Μετά τις διαδοχικές και απόλυτες διαβεβαιώσεις του πρωθυπουργού, ότι οι εκλογές θα γίνουν στο τέλος της τετραετίας – αναλαμβάνοντας το όποιο πολιτικό κόστος για τον ίδιο και την κυβέρνηση του - ώστε να διασφαλιστεί η σταθερότητα που έχει ανάγκη η χώρα, η εμμονή στη συντήρηση σεναρίων για πρόωρες κάλπες είναι πολλαπλώς επιζήμια και πολλαπλώς ύποπτη.
Το δεδομένο που υπάρχει στο τραπέζι είναι ότι την άνοιξη του ‘23 θα γίνουν εκλογές και ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια εξαιρετικά μακρά προεκλογική περίοδο, που συμπίπτει με ένα πρωτοφανές κοκτέιλ προβλημάτων που πυροδότησε ο πόλεμος στην Ουκρανία και έχει διαχυθεί στην Ελλάδα όπως και στο σύνολο των ευρωπαϊκών χωρών.
Όποιος φορτώσει στην αγωνία και στις δυσκολίες των νοικοκυριών, των εργαζόμενων και των επιχειρήσεων και μακρόσυρτο και σκληρό πολιτικό ροκ, με έξτρα δόσεις λαϊκισμού, μηδενισμού των πάντων και πλειοδοσία υποσχέσεων, θα οδηγηθεί σε ρήξη με την κοινωνία.
Η προσδοκία υπέρβασης του αδιεξόδου που δικαιολογημένα μπορεί να νοιώθει ο πολίτης, δεν θα επέλθει από υποσχέσεις για ελληνικές πατέντες σε διεθνή δυσεπίλυτα προβλήματα, ούτε από οιμωγές και αναθέματα. Ακούγεται όντως ως κλισέ αλλά το 2022 δεν είναι το 2015. Ο κόσμος δεν είναι ανυποψίαστος και απροετοίμαστος για το κόστος που κρύβει το φλερτ ή η παράδοση στο λαϊκισμό. Η κυβέρνηση έχει δηλώσει ότι δεν θα ακολουθήσει την αξιωματική αντιπολίτευση στο σκληρό ροκ το οποίο αυτή προκρίνει θεωρώντας ότι θα επιφέρει με αυτό τον τρόπο, μεγαλύτερη φθορά στην κυβέρνηση.
Μια ματιά στην έρευνα κοινής γνώμης που διενήργησε σε συνεργασία με την Prorata, το Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ – το οποίο ανήκει στον Γιάννη Δραγασάκη – δίνει μια πρώτη εξαιρετική οπτική γιατί δεν συμφέρει ούτε τον ίδιο το ΣΥΡΙΖΑ να καταφύγει στην ακραία πόλωση και να επιστρατεύσει ξανά όλα τα όπλα του λαϊκισμού σε αυτή την πολύμηνη προεκλογική περίοδο.
« Σημαντικό, ως ενός σημείου, φαινόμενο, που θα επηρεάσει την προεκλογική συνθήκη, είναι ο βαθμός αντιπάθειας προς τα κόμματα. Στη σύγχρονη εκλογική συμπεριφορά διεθνώς, εμφανίζεται το φαινόμενο της «αρνητικής ταύτισης» με κάποιο κόμμα, όπου η αντιπάθεια εμφανίζεται να είναι ισχυρότερο κίνητρο ψήφου απ’ ό,τι η συμπάθεια» υπογραμμίζει ο συντάκτης της έρευνας. Ο ΣΥΡΙΖΑ αν και έχει φύγει από την εξουσία παραμένει αντιπαθέστερος απ όλα τα κόμματα. Πιο αντιπαθητικός από τη ΝΔ ενώ και το αντιΣΥΡΙΖΑ μέτωπο παραμένει ενεργό και δυναμικό. Η διαφορά στο δείκτη αντιπάθειας με τη ΝΔ είναι μικρή και αναστρέψιμη και στην επόμενη έρευνα δεν είναι απίθανο τα πράγματα να γυρίσουν τούμπα.
Αυτό που δύσκολα μπορεί να γυρίσει τούμπα, είναι η σφοδρή αντιπάθεια που νοιώθει για το κόμμα Τσίπρα η πλειοψηφία των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ. Αντιπολιτευόμενος με οξύτητα και εξαλλοσύνη ο κ. Τσίπρας θα κλείσει αυτό το χάσμα άραγε ή θα το διευρύνει; Η απάντηση είναι απλή με βάση τη σταθερότητα της συμπεριφοράς που δείχνουν οι ψηφοφόροι της Χαριλάου Τρικούπη έναντι της Κουμουνδούρου.
Κατά την εκτίμησή μου το στοιχείο που θα βαρύνει την προεκλογική συνθήκη και καταγράφεται στην ίδια έρευνα, είναι τι θεωρεί σημαντικό το κομμάτι των ψηφοφόρων που δηλώνουν αναποφάσιστοι.
Το δίπολο «πρόοδος – συντήρηση» που προτάσσει και ο ΣΥΡΙΖΑ αλλά και σε ένα βαθμό και το ΠΑΣΟΚ, ηττάται από το δίπολο «υπευθυνότητα – λαϊκισμός» που έχει υιοθετήσει λόγω και έργω η κυβέρνηση
Οι αναποφάσιστοι ψηφοφόροι, που είναι πάντα το «μήλον της έριδος», αυτή την ώρα λένε ότι θα διαλέξουν με κριτήριο την υπευθυνότητα και το λαϊκισμό.
Στην προεκλογική διελκυστίνδα ο πρωθυπουργός έχει διαλέξει την άκρη του σκοινιού που θα κρατήσει. Ποιοι θα κρατήσουν το άλλο άκρο;