Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Μιλούσαμε με ένα φίλο στο τηλέφωνο χθες. Κάποια στιγμή, η κουβέντα έφτασε στο πώς αντιλαμβάνονται τη φτώχεια κάποιοι από μία σειρά πολιτικούς — ποιος από όλους καταλαβαίνει περισσότερο, δηλαδή καλύτερα από τους υπόλοιπους, τι σημαίνει στ' αλήθεια να είσαι φτωχός. Γιατί δεν το καταλαβαίνουν όλοι το ίδιο. Και δεν το καταλαβαίνουν όλοι το ίδιο γιατί δεν έχουν όλοι τις ίδιες προσλαμβάνουσες.
Αυτό δεν αφορά βέβαια μόνο τους ανθρώπους που ζητούν την ψήφο μας. Αφορά τον καθένα. Όλους μας. Για να μην πάμε παραπέρα, αφορά σίγουρα όλους όσους σχολιάζουμε με υψωμένο φρύδι «τα καθέκαστα» της πολιτικής ζωής — ήτοι: την καθημερινότητα. Δεν είμαστε όλοι εξίσου «σοφοί», δεν ξέρουμε όλοι τα ίδια για το τι πάει να πει φτώχεια. Δεν έχουμε περάσει τα ίδια στάδια φτώχειας ο καθένας μας. Πολλοί, μάλιστα, δεν έχουν περάσει κανένα, ούτε από μακριά — και ευτυχώς. Γι' αυτόν τον λόγο πάντως συχνά εκτιθέμεθα με όσα λέμε δημόσια, και με όσα υποστηρίζουμε.
Για να μιλήσουμε πρακτικά. Η επιδοματική πολιτική είναι μια κακιά πολιτική. Κατά μείζονα βεβαιότητα, γίνεται μόνο και μόνο για να προσεταιριστεί οφέλη αυτός που την ασκεί: κρατά στον πάτο του στερεμένου πηγαδιού τον οιονεί ψηφοφόρο του, και κάθε τόσο τού κατεβάζει με την τροχαλία ένα κύπελλο νερό. Και ο διψασμένος τον κοιτά σαν σωτήρα. Κι ας είναι αυτός ο ίδιος, ο χειριστής της τροχαλίας, που του έχει στερέψει το πηγάδι.
Η επιδοματική πολιτική είναι μια κακιά πολιτική, ναι. Αλλά τα επιδόματα δεν είναι κακά. Τα επιδόματα είναι καλά. Είναι κάτι που μετριέται, που κλείνει τρύπες, που πάει σε καλή μεριά. Ποτέ ένα χρηματικό ποσό, οσοδήποτε μικρό ή από όποια πηγή και αν αντλήθηκε, δεν υπήρξε κακό. Αυτό αντιβαίνει στην ίδια του τη φύση. Αν τυχόν ίσχυε κάτι τέτοιο, θα αντέβαινε στην ίδια την πραγματικότητα.
Κατ' αυτά, δεν ήταν εξαρχής ανόητη η επιλογή τού ΣΥΡΙΖΑ να ασκήσει μια τέτοια πολιτική τώρα στο τέλος της επικυριαρχίας του — αυτό που τα θεατρικά μπουλούκια λέγανε, «Τελευταίες Παραστάσεις». Μια χαρά ήταν: ο κόσμος είναι καθημαγμένος, δεν έχει για τα αναγκαία, μέσα σε κάθε οικογένεια ο ένας κοιτάει τον άλλον στα χέρια να δει τι κουβαλάει και στο στόμα για να δει τι μασάει, οπότε ένα χαρτζιλίκι είναι μια καλή τονωτική ένεση. Κάτι που το μετρά ο άλλος. Κρατά λίγο; Ναι, ασφαλώς. Και αυτό στη φύση του επιδόματος είναι. Το επίδομα, κάθε επίδομα, είναι για να κρατά λίγο. Γι' αυτό και το λέμε έτσι — αλλιώς θα το λέγαμε μισθό ή αποζημίωση. Ή προσοδοθηρία.
Η σκέψη δεν ήταν κακή. Ίσα-ίσα, υπό μία έννοια ήταν σοφή. Και έκλεινε έναν κύκλο πολιτικής που είχε μία σταθερή και αταλάντευτη στόχευση εξαρχής: αν ρουφήξεις με το στόμα τη ραχοκοκαλιά της κοινωνίας, αν της αποσπάσεις βίαια ό,τι της «περισσεύει», δεν θα καταφέρεις μόνο να παρουσιάσεις τα πλεονάσματα που απαιτούν από εσένα οι εταίροι σου, αλλά ακόμη περισσότερα — ακόμη υψηλότερα πλεονάσματα. Έτσι, αυτό το περισσότερο μπορείς να το σπάσεις σε μικρά-μικρά κομματάκια και να το μοιράσεις στους αναξιοπαθούντες.
