Της Βίβιαν Ευθυμιοπούλου
Όσο και να μην το θέλουμε, είναι εξαιρετικά δύσκολο για όσους ασχολούμαστε με την πολιτική από διάφορες θέσεις, να μην παρατηρούμε με πικρία ότι η μόνη συναίνεση που υπάρχει, διαχρονικά, μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων της χώρας είναι στο να μην αλλάξει απολύτως τίποτα. Αυτή ακριβώς η εντύπωση της συνενοχής στην ακινησία εμπεδώθηκε με την τελευταία αναθεώρηση του Συντάγματος που ψηφίζεται σήμερα και είναι η τέταρτη από το 1975.
Ο προσεκτικός αναγνώστης των ειδήσεων διαπίστωσε πως τα μοναδικά θέματα που προκάλεσαν το ενδιαφέρον των κομμάτων ώστε να συζητηθούν εκτενώς, σχετίζονται με το πώς θα συγκεντρώνουν ψήφους (ψήφος αποδήμων), την παραμονή τους στην εξουσία (εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας) και την ατιμωρησία των κυβερνήσεων (νόμος περί ευθύνης των Υπουργών). Η Παιδεία, η Δημόσια Διοίκηση, η Τοπική Αυτοδιοίκηση, τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, δηλαδή όλα όσα βρίσκονται στον πυρήνα μιας σύγχρονης πολιτείας και επείγει να εκσυγχρονιστούν δεν αποδείχθηκαν ικανοί λόγοι για τα κόμματα να καθίσουν γύρω από ένα τραπέζι και να προσπαθήσουν να συμφωνήσουν. Δεν ένιωσαν καν την ανάγκη να προσποιηθούν να το κάνουν.
Αλλά ακόμα και στα άρθρα που αναθεωρούνται, οι αλλαγές σε κάποιες περιπτώσεις κάνουν τα πράγματα χειρότερα απ' ό,τι ήταν.
Στο όλο φιάσκο της αναθεώρησης θα ήταν παράλειψη να μην κάνουμε μια ιδιαίτερη αναφορά στα καμώματα του ΣΥΡΙΖΑ που είχε ανακοινώσει λαϊκές επιτροπές στις γειτονιές και κόντρα επιτροπές προσωπικοτήτων και προκλητικές εκδηλώσεις στο προαύλιο και όχι μέσα στο χώρο της Βουλής. Τελικά και ο ΣΥΡΙΖΑ βρέθηκε στο τραπέζι «να ντιλάρει» μόνο ό,τι αφορά την εξουσία.
Απέναντι σ' ένα πολιτικό σύστημα που αποτελείται από πολιτικές δυνάμεις που συγκρούονται επιφανειακά ενώ έχουν συμφωνήσει στο να μείνουν τα πάντα ως έχουν, δεν διακρίνουμε κάποιο αντίβαρο. Οι πνευματικές ελίτ και οι πανεπιστημιακοί διαγκωνίζονται για κάποια θέση συμβούλου, έστω και άμισθου με την πρόφαση ότι θα υπηρετήσουν «υψηλά ιδεώδη» τα οποία όμως, μέσα στο υπάρχον πλαίσιο της πολιτείας όπως αυτό ορίζεται από το Σύνταγμα το οποίο κανείς δεν θέλει να αναθεωρήσει ριζικά, δεν μπορούν να λειτουργήσουν.
Οι πολίτες σε ομάδες ή ατομικά, πρέπει να αρχίσουν να διαφοροποιούνται από μια πολιτικοποίηση που εξαντλείται σε μια επιφανειακή σύγκρουση από την οποία οι μόνοι κερδισμένοι είναι όσοι θα καταφέρουν να καταλάβουν μια καρέκλα. Η εξουσία πρέπει να γίνει μια έννοια ντεμοντέ, να αποκτήσει αρνητικό πρόσημο και να αντιμετωπίζεται με καχυποψία. Δεν μιλάμε βέβαια για μια αντιεξουσιαστική θεώρηση της πολιτικής ζωής που έχει στόχο να αντικαταστήσει το υπάρχον κατεστημένο με κάποιο άλλο που δείχνει χειρότερο αλλά για την κριτική προσέγγιση των πολιτών που αρνούνται να δουν τους εαυτούς τους ως οπαδούς ή ψηφοφόρους. Για να αλλάξει η Ελλάδα πρέπει να αλλάξουμε πρώτα εμείς. Δηλαδή, πρέπει να ενηλικιωθούμε.