«Η απονομή του Ευρωπαϊκού Βραβείου Μυθιστορήματος στη “Νίκη” είναι μια Νίκη για την Ελλάδα. Μέσα από την τέχνη, η πατρίδα μας μπορεί να συστηθεί ξανά στον κόσμο.
Την ώρα της μεγάλης αυτής δικαίωσης και χαράς, σκέφτομαι τη μάνα μου και τον πατέρα μου που αποτέλεσαν την πρώτη έμπνευση για τη “Νίκη”. Σκέφτομαι τους δασκάλους που μού έδωσαν τα φώτα. Σκέφτομαι τους αναγνώστες που με στηρίζουν σχεδόν τριάντα χρόνια τώρα. Ευχαριστώ την εκδότριά μου Άννα Πατάκη, που με εμψυχώνει με αδελφική αγάπη.
Αγκαλιάζω τα πιό δικά μου πρόσωπα. Στέλνω ένα μεγάλο φιλί στους συνομήλικους της κόρης μου νέους αναγνώστες, μέσα από τους οποίους θα βγούν οι νέοι μας συγγραφείς. Ευχαριστώ πολύ!»
Υπήρξε η αρχική δήλωση του Χρήστου Χωμενίδη όταν πληροφορήθηκε ότι η «Νίκη» του, το μυθιστόρημα που με αντίξοες συνθήκες γράφτηκε το 2012 και στην πορεία τον αποζημίωσε με τα μεγαλύτερα ελληνικά βραβεία, τιμήθηκε και με το Prix du Livre Europeen (Βραβείο Ευρωπαϊκού Μυθιστορήματος).
Καταρχάς, ήταν μια μεγάλη δικαίωση, γιατί ο συγγραφέας δεν άκουσε και λίγα όταν το βιβλίο κυκλοφόρησε. «Για εκείνη την εποχή υπάρχουν πολλά βιβλία και ιστορικά και μπορεί να την μάθουν από αυτά» παρατηρεί. «Αλλά γενικότερα ναι, πιστεύω ότι πρέπει να κοιτάξουμε επιτέλους μπροστά, μας περιμένουν κατακλυσμιαίες αλλαγές, δεν γίνεται να μηρυκάζουμε το τι έγινε πίσω. Έχουμε πολλή δουλειά να κάνουμε.»
Και με το ευρωπαϊκό βραβείο, το κορίτσι που βρέφος εβδομήντα ημερών το συνέλαβαν και το έστειλαν εξορία στις Κυκλάδες. Το κορίτσι που – στη διάρκεια της Κατοχής και του Εμφυλίου – η οικογένειά του κόπηκε στα δύο. Το κορίτσι που – όταν γεννήθηκε – ο πατέρας του ήταν «ο ηρωικός αρχηγός των εργατών» και – όταν μεγάλωσε – έγινε «ο προδότης της εργατικής τάξης», κι ας µην είχε προδώσει τίποτα από ό,τι πίστευε. Το κορίτσι που πέρασε όλη του την εφηβεία στη βαθιά παρανομία, κλεισμένο σε ένα σπίτι, µε ψεύτικο όνομα, χωρίς να πηγαίνει στο σχολείο, χωρίς να κάνει παρέες γιατί ήξερε πως, εάν οι Αρχές ανακάλυπταν ποιοι ήταν οι γονείς του, θα τους εκτελούσαν. Το κορίτσι που λεγόταν Νίκη» και ήταν η µάνα του, μέσα από μια ιστορία που ξεκίνησε να γράφεται γι’ αυτό το κορίτσι σαν επιστολή στην συνονόματη κόρη του, χάρισε στον συγγραφέα του και στην πατρίδα μας εννιά χρόνια μετά, το Βραβείο Ευρωπαϊκού Μυθιστορήματος. Γιατί «Οι άνθρωποι της “Νίκης” είναι η Ιστορία της Ελλάδας στον 20ό αιώνα».
Τον Χρήστο Χωμενίδη τον γνωρίζω σχεδόν από την εποχή που υπήρξε «Το σοφό παιδί». Τον διαβάζω σε κάθε καινούργιο βιβλίο και σχεδόν καμαρώνω σαν τη μαμά του για την πορεία του. Για το θάρρος και το σθένος να βλέπει τον κόσμο και να το γράφει κιόλας με τη δική του οξυδερκή ματιά, για το κουράγιο του να πέφτει μια και να σηκώνεται, φωτεινός και φωνακλάς, δέκα φορές μετά. Για την μεγάλη αφηγηματική του δύναμη να αντικρίζει σε βάθος και στην ολότητά της τη ζωή και να την κάνει σπαρταριστό μυθιστόρημα.
