Το βράδυ της 25ης Αυγούστου πήραν τον Νικολάι Γκουμιλιόφ (1886 - 1921), πατέρα του κινήματος του Ρωσικού Συμβολισμού στην ποίηση και πρώτου συζύγου της Άννας Αχμάτοβα, της γυναίκας που δικαίως χαρακτηρίστηκε ως «η φωνή της συνείδησης της Ρωσίας τον 20ό αιώνα, από το κελί, λέγοντας του πως θα γίνει υγειονομικός έλεγχος. Τον οδήγησαν σε ένα μικρό δωμάτιο, το οποίο οι άντρες της ΤΣΕ.ΚΑ. μεταξύ τους το αποκαλούσαν «Δωμάτιο δεσίματος των χεριών». Ο προϊστάμενος, καθισμένος στο γραφείο, του έκανε ερωτήσεις ταυτοποίησης των στοιχείων του: όνομα, επίθετο, πατρώνυμο, ημερομηνία γεννήσεως. Του ζήτησε να παραδώσει τα προσωπικά του αντικείμενα.
Τα πράγματα αυτά με χρεωστικά σημειώματα στέλνονταν στην οικονομική διεύθυνση για αξιοποίηση υπέρ του κράτους. Εκεί κατέληγαν τα ρούχα, οι χλαίνες, το μικροσκόπιο, το σκισμένο ακορντεόν. Και το πιο τρομακτικό απ’ όλα; Εκεί κατέληγαν τα χρυσά δόντια, οι γέφυρες από χρυσό ή λευκόχρυσο.
Τα πλέον πολύτιμα πράγματα ο προϊστάμενος τα έβαλε στο συρτάρι του γραφείου του και είπε δυνατά: «Έτοιμος για μεταγωγή». Αυτή ήταν η συνθηματική φράση. Αμέσως, πίσω από τον Γκουμιλιόφ πετάχτηκαν δύο γεροδεμένοι άντρες και του έδεσαν τα χέρια. Είχαν συνηθίσει να κάνουν αυτή τη δουλειά γρήγορα και με ακρίβεια, θαρρείς και δούλευαν μπροστά σε μια γραμμή παραγωγής. Υπήρχαν όμως περιπτώσεις, μετά από μια ιδιαίτερα εντατική νύχτα, τα παιδιά του ειδικού στο δέσιμο των χεριών να ρωτούν τον πατέρα: μπαμπά, τι έκανε, γιατί είναι τόσο ταλαιπωρημένα τα χέρια σου;
Φορώντας μόνο τα εσώρουχα του, οδήγησαν τον ποιητή στο δωμάτιο δεσίματος των ποδιών και τον έριξαν στο πάτωμα, όπως υπήρχαν άλλοι πενήντα επτά κρατούμενοι. Περίμεναν για ώρα πολλή. Περίμεναν να πέσει η νύχτα και να έρθουν τα φορτηγά με τα οποία θα τους μετέφεραν στον τόπο της εκτέλεσης. Κατά διαστήματα έμπαιναν στο δωμάτιο άντρες της ΤΣΕ.ΚΑ και χτυπούσαν στα τυφλά, για να μένουν οι κρατούμενοι σε ημιλιπόθυμη κατάσταση. Στον τόπο της εκτέλεσης έφτασαν σχεδόν αναίσθητοι. Ο πιο γεροδεμένος από τους άντρες της ΤΣΕ.ΚΑ. κουβαλούσε τους δεμένους στο λάκκο, τους άφηνε στο χείλος του, με το κεφάλι σκυμμένο.
-Στάσου καλύτερα, θα σε σκοτώσουμε, έλεγαν οι δήμιοι.
Κι αν ο άνθρωπος, σα σκουλήκι, προσπαθούσε να συρθεί, τον κλωτσούσαν…
Οι πυροβολισμοί κράτησαν όλη τη νύχτα.
Ο Νικολάι Γκουμιλιόφ δολοφονήθηκε στις 26 Αυγούστου 1921. Στάθηκε, κατά μία έννοια τυχερός. Τον σκότωσαν όντως.
