Η κακοποίηση της επιστήμης δεν είναι σημείο των καιρών. Είναι διαχρονική. Kαι η ιστορία της, συμβαδίζει με την ιστορία της ίδιας της επιστήμης. Αν με τον όρο «Επιστήμη» εννοούμε την προσπάθεια απο-κάλυψης των νόμων που διέπουν τη λειτουργία του Σύμπαντος, έμβιου και άβιου, θα πρέπει να γνωρίζουμε πως η προσπάθεια αυτή σκόνταψε, πολλές φορές, στις εμμονές, στα πάθη και στις πεποιθήσεις, τόσο των ίδιων των επιστημόνων, όσο και των αποδεκτών των επιστημονικών δεδομένων, της κοινωνίας, αλλά και των αρχών και εξουσιών του κόσμου τούτου.
Είναι όμως αρκετά σπάνιες οι περιπτώσεις που, τόσο η επιστημονική, όσο και η πολιτική συγκυρία, ταυτόχρονα, αναζητούν το άλμα. Ή, όπως πολύ ευφυώς το διατύπωσε ο Kuhn στο αριστούργημά του, στη «Δομή των Επιστημονικών Επαναστάσεων», όταν η συγκυρία είναι μία συγκυρία «αλλαγής Παραδείγματος».
Το πιο κλασικό παράδειγμα, άγνωστο εν πολλοίς στην Ελλάδα, ταυτόχρονης αλλαγής Παραδείγματος, τόσο στην Επιστήμη, όσο και στην Πολιτική, είναι η Οχτωβριανή Επανάσταση.
Τη συγκυρία αυτή έρχεται να διαφωτίσει η μελέτη του καθηγητή Βιολογίας Θάνου Καψάλη με τίτλο: «Η Γενετική σε δύσκολους καιρούς και τόπους», που πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Σαββάλας». Το εν λόγω πόνημα καλύπτει ένα μεγάλο κενό στην ελληνόγλωσση βιβλιογραφία. Η επιλογή του συγγραφέα να μιλήσει μυθιστορηματικά, μέσω των πρωταγωνιστών της Ιστορίας, των τριών Νικολάι της Σοβιετικής Γενετικής Επιστήμης (Ν. Κολτσόφ, Ν. Βαβίλοφ, Ν. Τιμοφέγιεφ-Ρεσσόφσκι), να αναδείξει βήμα-βήμα την πορεία των ερευνών τους, ώστε να γίνει κατανοητή η διαμάχη επιστήμης-ψευδοεπιστήμης ακόμη και από τον αδαή στα περί της Βιολογίας, αλλά και η λεπτομερής καταγραφή των διώξεών τους, μέχρι την τελική τους εξόντωση, φωτίζει όλες τις πτυχές της συγκυρίας, καθιστώντας τον αναγνώστη, όχι απλό παρατηρητή μιας Ιστορίας, αλλά συμμέτοχο στην ανακάλυψη της επιστημονικής αλήθειας και πιο υποψιασμένο σχετικά με τις μεθόδους που μπορεί να μεταχειρισθεί το «συλλογικό Κακό», όταν Αυτό αποφασίσει να φιμώσει την Αλήθεια.
Τι διακυβεύονταν λοιπόν, εκεί στις αρχές του 20ου αιώνα, και γιατί αυτό το διακύβευμα πήρε τέτοιες διαστάσεις αντιπαράθεσης μετά την Επανάσταση στη Ρωσία; Γιατί η ρωσική γη έγινε το θέατρο μιας επιστημονικής αντιπαράθεσης που οδήγησε στην εκτέλεση ή στον εκτοπισμό τον ανθό της Σοβιετικής Γενετικής;
Βρισκόμαστε στις αρχές του 20ου αιώνα και όλοι οι περί την Βιολογία εντρυφώντες αποδέχονται τη Δαρβινική θεωρία της εξέλιξης. Δηλαδή, τη βήμα – βήμα ανάδυση νέων μορφών ζωής από προϋπάρχουσες μορφές ζωής. Η δύναμη της Θεωρίας έγκειται στο γεγονός πως υποδεικνύει έναν μηχανισμό με τον οποίο οι νέες μορφές μπορούν να επικρατήσουν, έναντι των παλαιότερων μορφών. Και ο μηχανισμός αυτός ονομάζεται «Φυσική Επιλογή». Έτσι, η δαρβινική απάντηση στο ερώτημα γιατί οι καμηλοπαρδάλεις έχουν μακρύ λαιμό, είναι πως οι καμηλοπαρδάλεις είχαν αρχικά, άλλες μακρύ και άλλες κοντό λαιμό. Μία παρατεταμένη ξηρασία όμως ευνόησε αυτές που μπορούσαν να φάνε τα φύλλα των ψηλών δέντρων και όχι αυτές που τρέφονταν με χορτάρι. Με την πάροδο του χρόνου, οι καλώς τρεφόμενες μακρολαίμηδες καμηλοπαρδάλεις επιβίωσαν, μεταφέροντας ταυτόχρονα το χαρακτηριστικό του μακρού τους λαιμού στους απογόνους τους. Και οι κοντολαίμηδες εξαφανίστηκαν.