Την συνέντευξη που ακολουθεί την κάναμε αμέσως μετά τη βράβευση από το τηλέφωνο σε μιαν ώρα που έτρεχε από την ομιλία του σε σχολείο, σε μια βραδινή εκδήλωση. Πιστός σε εκείνο που ισχυρίζεται και στην κουβέντα μας ότι, ναι μεν χάρηκε αλλά η ζωή με τις υποχρεώσεις της και με την καθημερινότητα που την χαρακτηρίζει, τελικά, συνεχίζεται.
Όπως θα έκανε, αν ζούσε, και η μητέρα του: «θα χαιρόταν αλλά μετά θα αγόραζε ένα καλό μπουκάλι κρασί για να το πιούν και θα του έφτιαχνε μια ωραία σπανακόπιττα».
Παρά την αντιξοότητα των συνθηκών, για όλα μιλήσαμε: για το βραβείο, τη «Νίκη», την κόρη του και τη μητέρα του, την εποχή, για το καινούργιο του μυθιστόρημα «Ο Τζίμης στην Κυψέλη» που είναι, όπως θα το χαρακτηρίσει «ένα βιβλίο συντριβής» και για το διαδίκτυο που από βλακεία κάποιων «μπορεί και να σε συντρίψει σήμερα», διότι ισχύει ακόμα και σήμερα εκείνο που ειπώθηκε πριν από αιώνες «Homo homini lupus»: «Όπως λέει ο Κάφκα “τα παιδιά σκοτώνουν για πλάκα τα βατράχια αλλά τα βατράχια δεν ξέρουν ότι τα σκοτώνουν για πλάκα και πεθαίνουν αληθινά”».
-Κύριε Χωμενίδη με το βραβείο Prix du Livre Europeen (Βραβείο Ευρωπαϊκού Μυθιστορήματος), η «Νίκη» αναγνωρίστηκε πανευρωπαϊκά ως «ένα από τα κορυφαία μυθιστορήματα της εποχής μας», τι σημαίνει αυτό το βραβείο γι’ αυτό ειδικά το βιβλίο για σας;
Είναι μια ευκαιρία να ξανασυστηθεί η Ελλάδα μέσα από την τέχνη αλλά και για μένα είναι και μεγάλη χαρά και οπωσδήποτε κάτι σημαντικό, αλλά αφού το πανηγυρίσω θα ξαναγυρίσω όπως και πριν στις ασχολίες μου. Βρίσκω ότι πρέπει να δίνουμε το άπαν των δυνάμεών μας με ό,τι ασχολούμαστε και να μοιραζόμαστε ό,τι δικό μας με όσο πιο πολλούς ανθρώπους.
-Μπορείτε να θυμηθείτε συνθήκες κάτω από τις οποίες γράψατε αυτό το βιβλίο; Την πρώτη εκείνη στιγμή που σας καρφώθηκε η σκέψη «θα γράψω ένα βιβλίο για την ιστορία της μάνας μου»; Κατά κάποιον τρόπο ήταν και σαν να αυτοπροσδιορίζεστε, να τα παίρνατε ξαφνικά όλα τα της οικογενείας σας εξ αρχής, σε ποιες συνθήκες επιθυμούμε διακαώς να αφηγηθούμε την ιστορία της οικογένειάς μας;
Το έγραψα σε μια εποχή πολύ ταραγμένη γιατί μου είχε καρφωθεί στο κεφάλι μου ότι θα πεθάνω στην ηλικία του πατέρα μου, δηλαδή 48 χρονών. Το έγραψα το 2012 όταν ήμουν 46 χρονών και τότε η κόρη μου ήταν νήπιο και ήθελα να της αφήσω παρακαταθήκη όλες αυτές τις ιστορίες της οικογένειάς μου, των γονιών μου και των παππούδων μου. Ξεκίνησε σαν επιστολή αλλά στην πορεία κατάλαβα ότι είχε γενικό ενδιαφέρον και ήταν μυθιστορηματικό υλικό, οπότε το έκανα μυθιστόρημα. Και αυτό που θέλω να τονίσω είναι ότι είναι μυθιστόρημα εμπνευσμένο από τη ζωή τους, ούτε μαρτυρία, ούτε χρονικό, ούτε ιστορικό κείμενο και γι’ αυτό στη Γαλλία - και θα κυκλοφορήσει και στ’ αγγλικά, στην Αμερική από έναν πολύ καλό εκδοτικό οίκο - είχε αυτό τον αντίκτυπο και αυτή την ανταπόκριση, άρεσε δηλαδή, δεν χρειαζόταν να τους αφορά.
