Του Θανάση Χειμωνά
Το εορταστικό τριήμερο που μας πέρασε υπήρξε ιδιαιτέρως χρήσιμο. Όχι φυσικά επειδή ανύψωσε το όποιο εθνικό φρόνημα των Ελλήνων αλλά γιατί υπογράμμισε για μία ακόμη φορά την επέλαση του νεοσυντηρητισμού που βιώνει η χώρα μας τα χρόνια της κρίσης.
Βέβαια, ο νεοέλληνας υπήρξε ανέκαθεν συντηρητικός. Αμφιβάλω αν σε ολόκληρη την Ευρώπη αλλά και γενικότερα τον δυτικό κόσμο υπάρχει λαός τόσο σταθερά ξενοφοβικός, πουριτανός και θρησκόληπτος- ασχέτως αν το 99% των συμπατριωτών μας αυτοπροσδιορίζεται ως «προοδευτικό».
Πάντα υπήρχε ένα αντίβαρο. Εκπρόσωποι τους πνευματικού κόσμου, επιστήμονες, ένα κομμάτι της νεολαίας αλλά και απλοί «λαϊκοί» άνθρωποι (οι οποίοι συχνά αποδεικνύονταν προοδευτικότεροι όλων).
Παραδοσιακά, απέναντι στη συντήρηση βρισκόταν ένα συγκεκριμένο τμήμα της Αριστεράς (πιάστε το ποσοστό του πάλαι ποτέ ΚΚΕ Εσωτερικού και προσθέστε του 1-2% πάνω) αλλά και ένα κομμάτι του μεσαίου χώρου ξεκινώντας από τους (λίγους) φιλελεύθερους) της Νέας Δημοκρατίας και καταλήγοντας σε ένα μέρος του μεταρρυθμιστικού ΠΑΣΟΚ. Όλοι αυτοί μαζί βέβαια δεν ήταν παρά μια ισχνή μειοψηφία απέναντι στους φανατικούς που συμμετείχαν μαζικά σε συλλαλητήρια για τις ταυτότητες και τη Μακεδονία και ξυλοφόρτωναν τους Αλβανούς που είχαν το θράσος να πανηγυρίσουν την νίκη της χώρας τους επί της Εθνικής μας, το 2004. Ακόμα κι έτσι όμως, οι άνθρωποι αυτοί αποτελούσαν ένα προπύργιο προόδου. Ένα «γαλατικό χωριό» που με μεγάλους αγώνες και κόστος κατόρθωνε να διατηρήσει κάποιες ισορροπίες.
Η αναρρίχηση του ΣΥΡΙΖΑ στα πράγματα ωστόσο ισοπέδωσε (και σε αυτό το θέμα) τα πάντα. Η «Αριστερά» του Τσίπρα ανταγωνίστηκε (και ξεπέρασε σε πολλές περιπτώσεις) την «Δεξιά» σε υπερσυντηρητική ακρότητα. Ο αντιμνημονιακός Εθνικισμός, οι εναγκαλισμοί με τον οργανωμένο Κλήρο και τον στρατό, η ξενοφοβία αλλά και η όψιμη λατρεία για τις μαθητικές και στρατιωτικές παρελάσεις χαρακτηρίζουν πλέον τη συντριπτική πλειοψηφία των ατόμων που ανήκουν στον πάλαι ποτέ προοδευτικό αριστερό ιδεολογικό χώρο. Συγχρόνως αναπτύχθηκε ένας δήθεν «αντιρατσισμός» ο οποίος συχνά είχε ως μοναδικό στόχο την εργαλειοποίηση των μειονοτήτων (όπως συνέβη π.χ. με τους πρόσφυγες που εγκαταλείφθηκαν στην τύχη τους μετά την επικράτηση του Τσίπρα) και συνήθως είχε ακριβώς το ανάποδο αποτέλεσμα.
Παράλληλα όμως ένα τεράστιο κομμάτι του κάποτε προοδευτικού μεσαίου χώρου που αναφέραμε παραπάνω, προφανώς επηρεασμένο από την –τελείως διαφορετική- εικόνα που παρουσίαζε ο ΣΥΡΙΖΑ (και γενικότερα) η Αριστερά ως το 2010, τον ταύτισε με την πρόοδο –δίνοντας στην έννοια αρνητική σημασία. Έτσι, μέσα σε μια αντί-ΣΥΡΙΖΑ υστερία κατρακύλησε στον βούρκο του σκοταδισμού- ξεπερνώντας ακόμα και την Άκρα Δεξιά.
Το ΠΣΚ που μας πέρασε διαβάσαμε κατάρες για την δασκάλα που τόλμησε να παρελάσει στο Ναύπλιο χωρίς φούστα ως τον αστράγαλο, ύμνους για τον ψυχανώμαλο γέροντα που εκτέλεσε εν ψυχρώ έναν διαρρήκτη στη Δράμα και το επιχείρημα «Ορθώς δεν του έδωσαν τη σημαία καθώς δεν είναι χριστιανός» για το 11χρονο αφγανάκι στη Δάφνη. Το χειρότερο όλων δε, είναι πως όλα αυτά τα αίσχη δεν τα ακούσαμε μόνο από τους συνήθεις υπόπτους, θιασώτες του «Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια» αλλά και από άτομα που αυτοχαρακτηρίζονται ως «φιλελεύθερα» τα οποία θεωρούν πως κραδαίνοντας έναν ακραίο ψευτοπατριωτισμό και ξερνώντας ένα ρατσιστικό και μισαλλόδοξο μίσος (εναντίον γυναικών, παιδιών ακόμα και νεκρών) αντιστέκονται στη λαίλαπα του, καραδήθεν, «προοδευτικού» ΣΥΡΙΖΑ.
Τον 21ο αιώνα ο μέσος Έλληνας είναι πιο συντηρητικός από ποτέ. Οι αντίθετες φωνές είναι πλέον ελάχιστες και βάλλονται από παντού ενώ εγκλωβίζονται και από τους ταλιμπάν της Πολιτικής Ορθότητας που είναι έτοιμοι να ποινικοποιήσεων οτιδήποτε ξεφεύγει από τις ψευτοαντιρατσιστικές τους νόρμες. Πολύ φοβάμαι πως αυτό θα συνεχιστεί. Και πως κάποια στιγμή θα το εκμεταλλευτούν «κόμματα» των οποίων τα στελέχη υπό Κ.Σ. θα βρίσκονταν πίσω από τα κάγκελα της φυλακής. Ή, ακόμα χειρότερα, πως θα το εκμεταλελευτούν κυριλέ μιμητές τους.