Η Φυσική Επιλογή, κομβική σύλληψη της δαρβίνειας θεώρησης, εξηγούσε γιατί ο Κόσμος είναι έτσι όπως είναι, αλλά η όλη θεωρία έπασχε, καθώς δεν μπορούσε να προτείνει έναν μηχανισμό για την εμφάνιση της αρχικής ποικιλομορφίας. Πώς στο καλό είχαν εμφανισθεί αρχικά καμηλοπαρδάλεις με μακρύ λαιμό και καμηλοπαρδάλεις με κοντό;
Το ερώτημα γέννησε την επιστήμη της Γενετικής που σιγά-σιγά, με επιδέξια σχεδιασμένα πειράματα που οδήγησαν σε πρωτοφανή συσσώρευση γνώσης, κατάφερε να δώσει απάντηση. Και η απάντηση ήταν πως, νέα ποικιλομορφία στη φύση αναδύεται συνεχώς μέσω των μεταλλάξεων.
Είπαμε όμως πως βρισκόμαστε στις αρχές του 20ου αιώνα και ακόμη δεν γνωρίζουμε τίποτε για γενετικό υλικό, τίποτα για DNA, τίποτα βεβαίως για μεταλλάξεις. Στα πλαίσια αυτά, και ενώ η πλειοψηφία των επιστημόνων αναζητά εναγωνίως απάντηση, χτίζοντας τη νέα επιστήμη της Γενετικής, ένας αριθμός επιστημόνων επαναδιατυπώνει μία παρωχημένη άποψη του 19ου αιώνα, την άποψη πως η ποικιλομορφία προκύπτει αρχικά, μέσω της «δυνατότητας κληρονόμησης των επίκτητων χαρακτηριστικών». Με απλά λόγια, στο παράδειγμα με τις καμηλοπαρδάλεις, δε χρειάζεται να αναρωτηθούμε πως προέκυψε η αρχική ποικιλομορφία. Οι καμηλοπαρδάλεις είχαν όλες κοντό λαιμό. Η ξηρασία τις ανάγκασε να τεντώνουν το λαιμό τους για να τραφούν από τα φύλλα ψηλών δέντρων και έτσι ο λαιμός τους μάκρυνε. Ο μακρύς λαιμός λοιπόν είναι απλώς ένα επίκτητο χαρακτηριστικό, το οποίο κατόπιν κληροδοτήθηκε στους απογόνους. Μα κληρονομούνται τα επίκτητα χαρακτηριστικά; Η απάντηση είναι προφανής. Ξέρουμε από τη δική μας προσωπική εμπειρία πως τα επίκτητα χαρακτηριστικά δεν κληρονομούνται. Αν σας κοπεί το χέρι από ατύχημα και τεκνοποιήσετε μετά, το παιδί σας θα γεννηθεί με δύο χέρια. Και όμως, κάποιοι επιστήμονες πειραματίστηκαν σε αυτή την κατεύθυνση. Περιττό να πούμε πως τα πειράματα δεν μπόρεσαν να αποδείξουν κάτι τέτοιο. Περιττό να πούμε πως κάποια πειράματα κατασκευάσθηκαν ώστε να υποδεικνύουν κάτι τέτοιο. Και περιττό να πούμε πως οι απάτες αποκαλύφθηκαν.
Και όμως, ενώ έτσι είχαν τα πράγματα, η σοβιετική ηγεσία επιλέγει να υποστηρίξει, όχι τη Γενετική έρευνα που προσπαθούσε να φωτίσει το επιστημονικό ερώτημα, αλλά τους επιστήμονες εκείνους που επέμεναν στη ψευδοεπιστημονική θεώρηση περί κληρονόμησης των επίκτητων χαρακτηριστικών.
Η επιλογή-προτίμηση, δεν έχει στη βάση της κάτι το μυστηριώδες και ανεξήγητο. Η βαθύτερη πεποίθηση πως η πολιτική θεωρία (εν προκειμένω του Μαρξισμού Λενινισμού) είναι «επιστημονικότερη» της ίδιας της επιστήμης, οδήγησε στην επιλογή και στην ανάδειξη της ψευδοεπιστήμης σε επιστήμη. Η πρεμούρα της «Δημιουργίας του Νέου Ανθρώπου», η πολιτικά απόλυτη θέση πως ο «άνθρωπος διαμορφώνεται από το περιβάλλον του», η πεποίθηση πως η επαναστατική διαδικασία, σε σύντομο χρόνο, μπορούσε να εξαλείψει «παρωχημένες» αντιλήψεις και νόρμες ζωής, ταίριαζε απόλυτα με την ψευδοεπιστήμη της κληρονόμησης των επίκτητων χαρακτηριστικών.
Και πρακτικά αυτό το έθεσαν σε εφαρμογή, τόσο σε κοινωνικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο παραγωγής, ακόμη και όταν στο τέλος περίπου της σταλινικής περιόδου ανακαλύφθηκε και ο μηχανισμός εμπλουτισμού της ποικιλομορφίας, δηλαδή οι μεταλλάξεις.
