Του Σάκη Μουμτζή
Τα ελάχιστα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ που είναι σταθερά προσανατολισμένα στην Ευρωπαϊκή πορεία του κόμματος τους, αντιλαμβάνονται πως αυτή η κατάσταση της απομόνωσης στους θεσμούς και στις διαδικασίες της ΕΕ, δεν μπορεί να συνεχιστεί. Δεν μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να είναι κόμμα ανάδελφο. Η συμπόρευση με τους Podemos και άλλα περιθωριακά κόμματα της ριζοσπαστικής Αριστεράς του προσδίδει χαρακτηριστικά που έρχονται σε αντίφαση με την κυβερνητική πορεία του και τις δεσμεύσεις που ανέλαβε.
Βέβαια, αυτή η άποψη είναι σημαντικά μειοψηφική μέσα στο κόμμα, η συντριπτική πλειοψηφία του οποίου διακατέχεται από έναν εμφανή αντιευρωπαϊσμό, καλυπτόμενο πίσω από το νεφελώδες σύνθημα της « Ευρώπης των λαών» ή την άνευ ουσίας πολιτική διαπίστωση « δεν αυτή η Ευρώπη που θέλουμε.» Είναι κοινός τόπος πως η άρνηση δεν αποτελεί θέση. Η απόρριψη δεν είναι πρόταση. Αυτή η εγγενής αδυναμία της ριζοσπαστικής Αριστεράς να ορίσει θετικά το όραμα της για την Ευρώπη, έχει λάβει μόνιμο χαρακτήρα σε σημείο να εικάζουμε πως υποκρύπτει την αρνητική θέση της απέναντι στην ενοποίηση του Ευρωπαϊκού χώρου. Γι΄αυτό και οι θριαμβευτικές ιαχές κάθε φορά που οι ευρωσκεπτικιστικές δυνάμεις καταγάγουν νίκες στις εγχώριες εκλογικές αναμετρήσεις. Γι΄αυτό και η συνάθροιση στο μπλοκ των αντιευρωπαϊκών δυνάμεων, κομμάτων τόσο της Αριστεράς όσο και της Δεξιάς.
Οι προσπάθειες των Ευρωπαίων σοσιαλιστών να προσεταιριστούν τον ΣΥΡΙΖΑ, σκοντάφτουν – εκτός των άλλων- και στην διαφορετική αντίληψη που υπάρχει μεταξύ των δύο πλευρών για την πορεία της Ευρώπης, των θεσμών της, για το οικονομικό μοντέλο της , για το διαφορετικό περιεχόμενο τελικά που δίνουν, οι μεν και οι δε, στην έννοια της Δημοκρατίας. Δεν είναι τυχαία η ακαριαία επιλογή του κυβερνητικού εταίρου που έγινε από τον ΣΥΡΙΖΑ μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015. Μια επιλογή που εξέπληξε οδυνηρά τους Ευρωπαίους σοσιαλιστές, που από λάθος εκτίμηση, περίμεναν άλλες συμμαχίες.
Μπορεί λοιπόν ο ΣΥΡΙΖΑ να μεταλλαχθεί σε ένα κόμμα συμβατό με τις αξίες και τις αρχές της Ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας; Είναι ακριβώς σαν να αναρωτιόμαστε αν μπορεί, στο εσωτερικό μέτωπο, να μετατραπεί σε ένα κόμμα που θα ηγεμονεύσει στον χώρο της Κεντροαριστεράς. Αν δηλαδή προχωρήσει σε δραματική επανεκτίμηση και ανατροπή όχι μόνον των ιδεολογικών αρχών του, αλλά και της πολιτικής πρακτικής που απορρέει από αυτές.
Η απάντηση είναι ένα μεγάλο «όχι». Τέτοια δομική αλλαγή στην πολιτική φυσιογνωμία του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι ορατή. Η μαρξιστική παιδεία όλων των στελεχών του – επαρκής ή επιφανειακή- και η συγκρουσιακή λογική, με ταξικούς όρους, που ενυπάρχει σε αυτήν, δεν αφήνει κανένα περιθώριο για συγκλίσεις, έστω ευκαιριακές, με την Ελληνική κεντροαριστερά. Επί πλέον η σταθερή προσήλωση, σε επίπεδο ρητορείας, στην αντιμνημονιακή πολιτική αποτελεί εμπόδιο για την αλλαγή του κυβερνητικού εταίρου, που είναι απαράβατος όρος για την εισδοχή στον χώρο της Ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας.
Ας σημειωθεί πως όλα τα σοσιαλιστικά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα έχουν διαγράψει τον μαρξισμό από το καταστατικό τους, εδώ και πολλές δεκαετίες, πιστεύουν στην ελεύθερη οικονομία και στους νόμους του καπιταλισμού, μα πάνω απ΄όλα αποδέχονται και υπερασπίζονται τις αρχές της αστικής Δημοκρατίας. Τίποτα από όλα τα παραπάνω δεν αποτελούν καταστατικές αρχές του ΣΥΡΙΖΑ.Η διάσταση με την Ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία είναι δομική.
Το τι θα γίνει προσεχώς, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ περάσει στην αντιπολίτευση, ουδείς μπορεί να προδικάσει. Όσο όμως είναι στην κυβέρνηση είναι υποχρεωμένος να ακολουθήσει την πολιτική που πηγάζει από τα ιδεολογήματα της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Οι δε παραχωρήσεις που φαίνεται πως κάνει, είναι τακτικές υποχωρήσεις για να εδραιώσει την εξουσία του. Άλλωστε η εκκωφαντική σιωπή του ΣΥΡΙΖΑ και των κομματικών εντύπων του για το δράμα του λαού της Βενεζουέλας του Μαδούρο, αποδεικνύει πως οι συγγένειες και οι προτιμήσεις εξακολουθούν και υφίστανται.