-Η «Νίκη» σας έδωσε μεγάλες χαρές: Να θυμηθούμε ότι έχει τιμηθεί επίσης, και με: ΚΡΑΤΙΚΟ ΒΡΑΒΕΙΟ, ΒΡΑΒΕΙΟ Μυθιστορήματος του λογοτεχνικού περιοδικού "Ο Αναγνώστης", Βραβείο Public κατηγορία "Ελληνικό Μυθιστόρημα", Γράφοντάς την τι προσδοκούσατε εκτός από το να γράψετε ένα βιβλίο για να μάθει την ιστορία της γιαγιάς της η κόρη σας; Αλήθεια η σημερινή Νίκη της ζωής σας τι ξέρει γι’ αυτό το βιβλίο και πώς αντιδρά στο βραβείο;
Της άρεσε πάρα πολύ και της αρέσει και πάρα πολύ το ότι θα πάμε μαζί να το πάρουμε, αλλά αυτό. Ξέρεις, με την κόρη μου λέμε βλακείες, γελάμε, παίζουμε, μπλαμπαδίζουμε, δηλαδή είμαι ο μπαμπάς της, αλίμονο να ήμουν ο συγγραφέας.
-Η «Νίκη» αγαπήθηκε αμέσως και απ’ όλους. Μόνο με τη ζωή μας μπορούμε να «αποδείξουμε» τις ιδέες μας, τελικά; Εάν είχατε γράψει ένα άλλο βιβλίο λέγοντας τα ίδια ακριβώς και δεν αναφερόταν στη ζώσα ζωή και στην ιστορία δικών σας ανθρώπων, πιστεύετε ότι θα είχε την ίδια επίδραση;
Ναι, συνήθως οι άνθρωποι συγκινούνται ή προτιμούν να διαβάζουν ιστορίες που είναι αληθινές. Αν και προσωπικά καθόλου δεν με νοιάζει, με ενδιαφέρει καθαρά η μυθοπλασία, εξάλλου και σαν μυθοπλασία το έγραψα, το αποτέλεσμα βέβαια μετράει. Αλλά κι εγώ συγκινούμαι βλέποντας τη φωτογραφία της μητέρας μου στο εξώφυλλο. Φαντάζομαι ότι και η μαμά μου αν γινόταν θα είχε μεγάλη μεταθανάτια χαρά αν έβλεπε την φωτογραφία της στο εξώφυλλο κι εμένα να βραβεύομαι κρατώντας το βιβλίο με τη φωτογραφία της. Αν και η μητέρα μου όπως κι εγώ, είμαστε των απτών απολαύσεων και αφού θα χαιρόταν στην αρχή μετά θα συνέχιζε κανονικά τη ζωή της. Θα αγόραζε, ας πούμε, ένα καλό κρασί να πιούμε και θα έφτιαχνε όπως το συνήθιζε μια ωραία σπανακόπιττα.
-Σίγουρα με την «Νίκη» ανεβάσατε τον πήχυ ψηλά, αλλά το συνεχίζετε, διότι και με το νέο σας μυθιστόρημα «Ο Τζίμης στην Κυψέλη» -κατ’ επανάληψη πρώτο στα ευπώλητα και σε βιβλιοπωλεία απαιτητικά-, μέσα από την ιστορία του Τζίμη είναι και η ζωή μας στο γύρισμα του αιώνα, είναι η Αθήνα και όλοι μας τα τελευταία χρόνια με πράξεις, ζωές ανθρώπων, όχι με λόγια, πώς γεννήθηκε ο Τζίμης σας;
Ο Τζίμης γεννήθηκε γιατί είναι ένα υπαρκτό πρόσωπο όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε όλες τις χώρες του Νότου που πια κινδυνεύει να χαθεί. Ένας άνθρωπος χαλαρός, άνετος, καλοπαρέας που με την παγκοσμιοποίηση κινδυνεύει να εξαφανιστεί. Τον αγαπώ πάρα πολύ τον Τζίμη. Και για να μη κάνω σπόιλερ «Ο Τζίμης στην Κυψέλη» είναι ένα βιβλίο συντριβής.