Στο επίπεδο της παραγωγής γεωργικών προϊόντων (τομέα ιδιαίτερα κρίσιμου τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια) ακολούθησαν το Λυσένκο, έναν αδαή «επιστήμονα» που προσπαθούσε να «διδάξει» στους σπόρους σιταριού τη συνεργασία, φυτεύοντάς τους δίπλα-δίπλα, αλλά και την προσαρμογή σε περιβάλλοντα ακραία, φυτεύοντας σπόρους από ήπια περιβάλλοντα σε σταδιακώς πιο ακραία περιβάλλοντα, αναμένοντας έτσι να αποδώσουν καρπό ώστε τελικά να θρέψουν τις «μάζες»!!
Οι Γενετιστές, όπως οι τρεις Νικολάι της ιστορίας μας, που αναζήτησαν νέες ποικιλίες, που πειραματίσθηκαν με ποικίλες διασταυρώσεις, που όργωσαν τη Ρώσικη γη (και όχι μόνο) με σκοπό την ανεύρεση νέων φυτών προς καλλιέργεια, που πειραματίσθηκαν με νέες μεθόδους και εργαλεία εμπλουτίζοντας την επιστημονική γνώση και οι οποίοι αναγνωρίζονταν σε παγκόσμιο επίπεδο ως πρωτοπόροι, θεωρήθηκαν ύποπτοι αμφισβητίες της «επιστημονικής» ορθότητας της πολιτικής θεωρίας και συνεπώς εξοντώθηκαν.
Ο Λυσένκο, αυτός ο δευτεροκλασάτος αδαής «επιστήμονας», ο οποίος κατέστη ο αγαπημένος τοποτηρητής του Στάλιν, με σκοπό την ευθυγράμμιση όλων των επιστημόνων στα πλαίσια της Μαρξιστικολενινιστικής ορθότητας, σε επιστολή προς τον ίδιο τον εντολέα του γράφει: «Ο μεντελισμός, ο μοργκανισμός, ο νεοδαρβινισμός, δεν καλλιεργούνται στις δυτικές καπιταλιστικές χώρες με σκοπό την ανάπτυξη της γεωργίας, αλλά την εξυπηρέτηση των αντιδραστικών σκοπών της ευγονικής, του ρατσισμού κτλ. Δεν υπάρχει σχέση μεταξύ των γεωργικών πρακτικών και της θεωρίας της αστικής γενετικής». Για να του απαντήσει, λίγες μέρες μετά, ο Μεγάλος Επιστήμονας Στάλιν: «Όσον αφορά στο θεωρητικό πλαίσιο στη Βιολογία (!!!), πιστεύω πως το μόνο επιστημονικά ορθό (!!!) είναι αυτό του Μιτσούριν. Δεν αξίζει να ασχολούμαστε περαιτέρω με τους γενετιστές και τους υποστηρικτές τους, που απορρίπτουν την κληρονομική μεταβίβαση των επίκτητων χαρακτηριστικών. Το μέλλον ανήκει στον Μιτσούριν (!!!)»
Η πείνα στη Σοβιετική Ένωση, τις πρώτες δεκαετίες μετά την Επανάσταση, είχε την αιτία της, σε μεγάλο βαθμό, και σε αυτή την «Επαναστατική» επιλογή. Αλλά και η υστέρηση της Σοβιετικής Γενετικής σε σχέση με τη Γενετική του δυτικού κόσμου, στα χρόνια που ακολούθησαν, εκεί έχει την αιτία της.
Αλλά, όπως είπα και στην αρχή, η μελέτη, καρπός μακροχρόνιας έρευνας του συγγραφέα, δεν αποτελεί απλώς μια σημαντική υποσημείωση στην ταραγμένη πολιτική και επιστημονική ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης, είναι ταυτόχρονα και ένας οδοδείκτης, για όποιον θέλει πράγματι να κατανοήσει πώς γεννήθηκε η σύγχρονη επιστήμη της Γενετικής και πώς η αδέσμευτη επιστήμη απο-καλύπτει τους νόμους λειτουργίας του κόσμου που μας περιβάλλει, κόντρα στον καιρό και την εκάστοτε συγκυρία. Ένας ύμνος στην επιστήμη, όπως πρέπει αυτή να είναι και όπως θέλουμε να είναι. Αλλά και μία ηχηρή, εκκωφαντική προειδοποίηση για όλους αυτούς που στην παρούσα συγκυρία απαιτούν, είτε η επιστήμη να χαϊδεύει τα αυτιά της κοινής γνώμης, είτε να εναρμονίζεται με τις επιδιώξεις της όποιας πολιτικής ηγεσίας.
*Ο Ιωάννης Σαΐνης είναι Διδάκτωρ Μοριακής Βιολογίας, ΕΔΙΠ Σχολής Επιστημών Υγείας, Παν/μιο Ιωαννίνων.