συνεντεύξεων με ειδικούς και κοινωνικά πειράματα.
— Μολονότι είναι φυσικά πολύ νωρίς για συμπεράσματα, είμαι σίγουρος πως έχετε ήδη πολλά, αν όχι όλα τα στοιχεία στα χέρια σας από την ιατρική κοινότητα — την παγκόσμια αλλά και την ελληνική. Αντιμετωπίζουμε έναν βίαιο κίνδυνο με το κύμα του αντιεμβολιασμού;
Δ.Δ.: Τα στατιστικά μιλούν από μόνα τους. Για να σας δώσω ένα παράδειγμα, μόνο το 2019 στην Αμερική καταγράφηκαν πάνω από 1.200 κρούσματα ιλαράς, ασθένειας που είχε εξαλειφθεί το 2000 από τη χώρα. Πολλές ευρωπαϊκές χώρες, ανάμεσα στις οποίες και η Ελλάδα, αντιμετωπίζουν την επανεμφάνιση ασθενειών που προλαμβάνονται με τον εμβολιασμό και είχαν εξαλειφθεί εδώ και χρόνια. Αυτό είναι πολύ κρίσιμο για τη δημόσια υγεία και συνδέεται με πολλούς παράγοντες, όπως την έλλειψη εμπιστοσύνης στη φαρμακευτική βιομηχανία, στους επαγγελματίες υγείας, τη γενικότερη κρίση της εμπιστοσύνης στους θεσμούς — τους πολιτικούς, τα μέσα ενημέρωσης κ.ο.κ. Συνδέεται και με τη σημαντική εξάπλωση της παραπληροφόρησης ή της ελλιπούς πληροφόρησης, και συγκεκριμένα γύρω από το θέμα που συζητάμε. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας χαρακτήρισε την παραπληροφόρηση γύρω από τον εμβολιασμό ως το σημαντικότερο πρόβλημα για την παγκόσμια υγεία για το 2019. Τεχνολογικές πλατφόρμες όπως το Facebook, το Twitter και το Pinterest λαμβάνουν μέτρα για τον περιορισμό της ανεξέλεγκτης παραπληροφόρησης. Κινδυνεύει τόσο η πληροφοριακή μας υγεία, όσο φυσικά και η σωματική μας υγεία.
— Και πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί όλο αυτό το πρόβλημα; Καταρχάς ως προς το επικοινωνιακό σκέλος, και κατόπιν από την πολιτεία σαν μέτρα που θα μπορούσε ή που θα έπρεπε να πάρει.
Δ.Δ.: Νομίζω πως ο δικός μας ρόλος ως ερευνητών είναι να μελετήσουμε το φαινόμενο, να συγκεντρώσουμε τα δεδομένα και να προσφέρουμε τη βαθύτερη γνώση ώστε οι ευρωπαϊκοί και διεθνείς οργανισμοί, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση ή ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, να χαράξουν την πιο αποτελεσματική πολιτική που μπορούν για να το αντιμετωπίσουν.
— Δεδομένου του ψηφιακού περιβάλλοντος στο οποίο ζούμε και της ταχύτατης μετάδοσης και απορρόφησης πληροφοριών αμφίβολης ποιότητας, πιστεύετε ότι μπορούμε να νικήσουμε τα fake news; Ή πρόκειται για μία μάχη με αμφίρροπο αποτέλεσμα; Ή για μια μάχη που πρέπει να δοθεί μόνο και μόνο για να «μαζέψει» τις απώλειες;
Δ.Δ.: Θα έλεγα πως αυτή είναι μια «μάχη» που τη δίνουμε καθημερινά. Οφείλουμε να ελέγχουμε κάθε πληροφορία που διαβάζουμε, ειδικά όταν τη μεταφέρουμε μέσα στο ψηφιακό περιβάλλον των κοινωνικών μέσων, όπου διαχέονται πολλαπλασιαστικά. Οι ψευδείς ειδήσεις δεν ανακαλύφθηκαν με το διαδίκτυο — στο ψηφιακό περιβάλλον, όμως, μεταδίδονται πολύ πιο γρήγορα και πολύ πιο εύκολα, χωρίς να μπορούμε να εντοπίσουμε την πηγή προέλευσής τους. Γι' αυτό ο ρόλος των δημοσιογράφων επανέρχεται ως πλέον σημαντικός: πρέπει να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις ώστε να ανακτήσουμε την εμπιστοσύνη μας στους επαγγελματίες της ενημέρωσης, αυτούς που μπορούν να μας πλοηγήσουν υπεύθυνα στο ψηφιακό οικοσύστημα.
— Αγαπητή κυρία Δημητρακοπούλου, σας ευχαριστώ θερμά και σας εύχομαι κάθε επιτυχία.
Δ.Δ.: Σας ευχαριστώ!