Ο τουφεκισμός αναφέρονταν ως τουφεκισμός μόνο στα έγγραφα. Μετά από έρευνες διαπιστώθηκε πως άλλους τους στραγγάλιζαν, άλλους τους έπνιγαν στο νερό, άλλους τους σκότωναν με ρόπαλα. Για παράδειγμα, στο Μπελοζέρσκ με τσεκούρια κατακρεούργησαν 55 ανθρώπους. Συχνά χρησιμοποιούσαν όπλα με σφαίρες μικρού διαμετρήματος. Αυτό το έκαναν για πρακτικούς λόγους, για να υπάρχει μικρότερη αιμορραγία και για να μη ξοδεύουν πυρομαχικά.
Σύμφωνα με ορισμένες μαρτυρίες, έφεραν την Άννα Αχμάτοβα στον εικαζόμενο τάφο του Γκουμιλιόφ. Την οδήγησαν μια νύχτα, από την αποβάθρα του σταθμού Μπερνγκαρντόφκ, κατά μήκος του αγροκτήματος Πριγιούτινο και της έδειξαν δύο λάκκους: ήταν το εικαζόμενο μέρος του ομαδικού τάφου.
Τα μοτίβα από την ποίηση του Πούσκιν στο έργο της Αχμάτοβα συνδέονται στενά με αυτό το γεγονός. Στο αγρόκτημα Πριγιούτινο έμενε συχνά ο Πούσκιν. Παράλληλα με τα μέρη που επισκέπτονταν ο αγαπημένος της ποιητής, η Αχμάτοβα είδε και τον τάφο ενός άλλου ποιητή, του συζύγου της.
Ένας αυτόπτης μάρτυρας του θανάτου του Νικολάι Γκουμιλιόφ (άντρας της ΤΣΕ.ΚΑ) μας μεταφέρει: «Ναι... Ο Γκουμιλιόφ σας, ήταν αστείος για εμάς τους Μπολσεβίκους. Μα, να ξέρετε πως πέθανε αριστοκρατικά. Μου το είπαν άνθρωποι που ήταν παρόντες. Χαμογελούσε και κάπνισε ένα τσιγάρο... Φανφαρόνος φυσικά. Μα έκανε εντύπωση ακόμη και στα παιδιά από το Ειδικό Τμήμα. Νεανικές ανοησίες, αλλά παρόλο αυτά ήταν δυνατός τύπος. Ελάχιστοι βαδίζουν έτσι προς τον θάνατο. Έλεγε αστεία. Αν δεν γινόταν αντεπαναστάτης, αν ερχόταν μαζί μας θα έκανε μεγάλη καριέρα. Μας χρειάζονται τέτοιοι άνθρωποι»...
Στα κρατητήρια της ΤΣΕ.ΚΑ. είχε ανεπίληπτη συμπεριφορά, στην ερώτηση ενός δεσμοφύλακα αν υπάρχει στο κελί ο ποιητής Γκουμιλιόφ, απάντησε:
- Δεν υπάρχει εδώ ο ποιητής Γκουμιλιόφ, εδώ είναι ο αξιωματικός Γκουμιλιόφ.
Στον τοίχο του κελιού στο φρούριο της Κροστάνδης, όπου πέρασε την τελευταία του νύχτα πριν την εκτέλεση, βρέθηκαν σκαλισμένοι οι παρακάτω στίχοι:
Μια ώρα απογευματινή, του δειλινού την ώρα
Μια καραβέλα ιπτάμενη
Περνά από το Πέτρογκραντ...
Και λάμπει στον κατακόκκινο δίσκο
Ο άγγελος σου στον οβελίσκο,
Σαν να ‘ναι του ήλιο ο μικρότερος αδελφός.
Δεν δειλιάζω, γαλήνιος είμαι,
Είμαι ποιητής, ναυτικός και πολεμιστής,
Την χάρη στο δήμιο δεν θα κάνω.
Ντροπής ταμπέλα ας μου βάλει,
Μα ξέρω γω πως μ’ ένα σβώλο αίματος μαύρου
Την ελευθερία θα πληρώσω.
Μα για το ποίημα και τον άθλο,
Για τα σονέτα και για το σπαθί,
Ξέρω η πως η περήφανη μου πόλη.
Μια ώρα απογευματινή, του δειλινού την ώρα
Με καραβέλα ιπτάμενη
Στο σπίτι θα με πάει.