Η Ελλάδα λίγο έλειψε να γνωρίσει την κατάρρευση του πολιτικού της συστήματος στις εκλογές του Μαΐου του 2012, όταν η Νέα Δημοκρατία έλαβε λίγο κάτω από το 19%, ο ΣΥΡΙΖΑ το 16,5%, το ΠΑΣΟΚ κατέρρευσε, λαμβάνοντας λίγο επάνω από το 13% και οι ΑΝΕΛ του Πάνου Καμμένου κοντά στο 11%.
Το πρόβλημα βρισκόταν στο γεγονός πως αυτά τα αποτελέσματα δεν προέκυψαν από διεργασίες της κορυφής, κάτι σύνηθες στην Ελλάδα, αλλά ήταν το αποτέλεσμα της κοινωνικής έκρηξης λόγω των μνημονίων. Αποτύπωναν αυτό που συνέβαινε στη βάση της κοινωνίας.
Το πολιτικό σύστημα διασώθηκε χάρη στην κυβέρνηση Σαμαρά—Βενιζέλου που μπόρεσε να σταθεροποιήσει την οικονομία, παρά την εκδικητική αντιμετώπιση της από την τρόικα και το δίδυμο Σόιμπλε—Μέρκελ. Η κατάρρευση αποφεύχθηκε, όταν στις εκλογές του Ιουνίου 2012, o χώρος της Κεντροδεξιάς συσπειρώθηκε μπροστά στην επελαύνουσα Ριζοσπαστική Αριστερά.
Η σταθεροποίηση της Νέας Δημοκρατίας, στη συνέχεια, κοντά στο 30%, ακόμα και όταν ηττήθηκε δύο φορές από τον ΣΥΡΙΖΑ, αποτέλεσε τον παράγοντα που απέτρεψε την αποσύνθεση του πολιτικού συστήματος, καθώς αποδείχθηκε ότι αποτελεί συμπαγή δύναμη—τη συμπαγέστερη—που μπορεί να απορροφήσει όλους τους κραδασμούς και να αντέξει. Επάνω σε αυτό το 30% βασίστηκε η εκλογική νίκη της παράταξης στις εκλογικές αναμετρήσεις του 2019.
Δηλαδή η Νέα Δημοκρατία δεν είχε, την κρίσιμη περίοδο των μνημονίων, την τύχη της γαλλικής παραδοσιακής Κεντροδεξιάς που προχθές καταποντίστηκε στις προεδρικές εκλογές.
Βέβαια, αυτό οφείλεται και στο γεγονός πως ο αμιγώς φιλελεύθερος χώρος κατήλθε στις εκλογές τριχοτομημένος—κόμματα Μπακογιάννη, Μάνου, Τζήμερου—με αποτέλεσμα, ενώ αθροιστικά έλαβε κοντά στο 6,5%, κανένα από τα τρία κόμματα δεν μπόρεσε να υπερβεί το 3% και να εισέλθει στη βουλή. Μάλιστα, ενδεχομένως αν και τα τρία αυτά κόμματα συνασπιζόταν, σήμερα να είχαμε ένα διαφορετικό πολιτικό τοπίο. Βέβαια, όπως λέει και η παροιμία «οι λαγοί κοπάδι δεν γίνονται».
Από την άλλη πλευρά η αντιμνημονιακή Δεξιά, με επικεφαλής τον Π. Καμμένο, δεν μπόρεσε να αντέξει στην πίεση των εκλογών του Ιουνίου και από το 11% έπεσε στο 7,5%. Ένα μάθημα του τι παθαίνουν τα μικρά κόμματα μπροστά στο δίλημμα της ακυβερνησίας.
Σήμερα, το πολιτικό τοπίο στην Ελλάδα παρουσιάζει μια σταθερότητα, παρά την αβεβαιότητα που χαρακτηρίζει την πορεία της οικονομίας. Τα δύο μεγάλα κόμματα, παρά τις ουσιαστικές διαφορές τους, δεν έχουν την αποκλίνουσα πορεία της περιόδου 2011-2015.
Ο Α. Τσίπρας έχει αντιληφθεί πως για να ξανασυμμετάσχει στην εξουσία θα πρέπει να αποδεχθεί πλήρως τους κανόνες της φιλελεύθερης δημοκρατίας, σε πείσμα των στενών συνεργατών του που απειλούν για το πόσο τρομερή θα είναι η «δεύτερη φορά Αριστερά». Είναι αδύνατον να συγκυβερνήσει ακούγοντας τους ακραίους του κόμματός του, που ως επί το πλείστον είναι και πολιτικοί του φίλοι.
Συνεπώς, όποτε και αν γίνουν εκλογές, θα υπάρξει πολιτική σταθερότητα, γιατί τα τρία μεγάλα κόμματα—παρά τις κινήσεις τακτικής—έχουν διδαχθεί από αυτά που έγιναν την περίοδο 2011-2015. Και ο Α. Τσίπρας έζησε στο πετσί του το γεγονός πως εντός της ΕΕ και της ευρωζώνης δεν χωράνε οι «τζάμπα μαγκιές».