Η διεθνής εμπειρία διδάσκει, ότι στους καιρούς μας η παρακμή και η κατάλυση της Δημοκρατίας δεν γίνεται με τους παραδοσιακούς τρόπους της «απ’ έξω κατάληψης». Γίνεται «από μέσα», από αντιδημοκρατικές αντιλήψεις και πρακτικές φορέων που έχουν εκλεγεί και ομνύουν στο όνομά της. Στην Ευρωπαϊκή μας οικογένεια, τα παραδείγματα υπάρχουν.
Τα όσα έχουν δει το φως της δημοσιότητας εδώ και πολύ καιρό, και όχι μόνο τις τελευταίες μέρες, για την εμπλοκή βασικών υπουργών της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ σε υποθέσεις χειραγώγησης δικαστικών λειτουργών με σκοπό να εξοντωθούν αντίπαλα πολιτικά πρόσωπα και κόμματα, να οδηγηθούν στο κλείσιμο μη αρεστά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, να χάσουν τις δουλειές τους πολλοί δημοσιογράφοι, αλλά και να διευθετηθούν, «με το αζημίωτο» πάντα, σκοτεινές υποθέσεις διαφόρων επιχειρηματιών, δείχνουν ότι η απόπειρα κατάλυσης του Δημοκρατικού μας πολιτεύματος ήταν διαρκής.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, προσπάθησε να πλήξει τη Δημοκρατία μας στον πυρήνα της, που δεν είναι άλλος από τη διάκριση των εξουσιών. Αυτή η βαθύτατα αντιδημοκρατική αντίληψη, συμπυκνώθηκε στη φράση «έχουμε την κυβέρνηση, αλλά δεν έχουμε την εξουσία».
Με τη φράση «δεν έχουμε την εξουσία», εννοούσαν πρωτίστως ότι δεν έχουν υποτάξει τη Δικαιοσύνη που είναι η βασική εξουσία που προστατεύει τους πολίτες από την αυθαιρεσία της Εκτελεστικής εξουσίας, αλλά και τις αντισυνταγματικές ρυθμίσεις της Βουλής.
Ευτυχώς για τη Δημοκρατία μας, η Δικαιοσύνη σε καίριες στιγμές «έβγαλε άμυνες» που απέτρεψαν την έφοδο που η «πρώτη φορά αριστερά» επιχειρούσε στους βασικούς θεσμούς της χώρας.
Έτσι, δεν έγινε κατορθωτό να υλοποιηθεί και το άλλο δόγμα των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, «αν δεν βάλουμε φυλακή κάποιους, εκλογές δεν κερδίζονται». Αλλά φυλακή βάζει μόνο η Δικαιοσύνη και αυτή δεν υποτάχθηκε.
Όμως, ο ΣΥΡΙΖΑ και μετά την ήττα του στις περσινές εκλογές, δείχνει να είναι πιστός στο δόγμα του.
Πολλές από τις αναλύσεις των κομματικών του οργάνων, αναφέρουν ότι η εκλογική ήττα του 2019 οφείλεται πρωτίστως στο ότι «δεν κατάφεραν να ελέγξουν τους αρμούς της εξουσίας». Αυτό δείχνει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ συνεχίζει να μη σκέφτεται δημοκρατικά και να μην μετανοεί πολιτικά.
Σε λίγες μέρες είναι η πέμπτη επέτειος από το δημοψήφισμα του 2015, όπου οι «πάμε Βενεζουέλα» κατήγαγαν περιφανή νίκη. Η χώρα σώθηκε χάρις στο φόβο για ένα νέο «Γουδή» που κατέλαβε τον ηγέτη και την κυβερνώσα ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ. Έτσι έγινε, η διάσημη πια, kolotoumba του Τσίπρα. Πολλοί αντιμετώπισαν με σκωπτική διάθεση τη δήλωση της συντρόφου του τότε Πρωθυπουργού, ότι «κάθε χρόνο την 5η Ιουλίου κλαίω».
Προσωπικά πιστεύω ότι η δήλωση αυτή είναι ειλικρινής. Το βράδυ της 5ης Ιουλίου 2015, ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε την αριστερή ψυχή του, αυτή που φανταζόταν ότι είχε. Έχασε δηλαδή την ευκαιρία να οδηγήσει τη χώρα στο χάος και τον εμφύλιο, από τον οποίο τρέφεται διαχρονικά η ελληνική αριστερά. Έχασε, την ευκαιρία όπως την φαντάζονταν, για τη ρεβάνς της ήττας του εμφυλίου. Σ’ αυτό φαινόταν πρόθυμος να συμβάλει και ο ακροδεξιός κυβερνητικός συνεταίρος του, που δήλωνε ότι «την τάξη και την ασφάλεια στο εσωτερικό της χώρας θα αναλάβει ο ελληνικός στρατός». Κάποιοι φαντάζονταν ότι η ιστορία, επιτέλους, θα μπορούσε να γραφτεί ανάποδα. Ότι ο ελληνικός στρατός θα επέβαλε μια αριστερή δικτατορία! Αλλά «ο φόβος φυλάει τα έρμα» και αυτό δεν τολμήθηκε.
Ό,τι ακολούθησε στη συνέχεια από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, ήταν η διαρκής απόπειρα κατάλυσης της Δημοκρατίας με άλλα μέσα, αλλά πάντα «με το αζημίωτο». Γιατί ήταν «πολλά τα χρήματα και το μαγαζί γωνία», όπως ομολογεί και ο πιο κοντινός συνεργάτης του Τσίπρα, ο Ν. Παππάς. Όσα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ συνέχιζαν να πιστεύουν στην αριστερή τους ψυχή, απλώς διαγράφηκαν από τον Τσίπρα. Κάποιοι που παρέμειναν, το έριξαν στο real estate, αγοράζοντας κοψοχρονιά σπίτια φτωχών ανθρώπων, που τα νοικιάζουν πλουσιοπάροχα σε κατατρεγμένους μετανάστες. Ο ίδιος ο Τσίπρας και η σύντροφός του έπνιγαν τον πόνο τους στα κότερα των πρόθυμων εφοπλιστών και έστελναν τα παιδιά τους στα ιδιωτικά σχολεία, την ώρα που απαξίωναν τη δημόσια παιδεία. Όμως, τελικά, η Δημοκρατία μας αποδείχτηκε ισχυρή. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν κινδύνευσε. Γι’ αυτό και η υπεράσπισή της από όλους μας, παραμένει βασικό μας καθήκον. Όσο για τα υπόλοιπα, δεν έχω καμία αμφιβολία ότι η Δικαιοσύνη θα κάνει και πάλι σωστά τη δουλειά της.