Η ιδέα φαίνεται να μην μπάζει από πουθενά. Και θα είχε φέρει θαυμαστά αποτελέσματα αν η εξουσία που την ασκούσε δεν ήταν εμφανώς διεφθαρμένη και «λίγη». Αν δηλαδή δεν ήταν η παρούσα: το άθροισμα αυτών των λαϊκιστών, που τόσο μπορούσαν και τόσο έκαναν. Το άθροισμα αυτών των ανθρώπων που ήρθαν στην εξουσία για να φάνε, και για να συντηρηθούν σ' αυτήν διαχειριζόμενοι τα αποφάγια τους. Που απομύζησαν τη μεσαία τάξη καταστρέφοντας έτσι όλη την κλίμακα της οικονομίας, και μετά βγήκαν στο μεϊντάνι για να μοιράσουν τσαλακωμένα χαρτονομίσματα σαν άλλοι βασιλείς. (Παρένθεση: η Αριστερά στην εξουσία υπήρξε πάντα η συνέχεια της βασιλείας «με άλλα μέσα»).
Αυτό ο κόσμος το μίσησε, το σιχάθηκε. Εξ ου και —το έχουμε ξαναγράψει— οι πρώτοι που τους μαύρισαν στις Ευρωεκλογές και οι πρώτοι που θα τους μαυρίσουν στις 7 Ιουλίου είναι ακριβώς αυτοί που έλαβαν, και καλά έκαναν που την έλαβαν, την ελεημοσύνη της εξουσίας.
Όμως ξεκίνησα από αλλού, και επιστρέφω εκεί. Λέγαμε για το πώς αντιλαμβάνονται πολλοί τη φτώχεια.
Και είδαμε, από ποικίλες αντιδράσεις διαφόρων, πως ακόμη και η έννοια τους είναι απολύτως ξένη. Όπως ξένο, ας πούμε, τους είναι το χρώμα indigo. Για παράδειγμα, δεν μπορείς να κραυγάζεις εναντίον ενός επιδόματος —κι ας είναι κλεμμένο από αλλού, δεν μας νοιάζει και δεν πρέπει να μας νοιάζει— στα μούτρα αυτού που το παίρνει. Είναι απαράδεκτο. Είναι ανοησία. Και, συμπαθάτε με, αλλά είναι και αμαρτία. Ούτε ο Θεός το θέλει…
Λέμε πάντα πως η επόμενη κυβέρνηση έχει να διαχειριστεί και να στρώσει πολλά. Και όχι μόνο η κυβέρνηση. Όλοι μας. Η χώρα είναι στο χειρότερο χάλι που μπορούσαμε να φανταστούμε, και ουραγός της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχεδόν σε όλους τους μετρήσιμους τομείς ανάπτυξης, ευημερίας και ασφάλειας — για να μη μιλήσουμε για τους δείκτες «ευτυχίας», για την εκπαίδευση, για τις σχέσεις της με τους εταίρους της κλπ. κλπ. Κάθε φορά που το λέμε, εμφανίζουμε και έναν τομέα που η νέα κυβέρνηση «οφείλει» να προτάξει έναντι όλων των άλλων — ό,τι μάς έρθει εκείνη τη στιγμή, ή ό,τι μάς ψιθυρίζει η επικαιρότητα. Αλλά κατά βάθος ξέρουμε όλοι καλά πως το πρώτο των πρώτων είναι να 'χουν δουλειά οι άνθρωποι. Μισθό δηλαδή. Μεροκάματο. Αυτό —η ανάπτυξη, οι επενδύσεις, η μείωση της ανεργίας, εντέλει: το δικαίωμα στον πλούτο— είναι το #1. Όλα τα άλλα έπονται. Γιατί πολλοί πολιτικοί δεν έχουν ιδέα, πράγματι, για το τι σημαίνει φτώχεια. Πολλοί πολίτες επίσης. Αλλά εκείνη δεν παύει να είναι εκεί, φαφούτα, κακιασμένη, και να φωνάζει. Και να 'χει και τα δίκια της.
Φτώχεια είναι αυτό που σε κάνει κάτι λιγότερο από άνθρωπο. Αυτό που σε κάνει να τα σιχαίνεσαι και να τα εχθρεύεσαι όλα.
Για μένα, φτώχεια είναι να μην έχω για να ανανεώσω τις συνδρομές στα δυο-τρία περιοδικά μου, ή για να αγοράζω καπνό αντί για τσιγάρα. Αλλά για άλλους —για πάρα πολλούς άλλους— είναι να μην έχουν να φάνε όσο πρέπει, και όσο θέλουν, και όσο χρειάζεται για να χορτάσουν.
Αν θέλουμε μία φιλελεύθερη κυβέρνηση, είναι για να πάψουν αυτοί οι άνθρωποι να έχουν ανάγκη από επιδόματα. Για να έχουν δικαίωμα να θέλουν, και να μπορούν να αποκτήσουν, ό,τι τούς κάνει κέφι. Και για να ξεχάσουν για πάντα τι πά' να πει φτώχεια.