-Θα μπορούσε να έχουν γραφτεί αντίστροφα; Κάθε βιβλίο μπορεί να γεννηθεί μόνο στην ώρα του;
Όχι δεν θα μπορούσε τότε, την εποχή της «Νίκης» ο Τζίμης να γραφτεί. Ο Τζίμης αφορά το σήμερα, τη σημερινή εποχή. Και η «Νίκη» έπρεπε να γραφτεί αυτήν την εποχή. Νομίζω ότι κάθε βιβλίο γράφτηκε στην ώρα του. Αλλά και το βραβείο ήρθε στην ώρα του, ώστε να είμαι αρκετά ώριμος για να μη ξιπαστώ και αρκετά νέος ώστε να το συνειδητοποιήσω και να πάω παρακάτω, δηλαδή να μην επαναπαυτώ στις δάφνες μου.
-Ο Τζίμης ταυτοχρόνως είναι και ένα «σήμα κινδύνου» όσον αφορά την είσοδό μας στη νέα εποχή; Ως τα τώρα, δηλαδή, αρκούσε η ίδια η ζωή μας, σήμερα θα πρέπει να φροντίσουμε και την εικόνα μας; Πόσο εύκολο είναι σήμερα με το διαδίκτυο ένας σπουδαίος άνθρωπος να αδικηθεί;
Πολύ εύκολα! Μπορεί να σε διαλύσει! Αυτό που λένε «δολοφονία χαρακτήρα» είναι κάτι απίστευτα βάναυσο κατά τη γνώμη μου, και το έχουμε δει κατ’ επανάληψη αυτό να συμβαίνει. Μακάρι όλο αυτό να πρόκειται για παιδική αρρώστια του διαδικτύου και των μέσων μαζικής δικτύωσης αλλά δεν ξέρω. Πάντως πραγματικά «Ο Τζίμης στην Κυψέλη» εκπέμπει ένα σήμα κινδύνου.
-Μπορεί η τύχη ή η εποχή να γκρεμίσουν όσα χτίζει ένας σπουδαίος χαρακτήρας σήμερα;
Πάρα πολύ εύκολα! Είμαι πολύ απαισιόδοξος και πολύ φοβισμένος πάνω σ’ αυτό. Κι όλο αυτό ούτε καν από οργανωμένη κακία, για πλάκα! Όπως λέει ο Κάφκα «τα παιδιά σκοτώνουν για πλάκα τα βατράχια αλλά τα βατράχια δεν ξέρουν ότι τα σκοτώνουν για πλάκα και πεθαίνουν αληθινά». Όχι όλοι, και αυτό γράψ’ το. Είναι άνθρωποι οι οποίοι έχουν εγκληματήσει και το μαθαίνει ο κόσμος και αντιδρά, μπορεί να είναι δυσάρεστο αλλά – είναι και θέμα δικαιοσύνης- καλώς αντιδρά. Αλλά υπάρχουν και άλλες περιπτώσεις που δεν είναι έτσι. Επαληθεύεται αυτό που έχει ειπωθεί αιώνες πριν ότι «Homo homini lupus», «Ο άνθρωπος για τον άνθρωπο είναι λύκος», και το οποίο ισχύει ακόμα, ισχύει και αυτή την εποχή. Είναι πως το είπε ο Καρυωτάκης «όταν ακούσεις ανθρώπους, σωριάσου πρηνής» (« Όταν οι άνθρωποι θέλουν να πονείς, μπορούνε με χίλιους τρόπους. Ρίξε το όπλο και σωριάσου πρηνής, όταν ακούσεις ανθρώπους»).
-Είπατε ότι «Η απονομή του Ευρωπαϊκού Βραβείου Μυθιστορήματος στη «Νίκη» είναι μια νίκη για την Ελλάδα», κι ας κλείσουμε μ’ αυτό: Να εξηγήσουμε γιατί η «Νίκη» είναι, τελικά, μια μεγάλη νίκη για τη χώρα μας;
Γιατί με την ευκαιρία της βράβευσης, τα ευρωπαϊκά φώτα θα πέσουν πάνω στην Ελλάδα, στην ελληνική λογοτεχνία. Κι εγώ πιστεύω ακράδαντα ότι έχουμε σημαντικούς νέους συγγραφείς που έχουν να δώσουν πολλά. Μακάρι να είναι για όλους αυτούς ένα πάτημα για να πάνε πιο μπροστά. Το είπα και στην αρχική δήλωσή μου ότι πιστεύω στους συγγραφείς του μέλλοντός. Αυτό θα είναι η δικαίωσή μου.